«Μυστήρια καί Ἐκκλησιαστικότης» -2ον

Share:

 

† Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ

2ον

  Μὲ τὸ Βάπτισμα” «οἱ σωζόμενοι» (Ρωμ. 6, 3-5. Πράξ. 2, 47) γίνονται «σύμφυτοι τῷ Χριστῷ» (Ρωμ. 6,3) καὶ ἀποκτοῦν τὴ δυνατότητα τῆς μετοχῆς στὴν ἐν Χριστῷ ζωή, στὸν ἐκκλησιαστικό τρόπο ὑπάρξεως, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀνακαίνιση τῆς φθαρείσας φύσης. Τὸ βάπτισμα ὀνομάζεται στὰ ἀρεοπαγιτικά συγγράμματα «μυστήριον φωτίσματος», κατὰ τὸν ἅγιο δὲ Συμεών Θεσσαλονίκης τὸ βάπτισμα τυποῖ «τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν τριήμερον ἔγερσιν», ἀλλ̓ εἶναι «ἡ ἐν πνεύματι θεογενεσία καὶ σωτηρία […] καὶ ἀναγέννησις καὶ ἀνάπλασις, κάθαρσίς τε καὶ φωτισμὸς καὶ υἱοθεσία καὶ χάρισμα καὶ ἁγιασμὸς καὶ μύρια ὅσα φασὶν οἱ Πατέρες». Τὸ βάπτισμα ἀποβαίνει «ἀπαρχὴ τῆς καινῆς ζωῆς καὶ ἀφετηρία τῆς μεταμορφώσεως τοῦ ἔσω ἀνθρώπου κατ ̓ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν» (Κολ. 3,10). Παράλληλα ἀνοίγει στὸν πιστὸ τὴ θύρα, γιὰ νὰ εἰσέλθει στὴν ἐν Χριστῷ κοινωνία μὲ τὰ ἄλλα μέλη τοῦ σώματος. Εἶναι ἡ εἴσοδος στὴ ζωὴ τῆς συγκεκριμένης τοπικῆς κοινότητας καὶ ὄχι σὲ μία γενικὴ ἢ οἰκουμενικὴ ἰδέα περὶ Χριστιανισμοῦ. Μέσῳ αὐτοῦ ὁ πιστὸς γίνεται μέλος μιᾶς ὡρισμένης κοινωνίας, μέσα στὴν ὁποία θὰ κινεῖται στὸ ἑξῆς ἡ ὕπαρξή του καὶ θὰ πραγματώνεται ἡ ἐν Χριστῷ τελείωσή του.

  Τὸ βάπτισμα συνιστᾶ μετοχὴ στὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ (Α΄ Κορ. 6, 11. Γαλ. 3, 26 ἑ. Ρωμ. 6,4). Αὐτό, ἄλλωστε, ἐκφράζει καὶ πραγματοποιεῖ ἡ τριπλὴ κατάδυση καὶ ἀνάδυση στὸ ἁγιασμένο ὕδωρ, ποὺ συνιστᾶ τὸν μόνο καὶ ἀπαράβατο τρόπο τοῦ κανονικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βαπτίσματος, ποὺ εἶναι γι’ αὐτὸ «ἓν» καὶ ὑπὸ φυσιολογικές συνθῆκες μοναδικό, ὅπως ἕνας εἶναι ὁ Κύριος τῆς Ἐκκλησίας καὶ μία ἡ πίστη της (Ἐφεσ. 4,5: «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα»). Ὁ θάνατος τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀναγέννηση τοῦ πιστοῦ δὲν εἶναι ἔτσι ἁπλὸ «ἠθικὸ» γεγονός, ἀλλὰ «μυστηριακό» καὶ «λειτουργικό», διότι ὁ ἐν Χριστῷ θνήσκων καὶ ἀνιστάμενος ἄνθρωπος ἀναγεννᾶται πνευματικὰ μέσα στὸ κυριακὸ σῶμα καὶ λαμβάνει τὴ σφραγῖδα τῆς αἰώνιας ζωῆς, ἐνδυόμενος τὸν Χριστό. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐσχατολογικὴ ὄψη τοῦ μυστηρίου. Τὸ βάπτισμα εἶναι γιὰ τὸν βαπτιζόμενο «προχάραγμα» καὶ «προοίμιον» τῆς ἐσχατολογικῆς ζωῆς τῆς οὐράνιας βασιλείας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται «πρώτη ἀνάστασις», διότι εἶναι «δύναμις πρὸς τὴν ἀνάστασιν» τὴν τελική.

