Ἡ παιδαγωγία τοῦ πόνου -1ον

Share:

Τοῦ κ. Ἰωάννου Β. Κωστάκη

1ον

Περιστατικόν 1

«Τί ἔχεις λοιπόν; Γιατί γογγύζεις; Ἔλεγε ἕνα διάσημος γλύπτης τῶν Ἀθηνῶν στὸν ἀκατέργαστο μαρμάρινο ὄγκο ποὺ λάξευε, γιὰ νὰ σχηματίσει ἕνα ἄγαλμα ἀντάξιο νὰ κοσμήσει τὸν Παρθενῶνα.

_Γογγύζω, γιατί μὲ κτυπᾶς χωρὶς οἶκτο , ἀπάντησε τὸ μελλοντικὸ ἀριστούργημα, κοίταξε τὰ συντρίμματά  μου σκορπισμένα κατὰ γῆς.

_ Ἀνόητο, ἀπάντησε ὁ καλλιτέχνης . Δὲν ξέρεις ὅτι ἂν δὲν σὲ κατεργασθῶ, δὲ θὰ λάβης  θέση στὸ ναὸ καὶ δὲν θὰ ἑλκύσης  τὰ βλέμματα καὶ τὸν θαυμασμὸ τῶν μεταγενεστέρων».

Περιστατικόν 2

  Σὲ ἕνα μοναστήρι ζοῦσε ἕνα μοναχός, χρόνια κατάκοιτος, ὑποφέροντας ἀπὸ ὀδυνηροὺς πόνους. Δὲν μποροῦσε νὰ προσ­φέρει καμία ὑπηρεσία στὸ μοναστήρι. Οὔτε χειρονακτική, ἀλλὰ οὔτε καὶ διανοητική. Ἄλλοι τὸν φρόντιζαν, τὸν περιποιοῦνταν καὶ ἀκόμα τὸν τάϊζαν, γιατί ἡ ἀρρώστια του τὸν ἔκανε ἀνίκανο, ἀκόμα καὶ στὸ νὰ τρώει μόνος του. Ποιὸς ξέρει, πόσοι ἄνθρωποι βλέποντάς τον σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση δὲν θὰ εἶπαν μέσα τους: «Τί τὴν θέλει τέτοια ζωή; Γιατί δὲν τὸν ἀφήνουν νὰ πεθάνει; Δὲν ἐπιτρέπεται ἆραγε σὲ τέτοιες περιπτώσεις καμιὰ εἰδικὴ ἔνεση εὐθανασίας»;

Ὁ μοναχὸς αὐτὸς αἰσθανόταν τὴν κατάστασή του , ταπεινωνόταν, γιατί ἔδινε τόσο βάρος στοὺς ἄλλους. Ὅμως μὲ γενναιότητα καὶ ὑπομονὴ ὑπέφερε τοὺς πόνους του, χωρὶς γογγυσμοὺς καὶ μεμψιμοιρίες.  Δὲν ἔπαυε νὰ εὐλογεῖ ὅσους τὸν περιποιόταν καὶ νὰ παρηγορεῖ μὲ τὴ σειρὰ του  ἄλλους θλιμμένους. Σιγὰ-σιγὰ ἀπέκτησε τὴ συμπάθεια ὅλων τῶν ἀδελφῶν καὶ γρήγορα τὸ παράδειγμά του ἔγινε γνωστὸ εὐρύτερα, πολὺ πέρα ἀπ’ τὸ μοναστήρι. Πολλοὶ ζητοῦσαν νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν καὶ νὰ μείνουν κοντά του, νὰ τὸν ὑπηρετήσουν, ἀλλὰ καὶ νὰ διδαχθοῦν ἀπ’ τὴ ζωή του. Δὲν πέρασε πολὺ καιρὸς καὶ πλῆθος κόσμου ἀπὸ κοντὰ καὶ μακρύτερα ἔτρεχε κάθε μέρα νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ,  γιὰ νὰ τὸν δεῖ, νὰ τὸν θαυμάσει , νὰ συμβουλευθεῖ καὶ νὰ διδαχθεῖ ἀπ’ τὸν καθηλωμένο στὸ κρεβάτι τῆς δοκιμασία του. Ὅλοι ἐπέστρεφαν παραδειγματισμένοι ἀπ’ τὰ σοφὰ λόγια καὶ τὴν ὅλη συμπεριφορά του.

