Τοῦ κ. Εὐλαλίου Θωμαΐδη, Θεολόγου
Ὁ J. Moltmann εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σημαντικοὺς προτεστάντες θεολόγους τοῦ 20οῦ καὶ 21ου αἰώνα, καθότι ἔχει ἐπηρεάσει μὲ τὶς θεολογικές του ἀπόψεις τόσο τοὺς ὀρθόδοξους μεταπατερικοὺς θεολόγους ὅσο καὶ τοὺς μοντέρνους ρωμαιοκαθολικούς. Ἀπεβίωσε προσφάτως, ἤτοι τὸ 2024. Ἂς δοῦμε μερικὲς ἀπὸ τὶς κύριες ἰδέες τοῦ Moltmann σὲ κριτικὴ ἀντιπαράθεση πάντοτε μὲ τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ θεολογία.
Ἀλλαγὴ θεολογικοῦ παραδείγματος: ὁ ἐμπαθὴς Θεός. Ἡ μοντέρνα θεολογία, ἐὰν ἐπιθυμεῖ νὰ γίνει κατανοητὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τῆς μεταμοντέρνας κοινωνίας, θὰ πρέπει νὰ ἀποβάλει τὸ ἑλληνικὸ παράδειγμα τῆς θεότητας, τὸ ὁποῖο κυριαρχοῦσε στὴν ἐποχὴ τῶν πατέρων καὶ τῶν σχολαστικῶν, σύμφωνα μὲ τὸν Moltmann πάντοτε. Τὸ παρουσιαζόμενο πρὸς τὸν κόσμο πρόσωπο τοῦ Θεοῦ θὰ πρέπει νὰ βασίζεται στὸ γεγονὸς τοῦ Σταυροῦ καὶ ὄχι στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία, καθότι μόνο μὲ ἕνα τέτοιο τρόπο μπορεῖ νὰ γίνει θεολογία μετὰ τὸ ὁλοκαύτωμα καὶ τὶς φρικτὲς συνέπειες τοῦ 2ου παγκοσμίου πολέμου. Ἔτσι, ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὰ ἰδιώματα τοῦ κλασσικοῦ θεϊσμοῦ, τουτέστιν Ἐκεῖνος δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι πλέον ὑπερφυσικός, τέλειος, ἀΐδιος, ἀναλλοίωτος, παντοδύναμος καὶ δίχως καμία μορφὴ ἀλλαγῆς καὶ ταλαιπωρίας ἢ πάθους (μὲ τὴν ἔννοια ὅτι κάποιος ὑποφέρει). Ἡ κλασσικὴ θεώρηση τῆς θεότητας ὡς παντοδυνάμου ὀντότητας μετατρέπει τὸ Θεὸ σὲ ἕνα ὂν ἐξωτερικὸ ἢ ὑπερβατικὸ ὡς πρὸς τὸν κόσμο. Ὅμως, ὁ Θεός, σύμφωνα μὲ τὴ θεολογικὴ σκέψη τοῦ Moltmann, δὲν εἶναι ἕνα ὂν ποὺ βρίσκεται στὸ ἐπέκεινα, ἀλλὰ βρίσκεται μέσα στὸ ἐδῶ πέρα. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο Θεός, ἀλλὰ καὶ ἄνθρωπος, ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο ἐξουσία, αὐθεντία καὶ νόμος, ἀλλὰ γεγονὸς ποὺ ὑποφέρει καὶ μᾶς ἐλευθερώνει διὰ τοῦ πάθους του [1]. Μὲ βάση τὰ ἀνωτέρω ἐκτεθέντα, ὁ σταυρὸς γιὰ τὸν Moltmann δὲν ἀφορᾶ μονάχα στὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἢ στὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας, ἀλλὰ καὶ στὴν ἴδια τὴ ζωὴ τῆς Ἁγίας Τριάδας. Συνεπῶς, κατὰ τὴ σταύρωση τοῦ ἔνσαρκου Λόγου ὑποφέρουν καὶ οἱ τρεῖς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ὁ Πατὴρ τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρικοῦ πάθους ὑποφέρει, γιατί ἀποχωρίζεται τὸν Υἱό του, ὁ Υἱὸς ὑποφέρει, γιατί ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὸν Πατέρα του πεθαίνοντας ἐπάνω στὸ σταυρὸ καὶ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα ὑποφέρει, καθότι ἀποτελεῖ τὴν ἴδια τὴν ἀγάπη μεταξύ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ. Ὅμως, αὐτὸς ὁ δεινὸς ἀποχωρισμὸς τῶν θείων ὑποστάσεων, τὸν ὁποῖον κάθε πρόσωπο ζεῖ διαφορετικά, ὁδηγεῖ στὴν ἐλπίδα. Ὁ θάνατος τοῦ Υἱοῦ καὶ ἡ ὀδύνη τοῦ Πατρὸς ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ ἑνὸς νέου δυναμικοῦ γεγονότος, αὐτοῦ τῆς ἔκχυσης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν κτιστὴ πραγματικότητα [2]. Μὲ βάση τὰ ἀνωτέρω διαβλέπουμε ὅτι ὁ σταυρὸς φανερώνει τὴν ἴδια τὴν Ἁγία Τριάδα στὴν ἀΐδιά της ὕπαρξη, κατὰ τὸν Moltmann, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι τὸ μυστήριο τοῦ σταυροῦ δὲν γίνεται γιὰ λόγους θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ παρὰ φύσιν ἢ τὸ γνωμικὸ θέλημα, ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ γιὰ λόγους ἀποκάλυψης τοῦ ἴδιου τοῦ εἶναι τοῦ Θεοῦ.
