Δὲν ἔχεις καιρὸν
«Ἄρα οὖν ὡς καιρὸν ἔχομεν, ἐργαζώμεθα τὸ ἀγαθὸν πρὸς πάντας, μάλιστα δὲ πρὸς τοὺς οἰκείους τῆς πίστεως». (Γαλ. στ΄ 10) (: Συνεπῶς, ἕως ὅτου εὑρισκόμεθα εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, ποὺ μόνον εἰς αὐτὴν ἔχομεν καιρὸν πρὸς ἀγαθοεργίαν, ἂς ἐργαζώμεθα τὸ ἀγαθὸν πρὸς ὅλους, μάλιστα δὲ πρὸς ἐκείνους, τοὺς ὁποίους ἡ πίστις μας τοὺς κατέστησεν οἰκείους καὶ ἀδελφούς).
- Μόνο λοιπόν σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ κάνουμε ἔργα σωτηρίας.
Δὲν πρέπει ποτὲ νὰ χάνουμε τὸν καιρό μας. Μὴ ἀναβάλλεις ποτέ.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς συμβουλεύει:
«Ἡ ἀναβολή εἶναι ἀρχή τῆς ραθυμίας».
* * *
«Νά μή ἀναβάλλουμε ποτέ στά πνευματικά οὔτε κατά τό ἐλάχιστο, ἀλλά πάντοτε νά θεωροῦμε κατάλληλη τήν εὐκαιρία πού μᾶς ἔρχεται».
«Νά μή ἀναβάλεις γιά τήν ἑπομένη. Γιατί ἡ ἑπομένη δέν ἔχει τέλος».
- Γράφει ὁ μακαριστὸς π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος στὸ βιβλίο του «Μή ἀναβάλλεις»:
«Τὶ κάθεσαι λοιπόν; Ἀκόμη ἐπιπόλαιος θὰ εἶσαι. Σκέψου σοβαρά. Λάβε ἀπόφαση ὁριστική, σταθερὴ καὶ ἀμετάκλητη νὰ πετύχης τὸν προορισμό σου. Μὴ ἀναβάλλεις. Μὴ λὲς ὅτι ἔχεις καιρό. Δεῖξε τό συμβόλαιό σου, ὅτι ἔχεις καιρό. Καὶ καιρὸ ἄν ἔχης, εἶναι τόσος λίγος μπρὸς στὸ τόσο μεγάλο ἔργο, ποὺ ἔχεις νὰ κάμης! Ἀναλόγως δὲ τῆς ἐργασίας, ποὺ θὰ κάμης, θὰ εἶναι καὶ ἡ θέση σου ἡ παντοτινὴ ἐκεῖ, «διότι ἀστὴρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ».
Τώρα λάβε τὴν ἀπόφαση. Ἡ σημερινὴ ἡμέρα σου νὰ εἶναι σταθμός στή ζωή σου καὶ ὁρόσημο. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα νὰ τὴν γιορτάζης εἰς αἰῶνας.
Τώρα. Ὄχι αὔριο. «Νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος. Νῦν ἡμέρα σωτηρίας», λέγει, καὶ «Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου».
Τώρα εἶναι καιρός. Τώρα εἶναι εὐκαιρία. Δὲν σοῦ δίδεται ἄλλη. Δὲν ξαναπερνᾶμε ἀπὸ τὴ γῆ. Τώρα πρέπει ν’ ἁρπάξουμε τὴν εὐκαιρία, ποὺ προσφέρει ὁ Χριστός.
Κάποιος ναυαγισμένος καὶ θαλασσοδαρμένος βρέθηκε στὴν ἄκρη τῆς ἀγριεμένης θάλασσας κάτω ἀπὸ ἕνα πανύψηλο βράχο. Ν’ ἀνέβη ἦταν ἀδύνατον. Τοῦ κρέμασαν ἀπὸ πάνω ἕνα σχοινί. Δὲν τὸ ἔφθανε. Ἔπρεπε νὰ πηδήση, γιὰ νὰ τὸ πιάση. Ἂν δὲν κατώρθωνε νὰ τὸ πιάση, θὰ ἔπεφτε στὴν ἀγριεμένη θάλασσα καὶ θὰ ἐπνίγετο. Μόνη σωτηρία ἦταν μὲ ἕνα πήδημα νὰ πιάση τὸ σχοινί. Εὐτυχῶς τὸ ἔπιασε καὶ τὸν τράβηξαν. Σώθηκε. Καὶ σὺ λάβε τὴν μοναδικὴ εὐκαιρία, ποὺ σοῦ δίνει ὁ Χριστός. Λάβε τὴν ἀπόφαση τώρα.
Μὴ ἀναβάλλης. Διότι καὶ λίγη ἀναβολὴ θὰ σοῦ στοιχίση τὴν αἰωνιότητα».