Ἀποκωδικοποίησις τοῦ πόνου

  Πῶς αὐτὸς  ὁ μοναχὸς κατόρθωσε νὰ ἐπωφεληθεῖ τόσο ἀπὸ τὸν πόνο του καὶ νὰ φανεῖ τόσο ὠφέλιμος  στοὺς ἄλλους; Μὲ τὸ νὰ ζεῖ τὸν Χριστό, γιατί μόνο τότε μπορεῖ κάπως νὰ ἐννοήσει τὸ μυστήριο τοῦ πόνου καὶ νὰ ὠφελεῖ ἀπ’ αὐτό. Ὁ πόνος εἶναι μυστήριο ἀνερμήνευτο καὶ δὲν γίνεται εὔκολα κατανοητὸ ἀπ’ ὅλους.  Οἱ Ἀπόστολοι  κατάλαβαν ἀμέσως τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν νέα ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, ὅταν τοὺς δίδαξε μὲ τὶς παραβολές. Τὸ ἴδιο κατενόησαν ὅταν τοὺς εἶπε πὼς εἶναι «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Δὲν κατάλαβαν ὅμως τίποτα ὅταν τοὺς μίλησε , τοὺς προανήγγειλε γιὰ τὸ πάθος του. Ὁ Χριστὸς μιλοῦσε  στοὺς μαθητὲς του καθαρά, γιὰ «τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν», ἔλεγε: «Καὶ τελεσθήσεται πάντα τὰ γεγραμμένα διὰ τῶν προφητῶν, τῷ Υἱῷ τοῦ ἀνθρώπου: παραδοθήσεται καὶ ἐμπτυσθήσεται καὶ μαστιγώσαντες ἀποκτενοῦσιν αὐτόν..». (Λουκ.18,31-33). Ἐκεῖνοι ὅμως (οἱ Ἀπόστολοι) : «οὐκ’ ἔγιγνωσκαν τὰ λεγόμενα», σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής.

Τὴν πλήρη ἀδυναμία κατανόησης τῶν λόγων τοῦ Κυρίου φανερώνουν τὰ λόγια τοῦ Πέτρου: «Ἵλεώς σοι, Κύριε, οὐ μὴ ἔστε σοὶ τοῦτο». (Ματθ.16,22). Δηλαδὴ εἶναι ὡς νὰ τοῦ λέγει: «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ φυλάξει ἀπ’ αὐτό, Κύριε. Δὲν πρέπει σ’ ἐσένα τὸν Μεσσία νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ εἶπες».  Μὲ αὐστηρὸ τρόπο ὁ Κύριος ἀποστομώνει τὸν Πέτρο, λέγοντάς του: «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ, σκάνδαλόν εἶ..».(Ματθ.16,23). Εἶναι ὡς νὰ τοῦ λέει: «Φῦγε ἀπὸ ἐμπρός μου, σατανᾶ, μοῦ εἶσαι ἐμπόδιο στὸ δρόμο τοῦ καθήκοντος καὶ πειρασμός. Ὡσότου νὰ καταλάβετε τὸ μυστήριο τοῦ πόνου δὲν θὰ εἶστε ἀληθινοὶ μαθητές μου». Ἀργότερα οἱ Ἀπόστολοι ἐννόησαν τόσο καλὰ καὶ οὐσιαστικὰ τὸ μυστήριο τοῦ πόνου, ὥστε μὲ χαρὰ νὰ πάσχουν, νὰ «ἀτιμάζονται ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος  τοῦ Χριστοῦ» καὶ τέλος νὰ θυσιάζουν κι’ αὐτὴ τὴ ζωή τους.

Οἱ φιλόσοφοι διὰ τὸν πόνον

  Ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ συστήματα ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ δυσερμήνευτο μυστήριο τοῦ πόνου. Ἡ ἁγία Γραφὴ θὰ μποροῦσε νὰ ἐπαναλάβει σὲ πολλοὺς φιλοσόφους τὰ λόγια τοῦ εὐαγγελιστοῦ γιὰ τοὺς Ἀποστόλους ὅτι: «Οὐκ ἐγίνωσκον τὰ λεγόμενα». Δηλαδὴ δὲν κατάλαβαν τίποτα. Καμία φιλοσοφικὴ διδασκαλία καὶ  σύστημα δὲν κατόρθωσε , οὔτε θὰ καταφέρει χωρὶς Χριστὸ νὰ κατανοήσει καὶ ἑρμηνεύσει τὸ πολύπλοκο μυστήριο τοῦ πόνου. Ἔτσι ὁ πόνος θὰ ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει τὸ μεγάλο μυστήριο.