Ὅμως, γιὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τὰ πρά-γματα δὲν εἶναι καθόλου ἔτσι. Ὁ Πατὴρ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν κοινώνησαν μὲ κανένα τρόπο τὸν τόκο, τὴ νηπιότητα, τὴν αὔξηση, τὸν κόπο, τὴν λύπη, τὸ δάκρυ, τὸν πτύελο, τὸ αἷμα, τὴν τρήση, τὴν ἑκούσια νέκρωση καὶ τὰ ὅμοια, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Μάξιμος Ὁμολογητής. Ἑπομένως, ὁ Πατὴρ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲ συμμετεῖχαν στὸ σταυρικὸ πάθος οὔτε στὴν ἴδια τὴν ἐνσάρκωση, παρὰ μόνο κατὰ τὴν εὐδοκία καὶ θέληση [3]. Τὸ σχέδιο τῆς ἐνσάρκωσης εἶναι κοινὸ καὶ στὰ τρία πρόσωπα, καθὼς καὶ τὰ τρία θέλουν τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὡς Θεός, ἀλλὰ ἡ πρόσληψη τῆς ἀνθρωπότητας ἔγινε μονάχα σὲ μία ὑπόσταση, σὲ αὐτὴ τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦτο, διότι τὸ ἰδίωμα τῆς Υἱότητας τοῦ Υἱοῦ ἔπρεπε νὰ παραμείνει ἀμετακίνητο (Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι φυσικὸς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γίνεται Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου). Ἀκόμη, θὰ πρέπει νὰ ἀναφέρουμε ὅτι ὁ Υἱὸς ἐπάνω στὸ σταυρὸ παθαίνει καὶ ὑποφέρει μονάχα ὡς ἄνθρωπος καὶ ποτὲ ὡς Θεός. Ὅπως μᾶς λέει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, ὁ Υἱὸς θέλησε νὰ πεθάνει ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ὅμως, τὸ πάθος καὶ ὁ θάνατος εἶναι ἀδύνατο νὰ συμβεῖ σὲ μία ὑπόσταση τῆς ἀκτίστου θεότητας καὶ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τὴν ἁγία του ἀνθρωπότητα, προκειμένου νὰ πάθει μέσα σὲ αὐτὴν ὑπὲρ τὴ σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου, ἤτοι μονάχα ὡς ἄνθρωπος [4]. Συνεπῶς, τὸ πάθος ἀποδίδεται μονάχα στὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Λόγου, ἐνῶ ἡ ἀπάθεια στὴ θεότητα. Αὐτὸ ποὺ μόλις ὑπογραμμίσαμε εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ πατερικὰ ἀξιώματα τῆς Χριστολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καὶ ὅποιος τὸ ἀλλοιώνει ἢ τὸ ἀρνεῖται, ὁδηγεῖται ἀναπόφευκτα στὸ θεοπασχητισμό.
