Ἡ τριαδικὴ θεολογία τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, – μέρος A΄

Share:

Τοῦ κ. Εὐλαλίου Θωμαΐδη, Θεολόγου

  Σκοπὸς αὐτῆς τῆς νέας σειρᾶς ἄρθρων ποὺ ξεκινοῦμε εἶναι ἡ πραγμάτευση τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ filioque, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὸν λόγο ποὺ ἡ λατινικὴ ἐκκλησία ἐξέπεσε, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ. Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ οἰκουμενισμὸς προσ­παθεῖ νὰ ἀποδείξει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει καὶ αὐτὴ κάποιο εἶδος filioque, πρᾶγμα ποὺ ἀσφαλῶς δὲν εὐσταθεῖ ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ. Γιὰ νὰ φτάσουμε, ὅμως, στὴν ἐπαρκῆ ἀναίρεση ὅλων τῶν προϋποθέσεων τοῦ filioque, τόσο τοῦ λατινικοῦ ὅσο καὶ τοῦ ὑποτιθέμενου ὀρθόδοξου, κρίνεται ἀπαραίτητη ἡ συνοπτικὴ παρουσίαση ὁρισμένων κλασικῶν δυτικῶν θεολόγων καὶ μεσαιωνικῶν φιλοσόφων σὲ ἀντιπαράθεση πάντοτε μὲ τὶς θέσεις τῆς ὀρθόδοξης πατερικῆς θεολογίας. Οἱ Λατῖνοι ποὺ θὰ παρουσιαστοῦν στὰ παρόντα κείμενα θὰ εἶναι οἱ Αὐγουστῖνος, Βοήθιος, Ἀνσελμος, Βερνάρδος, Ριχάρδος τοῦ Ἁγίου Βίκτωρος, Μποναβεντούρα, Θωμᾶς Ἀκινάτης καὶ ὁ Ἰωακεὶμ τοῦ Φιόρε. Στὴ συνέχεια, ὡς κατακλείδα θὰ παρουσιαστεῖ τὸ λεγόμενο ὀρθόδοξο filioque, ἔτσι ὅπως ἐκφράζεται ἀπὸ τοὺς Ρώσους τῆς διασπορᾶς, τὸν π. Ἰ. Ζηζιούλα καὶ τοὺς μαθητές του, καὶ κατόπιν θὰ λάβει χώρα ἡ ἀναίρεσή του ἀπὸ ὀρθοδόξου πατερικῆς ἐπόψεως.

  Ἡ πρώτη ἀλήθεια γιὰ τὸν Αὐγουστῖνο εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι οὐσία. Ὁ Θεὸς εἶναι δίχως ἀμφιβολία ὑπόσταση ἢ οὐσία (De Trinitate 5, 2, 3). Ὁ Αὐγουστῖνος ὁμολογεῖ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ ποιὰ ἀκριβῶς εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῆς ὑπόστασης καὶ τῆς οὐσίας, πρᾶγμα ποὺ μὲ τὴν ὀρθόδοξη λογικὴ ὁδηγεῖ ἀναμφιλέκτως στὸν σαβελλιανισμὸ (Οἱ ὅροι «essentiam» / οὐσία καὶ τὸ «substantiam» / ὑπόσταση σημαίνουν ἀμφότεροι τὴν οὐσία τῆς ἀκτίστου θεότητας, τουλάχιστον κατὰ τὴ ρωμαιοκαθολικὴ θεολογικὴ σκέψη. Βλ. Augustini, De Trinitate, liber quintus, 10, PL 42, 917-918). Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ τὴν ταύτιση μεταξὺ τῆς οὐσίας καὶ τῆς ὑποστάσεως στὸ Θεό, ὁ Αὐγουστῖνος θὰ ὑποστηρίξει καὶ τὴν ταύτιση μεταξὺ τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἰδιότητας. Ὅλες οἱ οὐσίες ποὺ γνωρίζουμε συνοδεύονται ἀπὸ συμβεβηκότα, ἐκ τῶν ὁποίων προέρχονται ἀλλαγὲς στὴν οὐσία, εἴτε μεγαλύτερες εἴτε μικρότερες. Ὁ Θεός, ὅμως, εἶναι μία μοναδικὴ οὐσία ἢ ὑπόσταση, ἡ ὁποία εἶναι ἀκίνητη καὶ ἀμετάβλητη. Ἑπομένως, στὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχουν συμβεβηκότα ἢ ἰδιότητες ποὺ νὰ μὴ εἶναι οὐσία, σύμφωνα μὲ τὸν Αὐγουστῖνο πάντοτε. Ἔτσι, ἡ θεία οὐσία καὶ οἱ θεῖες ἰδιότητες εἶναι τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ πρᾶγμα, καθότι ταυτίζονται πλήρως (De civitate Dei, 11, 10). Ὅμως, γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ θεολογία ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο ἀκίνητος, ἀλλὰ καὶ κινητικός. Καὶ ἡ κίνηση τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι καὶ αὐτὴ Θεός, ἤτοι ἄκτιστη θεία ἐνέργεια καὶ πρόοδος. Ἑπομένως, οἱ θεῖες ἰδιότητες εἶναι διάφορες τῆς οὐσίας, καθότι δεικνύουν τόσο τὴν ἄκτιστη κίνηση τοῦ Θεοῦ πρὸς ὅ,τι δὲν εἶναι Θεὸς ὅσο καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν ἀνθρώπων ποὺ μετέχουν σὲ αὐτές, καθότι ἐκεῖνοι εἶναι ποὺ τὶς ὀνομάζουν μὲ κτιστὰ ὀνόματα (τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ ὀνόματα εἶναι κτιστὰ δὲν σημαίνει ὅτι καὶ τὸ σημαινόμενό τους εἶναι κτιστό).

