Κυριακή Γ’ Λουκά: Το θαύμα της νεκρανάστασης (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

Share:

«Έλαβε δε φόβος πάντας και εδόξαζον τον Θεόν, λέγοντες ότι προφήτης μέγας εγήγερται εν ημίν, και ότι επεσκέψατο ο Θεός τον λαόν αυτού» (Λουκ. ζ’ 16). Με την προσεχτική συμπεριφορά Του προς το παιδί και τη μητέρα του ο Κύριος κατόρθωσε να διώξει το φόβο για τέρατα και μαγείες, ο φόβος όμως εξακολουθούσε να υπάρχει μέσα τους. Αλλά ο φόβος αυτός ήταν καλός, γιατί ήταν φόβος Θεού και προκαλούσε τη δοξολογία στο Θεό. Ο λαός ονόμασε το Χριστό μεγάλο προφήτη που ο Θεός είχε υποσχεθεί από παλιά πως θα στείλει στον Ισραήλ (βλ. Δευτ. ιη’ 18). Ο λαός δεν μπορούσε να κατανοήσει ακόμα πως ο Χριστός ήταν Υιός του Θεού. Ήταν καλό όμως που το πνεύμα τους, που ήταν σκοτισμένο και καταπιεσμένο από ξένους κατακτητές, μπορούσε να βλέπει το Χριστό ως μεγάλο προφήτη. Αν οι πρεσβύτεροι του λαού στην Ιερουσαλήμ, που είχαν δει τα πολυάριθμα θαύματα του Χριστού, είχαν φτάσει σ’ αυτό το σημείο κατανόησης που είχαν οι απλοί αυτοί άνθρωποι, θα είχαν γλιτώσει από τα φοβερά εγκλήματα της καταδίκης και του θανάτου του Υιού του Θεού. Ο καθένας όμως ενεργεί όπως εκείνος θεωρεί φυσικό, ακολουθεί το δικό του πνεύμα και τη δική του καρδιά. Ο Χριστός επανέφερε το νεκρό στη ζωή, ενώ οι Ιουδαίοι πρεσβύτεροι αφαίρεσαν τη ζωή από τον Ζώντα. Εκείνος αγαπούσε τον άνθρωπο, αυτοί ήταν δολοφόνοι των ανθρώπων – και του Θεού.

  Εκείνος ήταν θαυματουργός καλών έργων, αυτοί ήταν εκτελεστές εγκλημάτων. Στο τέλος όμως οι κακούργοι πρεσβύτεροι δεν μπόρεσαν να πάρουν άλλη ζωή, εκτός από τη δική τους. Όλοι οι προφήτες που είχαν θανατωθεί, ζούσαν παντοτινά με το Θεό και με ανθρώπους, ενώ οι φονευτές κρύβονταν σαν φίδια στη σκιά των προφητών αυτών από γενιά σε γενιά και δέχονταν από κάθε γενιά την κατάκριση και το ανάθεμα. Έτσι λοιπόν, με το θάνατο του Χριστού δεν σκότωσαν Εκείνον, αλλά τον εαυτό τους.

***

  Εκείνος που ανάστησε τόσο εύκολα εκ νεκρών άλλους, ανάστησε και τον εαυτό Του. Φανερώθηκε στον ουρανό και στη γη ως μέγιστο Φως, που όσο φαίνεται πως σβήνει, μετά αστράφτει και λάμπει πολύ περισσότερο. Σ’ αυτό το φως ζούμε όλοι, αναπνέουμε και ευφραινόμαστε. Το Φως αυτό θ’ αποκαλυφθεί και πάλι και μάλιστα σύντομα, σε νεκρούς και ζωντανούς. Αυτό θα γίνει όταν ο Κύριος Ιησούς έρθει στη συντέλεια του κόσμου και της ιστορίας για ν’ αναστήσει τους νεκρούς από τους τάφους και να κρίνει όλους τους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, που έζησαν στη γη από τον Αδάμ ως το τέλος του κόσμου. Τότε θ’ αποδειχτεί για μια ακόμα φορά και μάλιστα στην πληρότητά της, η αλήθεια των λόγων του Σωτήρα μας: «Αμήν λέγω υμίν ότι έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του υιού του Θεού, και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν. ε’ 25). Το θαύμα της ανάστασης του υιού της χήρας στη Ναΐν έγινε τόσο από αγάπη για τη θλιμμένη μάνα, όσο και για να ενισχύσει την πίστη στην έσχατη και καθολική ανάσταση, στο Θαύμα των θαυμάτων, στην κρίση των κρίσεων, στη χαρά κάθε χαράς.

Δόξα και αίνος στον Κύριο Ιησού Χριστό, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ Β’ – ΟΜΙΛΙΕΣ Ε’ Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς», Επιμέλεια – Μετάφραση: Πέτρος Μπότσης, Αθήνα 2013)

Previous Article

Η Μαρτυρία του ιερομονάχου π. Μάξιμου Καραβά ηγουμένου της Ι.Μ. Αγίας Παρασκευής – Πτολεμαΐδος

Next Article

Ἐφιαλτικαὶ προρρήσεις τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ τῆς Ἀριζόνας