Ἡ πρόταξη τοῦ προσώπου ἔναντι τῆς θείας φύσεως. Ἡ κλασσικὴ δυτικὴ θεολογικὴ παράδοση ξεκινᾶ τὴν πραγμάτευση τοῦ τριαδικοῦ δόγματος μὲ τὴ θεία οὐσία καὶ στὴν συνέχεια καταλήγει στὴν ἐπιβεβαίωση τῆς ὕπαρξης τριῶν θείων προσώπων. Ὁ Moltmann ἀντιστρέφει τὸ ἀνωτέρω σχῆμα, ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ θεολογική του σκέψη ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν τριαδικότητα τῶν προσώπων, γιὰ νὰ καταλήξει στὴν ἐπιβεβαίωση τῆς θείας ἑνότητας [5]. Συνεπῶς, ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ ἐξηγηθεῖ εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν προσώπων καὶ ὄχι ἡ τριαδικότητα τῶν ὑποστάσεων, καθότι ἡ τριαδικότητα εἶναι πρωταρχικότερη καὶ κοντύτερα στὸ πνεῦμα τῆς Βίβλου. Ἡ ὑποτιθέμενη πρόταξη τῶν θείων προσώπων ἔναντι τῆς θείας οὐσίας ὑποστηρίζεται καὶ ἀπὸ τοὺς σύγχρονους ὀρθοδόξους θεολόγους στὴν πλειονότητά τους, πρᾶγμα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ εὐσταθεῖ, καθότι οἱ Ἕλληνες Πατέρες ἀναφέρουν ρητὰ ὅτι οἱ ἑνώσεις προηγοῦνται ὁπωσδήποτε τῶν διακρίσεων, εἰδάλλως θὰ ὑπῆρχαν τόσοι θεοὶ ὅσες καὶ οἱ ἀκοινώνητες διακρίσεις [6]. Συνεπῶς, ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τριάδας ἡ ἑνότητα βασίζεται στὰ κοινὰ (κοινὴ οὐσία, θέληση, ἐνέργεια) καὶ οἱ διαφορὲς (στὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα τοῦ ἀγέννητου, γεννητοῦ καὶ ἐκπορευτοῦ).
Ἡ ἐπανερμηνεία τῆς ἔννοιας τῆς περιχώρησης μὲ βάση τὸν περσοναλισμό. Ὁ Moltmann ἀσκεῖ ἔντονη κριτικὴ στὴν τριαδικὴ θεολογία τοῦ K. Μπάρτ. Τὰ θεῖα πρόσωπα δὲν εἶναι τρεῖς τρόποι τοῦ θείου εἶναι, ὅπως θὰ ἤθελε ὁ K. Μπάρτ, καθότι κάτι τέτοιο θὰ σήμαινε τὴν ἐπιστροφὴ στὴ σαβελλιανικὴ αἵρεση. Ἀκόμη, ὁ Πατὴρ δὲ μπορεῖ νὰ θεωρεῖται ὡς αἴτιος τῆς θεότητας (μοναρχία τοῦ Πατρός), διότι κάτι τέτοιο θὰ ἰσοδυναμοῦσε μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τόσο στὴν αἵρεση τοῦ μοναρχιανισμοῦ ἢ ἀρειανισμοῦ ὅσο καὶ στὴν υἱοθέτηση ἑνὸς ἰδιότυπου δεσποτισμοῦ μέσα στὴν Ἁγία Τριάδα, ὁ ὁποῖος θὰ ἦταν σὲ θέση νὰ δικαιολογήσει ἢ ἀκόμη καὶ νὰ θεμελιώσει κάθε εἴδους αὐταρχικὸ πολιτικὸ σύστημα. Ἔτσι, ὁ Moltmann προσπαθώντας νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν σαβελλιανισμὸ καὶ τὸν ἀρειανισμό, τοὺς δύο αἰώνιους ἀντιπάλους τοῦ χριστιανισμοῦ, θὰ εἰσάγει τὴ θεωρία τοῦ ἐμεῖς μέσα στὴν Ἁγία Τριάδα. Τὸ πρόσωπο δὲν εἶναι, πλέον, ἕνα ἐγὼ – ἀπόλυτο ὑποκείμενο ἢ ἐπανάληψη ἑνὸς ἐγώ, ὅπως ὑποστήριζε ὁ Μπὰρτ [7], ἀλλὰ ἕνα ἐγὼ ποὺ ἀντιπαρατίθεται σὲ ἕνα ἐσὺ [8]. Τὸ ἐγὼ ὑπονοεῖ πάντοτε τὴ σχέση, ἡ προσωπικότητα, μὲ τὴ σειρά