Οἱ «Πεσιμιστὲς» (=ἀπαισιόδοξοι) λένε πώς: «Ἡ γῆ εἶναι χώρα ἐξορίας καὶ τόπος βασάνων. Κάθε σπίτι εἶναι καὶ μία φυλακή, καὶ κάθε ἄνθρωπος ἕνα θῦμα. Εὐτυχισμένος ἐκεῖνος, ποὺ γρήγορα μπαίνει στὸν τάφο, στὴν ἀνυπαρξία καὶ πιὸ εὐτυχισμένος ὅποιος δὲν γεννήθηκε».

Οἱ Ἐπικούρειοι λένε: «Ἂς ξεχάσουμε τὸν πόνο μας μὲ τὶς διασκεδάσεις καὶ τὶς ἡδονές». Οἱ Στωικοὶ διδάσκουν: «Ἀφοῦ εἶναι ἀκατόρθωτο νὰ ἀπαλλαχτοῦμε ἀπὸ τὸν πόνο, ἂς μὴ βασανιζόμαστε μὲ συλλογισμοὺς καὶ σκέψεις, προσπαθώντας νὰ ἐξηγήσουμε τὸ ἀνεξήγητο μυστήριο τοῦ πόνου, ἀλλὰ ἂς ὑποφέρουμε μὲ πικραμένη  ψυχὴ τὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς, ἀπαθεῖς καὶ ἀδιάφοροι».

Ἀπελπιστικὰ λόγια μὲ καταθλιπτικὰ συμπεράσματα. Πρὶν ὅμως προχωρήσουμε στὴν ἐξερεύνηση τοῦ μυστηρίου του πόνου εἶναι πολλαπλῶς χρήσιμο νὰ ἀκούσουμε τοὺς πολύτιμους λόγους τοῦ μεγάλου προφήτη Ἡσαΐα. Αἰῶνες πρὶν τὸ Θεοκίνητο στόμα τοῦ διακηρύττει: «Οὐ γὰρ εἰσιν αἱ βουλαί μου, ὥσπερ αἱ βουλαὶ ὑμῶν, οὐδ’ ὥσπερ αἱ ὁδοὶ ὑμῶν αἱ ὁδοὶ μοί, λέγει Κύριος. Ἀλλ’ ὡς ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τῆς γῆς, οὕτως ἀπέχει ἡ ὁδός μου ἀπὸ τῶν ὁδῶν ὑμῶν καὶ τὰ διανοήματα ὑμῶν ἀπὸ τῆς διανοίας μου..»(Ἡσ. 58,8-10). Ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ εἶναι διαμετρικὰ ἀντίθετη ἀπ’ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων.

Ὁ Χριστὸς διὰ τὸν πόνον

  Οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ ἐκδηλώσουν ἐκτίμηση καὶ ἀγάπη στοὺς ἄλλους στέλνουν τριαντάφυλλα. Ὁ Θεὸς δείχνοντας τὴν ἀγάπη του στέλνει ἀγκάθια. Οἱ ἄνθρωποι ἐκτιμοῦν τὴ δράση, ὁ Θεὸς τιμᾶ τὸν πόνο, τὴ δοκιμασία. Θαυμαστὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, ὅταν θαυματουργοῦσε, ἀλλὰ περισσότερο θαυμαστός, ὅταν ὑπέφερε πάνω στὸ σταυρό. Γιατί τότε «ἐδοξάσθη ὡς Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Ὅποιος δὲν καταλαβαίνει αὐτὴ τὴ «δόξα» ἀδυνατεῖ νὰ κατανοήσει τὴν ἐπίγεια ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἦταν ζυμωμένη μὲ τὸν πόνο.

Ὁ ἴδιος μᾶς ἔδωσε τὸ κλειδὶ, γιὰ νὰ εἰσχωρήσουμε  σ’ αὐτὸ τὸ μυστήριο, ὅταν μετὰ τὴν Ἀνάστασή του πορεύονταν μὲ τοὺς δύο Ἀποστόλους στοὺς Ἐμμαούς: «Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ;» (Λουκ.24,26). Ὑποφέροντας ἑκουσίως σὲ ὅλη τή ζωὴ του ὁ Χριστὸς  «ἔδωκεν ἡμῖν ὑπογραμμόν», μᾶς δίδαξε, ἀλλὰ καὶ ἔκανε πιὸ ὑποφερτὸ τὸν δικό μας πόνο. Δὲν μᾶς ἀπάλλαξε ἀπ’ τὸν πόνο, ἀλλὰ ἀφήρεσε ἀπ’ αὐτὸν ὅ,τι παράξενο καὶ μυστηριῶδες μποροῦσε νὰ ἔχει γι’ ἐμᾶς.

  Next Article

Τὸ ζήτημα τοῦ δευτέρου Γάμου τῶν Κληρικῶν