  Εἴδαμε ὅτι γιὰ τὸν Αὐγουστῖνο στὸ Θεὸ οὐσία καὶ οὐσιώδεις ἰδιότητες εἶναι τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτό. Δεδομένου, ὅμως, ὅτι δὲν ὑπάρχουν μέσα στὴν ἄκτιστη θεότητα συμβεβηκότητα ἢ διαφορὲς τῆς οὐσίας ἰδιότητες καὶ ὁποιοδήποτε εἶδος ἔκτασης (χῶρος καὶ χρόνος), πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ διακριθοῦν πραγματικὰ τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας; Ὁ Αὐγουστῖνος ἀπαντᾶ πὼς τὰ πρόσωπα διακρίνονται διὰ τῆς σχέσεως ἢ κατὰ τὸ πρὸς τι. Ἡ ταυτότητα τοῦ Πατρὸς εἶναι ἡ πατρότητα, ἡ ταυτότητα τοῦ Υἱοῦ εἶναι ἡ υἱότητα καὶ ἡ ταυτότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ παθητικὴ πνεύση, καθὼς ἐκεῖνο ἐκπορεύεται καὶ ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό. Αὐτὲς οἱ σχέσεις δὲν εἶναι ἀπόλυτες τελειότητες, δηλαδὴ οἱ ταυτιζόμενες μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ θεῖες ἰδιότητες, ἁπλῶς μᾶς δείχνουν μία ἀντίθεση, ἤτοι τί δὲν εἶναι τὸ κάθε πρόσωπο στὴν ἀναφορά του μὲ τὰ ἄλλα. Ἡ ἀντίθεση, ὅμως, παραπέμπει πάντοτε σὲ ἕνα ζεῦγος σχετιζόμενων πραγματικοτήτων. Ἔτσι, ὁ Πατὴρ δὲν εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι ὁ Πατὴρ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν εἶναι ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱός, καθότι διακρίνονται καὶ οἱ τρεῖς κατὰ τὶς ἀντιθετικὲς σχέσεις προέλευσης. Στὸ Θεὸ δὲν κατηγοροῦνται ὅλα κατ’οὐσίαν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴ σχέση ἢ ἀναφορά. Ἡ σχέση δὲν εἶναι συμβεβηκός, ἀλλὰ αἰώνια. Ἑπομένως στὸ Θεὸ ὑπάρχουν δύο πράγματα, ἡ οὐσία καὶ ἡ σχέση (De Trinitate 5, 5, 6). Ὁ Πατὴρ παραπέμπει πάντα στὸν Υἱὸ καὶ ὁ Υἱὸς στὸν Πατέρα, εἰδάλλως ὁ Πατὴρ δὲν θὰ ἦταν Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς δὲν θὰ ἦταν ὁ Υἱός.