της, ὑπονοεῖ κι αὐτὴ τὴ σχέση. Ἐφόσον κάθε πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας ἀποτελεῖ ἕνα ἐγὼ ποὺ προσανατολίζεται πρὸς ἕνα ἐσύ, συνεπάγεται ὅτι κάθε τριαδικὸ πρόσωπο ἔχει τὴ δική του προσωπικὴ θέληση καὶ ἐνέργεια. Τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος σὲ τελικὴ ἀνάλυση δὲν κάνουν κάτι ἄλλο πέραν ἀπὸ τὸ νὰ συμφωνοῦν μεταξύ τους μέσῳ τοῦ ἐνδοτριαδικοῦ ἀγαπητικοῦ διαλόγου. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο ὑποστηρίζεται ἀπὸ τὸν Moltmann ὅτι τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας βρισκόμενα σὲ ἀγαπητικὴ ἀλληλοπεριχώρηση συνιστοῦν τόσο τὶς διαφορές τους ὅσο καὶ τὴν ἑνότητά τους [9]. Αὐτή, ἐν ὀλίγοις, εἶναι ἡ λεγόμενη κοινωνικὴ Τριάδα, ἡ ὁποία προσπαθεῖ νὰ εἰσάγει μέσα στὸ Θεὸ τὸν τρόπο ζωῆς τῆς δημοκρατικῆς κοινωνίας. Ὅμως, τὰ πρά-γματα δὲν εἶναι καθόλου ἔτσι, τουλάχιστον μὲ βάση τὴν πατερικὴ θεολογία. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἡ θεία ἑνότητα δὲν συνίσταται ἀπὸ τά πρόσωπα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ θεία οὐσία. Δεύτερον, ὁ ὅρος «ἐγὼ» καλὸν εἶναι νὰ ἀποφεύγεται, καθότι ἔχει ἔντονες ἰδεαλιστικὲς ἀποχρώσεις. Τὸ ἐγὼ δὲ μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ οὔτε στὴ θεία οὐσία, καθότι αὐτὴ εἶναι ἄκτιστη πραγματικότητα καὶ ὄχι πεπερασμένο ὑποκείμενο, οὔτε στὶς θεῖες ὑποστάσεις, καθότι κάθε ἐγὼ στὸν ἰδεαλισμὸ χαρακτηρίζεται ἀπὸ αὐτενέργεια καὶ ἀτομικὴ βούληση. Στὴν Ἁγία Τριάδα ἡ βούληση καὶ ἡ ἐνέργεια εἶναι φυσικὲς κινήσεις ἢ δράσεις τῆς ἀκτίστου θείας οὐσίας καὶ ἑπομένως οἱ τριαδικὲς ὑποστάσεις δὲν διαφοροποιοῦνται σὲ τίποτα κατ’ αὐτές, καθότι τὶς φέρουν φυσικῶς [10]. Συνεπῶς, οἱ θεῖες ὑποστάσεις δὲν εἶναι προσωπικότητες ἢ συνειδήσεις, ὅπως θέλει ἡ μεταπατερικὴ θεολογία [11], καθότι κανένα θεῖο πρόσωπο δὲν ἐνεργεῖ τὰ φυσικά του ἀνάλογα μὲ τὸν προσωπικὸ τρόπο ὕπαρξής του. Ἀκόμη, ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ἡ ἄποψη ὅτι τὰ θεῖα πρόσωπα ἔχουν τρεῖς προσωπικὲς βουλήσεις καὶ ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες συγκλίνουν καὶ συμφωνοῦν μεταξύ τους συναντᾶται καὶ στὸν Χρ. Γιανναρᾶ [12]. Κλείνοντας τὴν παροῦσα παράγραφο, θὰ ἀναφέρουμε ὅτι ἡ πατερικὴ ἀλληλοπεριχώρηση δεικνύει τὰ κοινὰ τῆς θεότητας, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι οἱ ὑποστάσεις τῆς ἀκτίστου θεότητας ἔχουν μία καὶ κοινὴ βούληση, δύναμη, ἐνέργεια, καθότι ἔχουν μία οὐσία ἢ φύση, καὶ δὲν ἀναφέρεται στὰ ἰδιαίτερα κάθε ὑποστάσεως ποὺ συγκλίνουν καὶ «παράγουν» κατὰ κάποιο τρόπο τὴν ἑνότητά τους, ὅπως θὰ ἤθελε ὁ Moltmann.