- Ὁ μακαριστὸς Δ. Παναγόπουλος ἐρώτησε:
«Ποιός νομίζει ὅτι εἶναι εἰς θέση ἀπόψε νὰ κριθῆ; Δέν νομίζω νὰ μπορῆ κανένας νά μοῦ παρουσιάση συμβόλαιο ἀπό τόν Χριστόν ὅτι αὐτός ἔχει περιθώριο νὰ μετανοήση, ὅτι ἔχει περιθώριο να ζήση καὶ νὰ τακτοποιήση τὰ θέματά του, ἐφόσον ἀναβάλλει σήμερον καί δέν ἐνδιαφέρεται· δέν νομίζω νά ἔχη κανείς νά μοῦ ἐπιδείξη, νά μοῦ πῆ· Κύριε ἐγώ ἔχω 20 χρόνια μπροστά μου. Δέν ξέρω τί τοῦ λέει ὁ διάβολος στὸ κεφάλι. Ὁ Χριστός τί τοῦ λέει· τόν ρώτησες τόν Χριστό; Ὁ Χριστός δέν ὑπόσχεται ζωή ἐδῶ, ἐκεῖ ὑπόσχεται. Ὑπάρχει ψευδαίσθηση σὲ πολλούς ἀνθρώπους ὅτι ἔχουν καιρό. Αὐτό εἶναι ἕνα μεγάλο τέχνασμα τοῦ σατανᾶ, τοῦ ἐμπείρου αὐτοῦ προσώπου τῶν 8.000 ἐτῶν, ὁ ὁποῖος γνωρίζει νὰ κλέβη τό παρόν καί νά ὑπόσχεται τό μέλλον. Νά κλέβη τό σήμερον καί νά ὑπόσχεται τήν αὔριον, καί ὅταν ἡ αὔριο γίνη σήμερα, νὰ τοῦ τήν κλέβη καί αὐτή καί νά τοῦ ὑπόσχεται τήν πάρα κάτω».
Ἀναφέρεται στό Γεροντικό, ὅτι κάποτε πῆγε ἕνας σατανᾶς καί ἠπείλησε ἕνα μοναχόν καί τοῦ εἶπε· ποῦ θά μοῦ πᾶς, δέν σ’ ἔβαλα στό χέρι μέχρι τώρα, ἀλλά στά 40 χρόνια πού θά ζήσης ἀκόμα, θά σέ βάλω, δέν θά μοῦ γλυτώσης καί ἔφυγε. Ὁ μοναχός ἐπῆρε στό νοῦ του τά 40 χρόνια. 40 χρόνια ἀκόμη, τότε ἔχω περιθώριο. Ἔχω 40 χρόνια, εἶναι ἀρκετά, δέν πάω μέχρι τό χωριό νά ἰδῶ, ὑπάρχει κανένας ἀπό τούς δικούς μου; Καί ἔρχομαι; 40 χρόνια ἀκόμη, πόσο θά κάμω, 5 μέρες, 10 μέρες. Ἔχω 40 ἐδῶ καί 40 ἀκόμη 80, δέν χάθηκε ὁ κόσμος γιά 5-10 μέρες. Ἄς πάω νά δῶ, μήπως ὑπάρχει ἡ μητέρα μου, ὑπάρχει κανένας ἀπό τούς συγγενεῖς μου, ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καί αὐτοί, νά τούς πῶ καί δυό λόγια, ἄλλωστε. Δικαιολογία ὄμορφη τοῦ σατανᾶ, νά τόν βγάλη ἀπό τόν τόπο του, βέβαιος ὅτι θά τόν βγάλη καί ἀπό τόν τρόπο του· καί δέν ἔβλεπε πότε νά ξημερώση ὁ γέροντας. Τό πρωΐ ἐπῆρε τό σακουλάκι του καί τό ραβδί του καί ἄρχισε νά κατηφορίζη. Ὁ Θεός τόν λυπήθηκε καί τόν ἔστειλε ἕνα ἄγγελο μπροστά καί τόν λέγει:
– Γιά ποῦ μέ τό καλό;
– Νά, πηγαίνω κάτω.
– Γύρισε πίσω, σέ λυπήθηκε ὁ Θεός καί μ’ ἔστειλε νά σοῦ πῶ ὅτι σ’ ἐξηπάτησε ὁ σατανᾶς.
Ἦλθε στόν ἑαυτό του αὐτός καί ἐπέστρεψε κλαίγοντας γιά τό πάθημα· καί τήν τρίτη ἡμέρα ἀπέθανε. Τά 40 χρόνια τοῦ σατανᾶ ἦσαν 3 ἡμέρες στοῦ Θεοῦ τόν λογαριασμό».