  Ἔχοντας διακρίνει ὁ Αὐγουστῖνος μεταξὺ τῆς ἄκτιστης οὐσίας καὶ τῆς ἄκτιστης σχέσης στὸ Θεό, στὴ συνέχεια θὰ ἐπιχειρήσει νὰ διακρίνει τὸν Υἱὸ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ ρητὰ ὅτι ἡ Γραφὴ καὶ οἱ μεγάλοι πατέρες δὲν ἐμβάθυναν ποτέ τους στὴν προσωπικὴ σχέση μεταξὺ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος (Τὸ αὐτὸ ἀκριβῶς μὲ τὸν Αὐγουστῖνο παρατηρεῖ καὶ ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος ἀντὶ νὰ προσπαθήσει νὰ ἀνακαλύψει κάτι ποὺ οὐδέποτε ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τὴν ἱερὰ παράδοση, ἀποφάσισε νὰ μείνει πιστὸς στὴ βιβλικὴ καὶ πατερικὴ πίστη τῶν προγενεστέρων του θείων ἀνδρῶν καὶ νὰ μὴ νεωτερίσει, ὅπως ἔπραξε ὁ Αὐγουστῖνος. Βλ. ἐνδεικτικὰ Γρηγόριος Παλαμᾶς, Λόγοι Ἀποδεικτικοί, Α΄, Ἐπιλ. 33, Π. Χρήστου Α΄, σελ. 76: «μὴ γνωστὸν εἶναι τοῖς ἁγίοις, ὅπως ἔχει πρὸς ἄλληλα σχέσεώς τε καὶ τάξεως ὁ Υἱός τε καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον»). Ἐὰν γιὰ τὸν Αὐγουστῖνο ἡ σχέση σημαίνει ἀντίθεση καὶ ὄχι ὑπαρκτικὴ πρόοδο ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ὅπως συμβαίνει στοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τότε ὁ Υἱὸς θὰ πρέπει νὰ σχετίζεται ἀντιθετικὰ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, εἰδάλλως ἡ διάκριση τῶν αἰτιατῶν ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδας θὰ ἔπαυε νὰ εἶναι πραγματική, ἤτοι ἀντιθετικὴ καὶ ἀμοιβαία. Ἡ γέννηση καὶ ἡ ἐκπόρευση δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα, διότι ἡ ἐκπόρευση εἶναι ἡ προβολὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ ὡς ἐξ ἑνὸς αἰτίου, κατὰ τὸν Αὐγουστῖνο. Ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν εἶναι ὁ Υἱός, διότι ὁ Πατὴρ εἶναι ὁ μόνος αἴτιος, ὁ Υἱὸς εἶναι αἰτιατὸς καὶ συνάμα αἴτιος ἢ συναίτιος καὶ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα εἶναι μόνο αἰτιατό. Ἄρα, ἔχουμε τὸ ἑξῆς σχῆμα στὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο, 1) αἴτιος – 2) αἰτιατὸς καὶ αἴτιος – 3) μόνο αἰτιατός. Ὅμως, οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ μόνος ἀναίτιος αἴτιος εἶναι ὁ Πατήρ. Ἡ γονιμότητα τοῦ Πατρὸς δὲν μπορεῖ νὰ μεταβιβαστεῖ στὸν Υἱό, διότι ἐὰν ὁ Πατὴρ ἐκπορεύει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ Υἱὸς ἐκπορεύει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἐκπορεύει κανένα, τότε θὰ βρεθεῖ μία ἰδιότητα ποὺ θὰ εἶναι κοινὴ καὶ ἰδιάζουσα συγχρόνως, ἤτοι τὸ ἐκπορεύειν θὰ ἀνήκει σὲ δύο καὶ ὄχι στὰ τρία θεῖα πρόσωπα. Ὅμως, κάθε κοινὸ εἶναι κοινὸ σὲ ὅλα τὰ πρόσωπα τῆς ἀκτίστου θεότητας καὶ ὄχι μόνο στὰ δύο. Ἑπομένως, ἐὰν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἔχει κάτι ποὺ ἔχει κοινὸ ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱός, τότε  θὰ εἶναι κατώτερο αὐτῶν καὶ ἄρα ὄχι Θεός, καθότι ὅ,τι εἶναι κοινὸ φέρεται ὁπωσδήποτε ἀπὸ ὅλες τὶς τριαδικὲς ὑποστάσεις.

  Στὴ συνέχεια ὁ Αὐγουστῖνος θὰ ὀνομάσει τὸ Ἅγ. Πνεῦμα δῶρο. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι δῶρο σὲ σχέση μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, καθότι ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τῶν δύο καὶ εἶναι δῶρο σὲ σχέση μὲ τὴν κτιστὴ πραγματικότητα, καθὼς χορηγεῖται στὴν κρίση καθ’ὑπόστασιν ἢ ὡς πρόσωπο (De Trinitate 5, 14, 15). Ὅμως, γιὰ τὴν ἑλληνικὴ πατερικὴ θεολογία τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν εἶναι οὔτε ἐνδοτριαδικὸ οὔτε ἐξωτριαδικὸ δῶρο, καθὼς δὲν ἐκπορεύεται ἐκ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, παρὰ μόνον ἐκ τοῦ Πατρὸς ὡς πρὸς τὸ ἐπίπεδο τῆς θεολογίας. Ἀκόμη, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, αὐτὴ τὴ φορὰ ὡς πρὸς τὸ ἐπίπεδο τῆς οἰκονομίας, δὲν ἀποστέλλεται μέσα στὴν κτιστὴ πραγματικότητα ὡς πρόσωπο, παρὰ μόνον ὡς κοινὴ ἄκτιστη χάρη καὶ ἐνέργεια. Ἑπομένως, τὰ ἄκτιστα δῶρα τοῦ Πνεύματος εἶναι οἱ θεῖες ἐνέργειες γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους καὶ ὄχι κάποια ἀπὸ τὶς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδας. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι στὴν κτίση ἀποστέλλονται κατ’ ἐνέργειαν καὶ τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας, καθότι τὸ ἕνα φανερώνει τὸ ἄλλο, λόγῳ τῆς μίας κοινῆς τους δύναμης, βούλησης καὶ ἐνέργειας. Ἔτσι, οἱ θεῖες ἐνέργειες δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ χάριτι ἐγκατοίκηση τῆς Ἁγίας Τριάδας στοὺς ἀξίους καὶ ὄχι κτιστὲς χάριτες καὶ φῶτα.

Συνεχίζεται…

Previous Article

Κοσμικαί δραστηριότητες χωρίς ἀποτέλεσμα

Next Article

Ἡ παιδαγωγία τοῦ πόνου – 4ον