Λειτουργικὲς διακρίσεις στὴν Ἁγία Τριάδα
Ὁ Moltmann, ἀκολουθώντας καὶ ἐξελίσσοντας περαιτέρω τὴ σκέψη τοῦ K. Barth, φτάνει στὸ σημεῖο νὰ ἀποδώσει σὲ κάθε ὑπόσταση τῆς Ἁγίας Τριάδας τὸ δικό της προσωπικὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο δὲν κοινοποιεῖται στὰ ἄλλα θεῖα πρόσωπα καὶ παραμένει διακριτὸ χαρακτηριστικὸ κάθε ὑπόστασης, συγχέοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὶς θεῖες ἐνέργειες μὲ τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα. Μὲ ἄλλα λόγια, οἱ δραστηριότητες καὶ τὰ ἔργα τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων τῆς θεότητας δὲν εἶναι πράγματα κοινά, ἀλλὰ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο προσωπικά. Ἔτσι, ὁ Πατὴρ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δημιουργεῖ, ὁ Υἱὸς ἐκεῖνος ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἀρχέτυπο, βάσει τοῦ ὁποίου ὁ Πατὴρ δημιουργεῖ, καὶ τέλος τὸ Ἅγ. Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἀποτελεῖ τὴν αὐτοκοινοποίηση ἢ χάρη, ἐκεῖνο ποὺ καθιστᾶ δυνατὴ τὴν θετικὴ ἀπάντηση τῶν κτισμάτων στὸ κάλεσμα πρὸς κοινωνία ποὺ ἀπευθύνει ὁ Πατήρ [13]. Τὴν ὕπαρξη τριῶν ἰδιαίτερων ἔργων ἐπὶ τῆς ἀκτίστου θεότητας ὑποστηρίζει καὶ ἡ ὀρθόδοξη ἀκαδημαϊκὴ θεολογία [14]. Ὅμως, τὰ ἔργα τῆς ἀκτίστου θεότητας εἶναι κοινὰ καὶ ὄχι προσωπικά, σύμφωνα μὲ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, δὲν προέρχεται ἰδιαίτερο ἀποτέλεσμα ἐκ τῶν τριῶν ὑποστάσεων τῆς ἀκτίστου θεότητας, ὅπως λόγου χάρη συμβαίνει μὲ τρεῖς ὑποδηματοποιοὺς ποὺ ἀσκοῦν τὴν κοινὴ τέχνη τους μὲ διαφορετικὸ – προσωπικὸ τρόπο, καθότι ὁλόκληρη ἡ κτιστὴ πραγματικότητα ἀποτελεῖ τὸ ἕνα ἔργο τῆς μίας φυσικῆς ἐνέργειας τῆς οὐσίας τῶν τριῶν ὑποστάσεων [15].
Σημειώσεις:
[1] J. Moltmann, Il Dio crocifisso, Queriniana, Brescia 1973, p. 295. [2] J. Moltmann, Il Dio crocifisso, Queriniana, Brescia 1973., σσ. 295 καὶ 240-241. [3] Μάξιμος Ὁμολογητής, Σχόλια στὸ περὶ θείων ὀνομάτων, PG 05, 224B. [4] Ἰωάννης Δαμασκηνός, PG 95, 209B. [5] J. Moltmann, Il Dio crocifisso, Queriniana, Brescia 1973, σελ. 29. [6] Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, Περὶ θείων ὀνομάτων, II, 11, PTS 33, σελ. 137 (PG 03, 652A). Βλ. καὶ Γρηγόριος Παλαμᾶς, Πρὸς Ἀθανάσιον Κυζίκου, 6, Π. Χρήστου Β’, σελ. 416. [7] Ὁ Μπὰρτ θεωρεῖ ὅτι τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι τρεῖς ὄψεις ἑνὸς Ἐγώ. Ἔτσι, κάθε πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος δὲν ἔχει ἕνα δικό του Ἐγώ, εἰδάλλως θὰ ὑπῆρχαν τρεῖς αὐτοσυνειδησίες μέσα στὴ θεότητα καὶ ἑπομένως τρεῖς θεοί. [8] L. F. Ladaria, La Trinita mistero di comunione, traduzione: M. Zapella, edizioni Paoline, Milano 2004, p. 143. [9] J. Moltmann, Il Dio crocifisso, Queriniana, Brescia 1973, σελ. 29. [10] Μ. Ἀθανάσιος, Περὶ Πίστεως λόγος ὁ μείζων, PG 26, 1289D – 1232A: «ὁ πατήρ μοι ἐνετείλατο τί εἴπω καὶ τί λαλήσω, καὶ τὸ οὐκ ἦλθον, ἵνα ποιήσω τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με πατρός; ἕτερον ἔχει θέλημα ὁ πατὴρ καὶ ἕτερον ὁ υἱός, ὡς αὐτοὶ φρονοῦσιν. εἰ γὰρ μεμερισμένον ἔχουσιν τὸ θέλημα, πῶς λέγει ποιήσωμεν ἄνθρωπον καὶ τὰ ἑξῆς;». [11] Στανιλοάε Δημήτριος, Ἡ περὶ Θεοῦ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ διδασκαλία, μτφρ: (π.) Κωνσταντῖνος Coman καὶ Γ. Παπαευθυμίου, ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα 2011, σελ. 298. [12] Χρ. Γιανναρᾶς, Ἐνθάδε – Ἐπέκεινα, (ἀπόπειρες ὀντολογικῆς ἑρμηνευτικῆς), ἐκδόσεις Ἴκαρος, Ἀθήνα 2016, σελ. 70: «Ἔχουν κοινὸ τὸν τρόπο τῆς ὕπαρξης τὰ πρόσωπα τῆς Τριαδικῆς Θεαρχίας καὶ θελημένα (ἐλευθέρως) κοινὴ τὴν ἐνέργεια – συντονισμένα τὰ προσωπικὰ θελήματα». [13] T. J. White, The Trinity. On the Nature and Mystery of the One God, The Catholic University of America Press, Washington, D.C. 2022, p. 595. [14] Γιὰ τὴν ἰδιαιτερότητα τῶν ἔργων ποὺ ἐπιτελοῦν οἱ τριαδικὲς ὑποστάσεις ἢ πρόσωπα τῆς ἀκτίστου θεότητας στὴν «ἱστορία» τῆς θείας οἰκονομίας κάνουν λόγο οἱ καθ. Ν. Ματσούκας καὶ Γ. Παναγόπουλος, ἄποψη ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ εὐσταθεῖ μὲ βάση τὰ ἀνωτέρω ἐκτεθέντα. Βλ. Ν. Ματσούκας, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία Γ’. Ἀνακεφαλαίωση καὶ Ἀγαθοτοπία. Ἔκθεση τοῦ οἰκουμενικοῦ χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, {Φιλοσοφικὴ καὶ Θεολογικὴ βιβλιοθήκη – 34}, ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 83 καὶ Γ. Δ. Παναγόπουλος, Ὀρθόδοξο δόγμα καὶ Θεολογικὸς ἐκσυγχρονισμός. Σύγχρονα θεολογικὰ ρεύματα στὴν Ἑλλάδα, ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 2017, σελ. 76. Κάτι ἀνάλογο μὲ τοὺς ἀνωτέρω ἀναφερθέντες Ἕλληνες καθηγητὲς ἔχει ὑποστηρίξει πρωτύτερα ὁ K. Rahner. Βλ. L. F. Ladaria, La Trinita mistero di comunione, traduzione: M. Zapella, edizioni Paoline, Milano 2004, p. 14: «Le persone divine operano in questo dono in modo differenziato» (τὰ θεῖα πρόσωπα ἐνεργοῦν τὸ δῶρο – ἐννοεῖ τῆς αὐτοκοινοποίησης – μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Βλ. ἐπίσης στὸ βιβλίο τοῦ ἰδίου, Introduzione alla antropologia teologica, Gregorian & Biblical Press, Roma 2011, p. 50 [15] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Περὶ ἑνώσεως καὶ διακρίσεως, 21, Π. Χρήστου Β’, σσ. 84-85: «Καὶ τοίνυν οὐχ ὥσπερ ἄλλο παρ΄ ἄλλου σκυτέως ὑπόδημα τελεῖται, κἄν πάντων τὸ ἐπιτήδευμα πρὸς ἓν ὁρᾷ, οὕτω καὶ παρὰ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ ἁγίου Πνεύματος ἴδιον ἀποτέλεσμα παρ΄ ἑκάστης ὁρᾶται τῶν ὑποστάσεων… πᾶσα ἡ κτίσις τῶν τριῶν ἐστιν ἔργον ἕν».