  Εὔστοχα ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι σ ̓ ὅλη τὴν ἀκολουθία τοῦ βαπτίσματος δὲν γίνεται λόγος γιὰ συγχώρηση κάποιας προπατορικῆς ἐνοχῆς. Στοὺς «ἐξορκισμούς» τῆς προηγουμένης τοῦ βαπτίσματος «Κατηχήσεως» δὲν γίνεται ἀναφορὰ στὶς προσωπικές ἁμαρτίες τοῦ «κατηχουμένου». Τὸ μυστήριο λειτουργικὰ εἶναι ἀποδεσμευμένο ἀπὸ κάθε ἔννοια «νομικῆς» ἀφέσεως ἁμαρτιῶν. Ἡ ἀκολουθία περιστρέφεται σ’ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ἔνταξη τοῦ βαπτιζομένου στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας: Ἡ ἀπελευθέρωσή του ἀπὸ τὴν «δουλείαν τοῦ ἐχθροῦ» θὰ ὁδηγήσει στὴν εἴσοδό του στὴν «Βασιλείαν τὴν ἐπουράνιον» καὶ τὴ «σύζευξή» του μὲ «ἄγγελον φωτεινόν, ρυόμενον αὐτὸν ἀπὸ πάσης ἐπιβουλῆς τοῦ ἀντικειμένου». Ἡ εὐχὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος εἶναι: «Καὶ ποίησον αὐτόν (αὐττήν) πρόβατον λογικὸν τῆς ἁγίας ποίμνης τοῦ Χριστοῦ σου, μέλος τίμιον τῆς Ἐκκλησίας σου, σκεῦος ἡγιασμένον, υἱόν (θυγατέρα) φωτὸς καὶ κληρονόμον τῆς βασιλείας σου», μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν μετοχὴ στὴν ἄκτιστη βασιλεία καὶ δόξα τῆς Τριαδικῆς Θεότητος («ἵνα κατὰ τὰς ἐντολάς σου πολιτευσάμενος, καὶ φυλάξας τὴν σφραγῖδα ἄθραυστον καὶ διατηρήσας τὸν χιτῶνα ἀμόλυντον, τύχη τῆς μακαριότητος τῶν Ἁγίων (= θεώσεως) ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».

  Τὸ βάπτισμα σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὸ Χρῖσμα ἢ Μύρον. Ὡς Χρῖσμα εἶναι μετοχὴ στὸν Κεχρισμένο, δηλαδὴ τὸν Χριστό, ὡς καὶ «κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», γι ̓ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται «τελείωσις». Εἶναι ἡ σύνδεση Χριστολογίας καὶ Πνευματολογίας. Κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν Θεσσαλονίκης «τὸ μύρον τελειοῖ τὸ βάπτισμα καὶ τῆς Τριάδος ναοὺς ἡμᾶς ἀπεργάζεται. Διὰ τοῦτο μετὰ τὸ βάπτισμα δίδοται καὶ τὴν ἐπιφοίτησιν χορηγεῖ τοῦ Πνεύματος ἐν ἡμῖν». Προϋπόθεσή του εἶναι τὸ Βάπτισμα”. Τὰ δύο μυστήρια τελοῦνται μαζὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἀπὸ τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση προχωρεῖ ὁ βαπτιζόμενος εἰς τὴν ἕνωση μὲ τὸν Χριστό: «Βαπτιζόμεθα μέν, ἵνα τὸν θάνατον ἀποθάνωμεν ἐκεῖνον καὶ τὴν ἀνάστασιν ἀναστῶμεν, χριόμεθα δὲ ἵνα τοῦ χρίσματος τοῦ βασιλικοῦ τῆς θεώσεως αὐτῷ γενώμεθα κοινωνοί». ̓Απὸ τὸ βάπτισμα τοῦ ὕδατος προχωρεῖ ὁ πιστὸς ἀμέσως στὸ βάπτισμα τοῦ Πνεύματος. Στὴ σχετικὴ Εὐχὴ τοῦ Χρίσματος ἀποσαφηνίζεται ἡ προσφερόμενη ἀπὸ τὰ δύο μυστήρια Χάρη: «Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε […] ὁ λάμψας τοῖς ἐν σκότει φῶς σωτηρίας […] καὶ χαρισάμενος ἡμῖν τοῖς ἀναξίοις τὴν μακαρίαν κάθαρσιν ἐν τῷ ἁγίῳ βαπτίσματι καὶ τὸν θεῖον ἁγιασμὸν ἐν τῷ ζωοποιῷ χρίσματι· ὁ καὶ νῦν εὐδοκήσας ἀναγεννῆσαι τὸν δοῦλόν σου τὸν νεοφώτιστον, δι’ ὕδατος καὶ Πνεύματος […] Αὐτὸς οὖν, Δέσποτα, παμβασιλεῦ εὔσπλαγχνε, χάρισαι αὐτῷ καὶ τὴν σφραγίδα τῆς δωρεᾶς τοῦ ἁγίου καὶ παντοδυνάμου καὶ προσκυνητοῦ σου Πνεύματος…». Εἶναι τὸ μυστήριο μὲ τὸ ὁποῖον γίνεται κανείς μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ναὸς Θεοῦ. Βάπτισμα καὶ Χρῖσμα εἶναι ἡ βασικὴ προϋπόθεση μετοχῆς στὸ μυστήριο τῶν μυστηρίων, τὴ Θ. Εὐχαριστία. Στὴν ἴδια εὐχὴ προστίθεται: «(Χάρισαι αὐτῷ καὶ τὴν μετάληψιν τοῦ Ἁγίου Σώματος καὶ τοῦ Τιμίου Αἵματος τοῦ Χριστοῦ σου».

  Στὴ Δύση παρέμεινε στὴ λειτουργική πράξη ἡ ἀρχαία (λειτουργική) ὀνομασία τοῦ Χρίσματος ὡς «confirmatio», δηλαδή «ἐπιβεβαιώσεως», ὅτι «ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος Θεοῦ, τοῦ δοθέντος ἡμῖν» (Ρωμ. 5,5) – κάτι ποὺ ὑπενθυμίζει ὅμως τὴν ἐνεργὸ παρουσία τοῦ ̔Αγίου Πνεύματος» στὴν καρδία. Καὶ αὐτὴ τὴν πίστη σώζει ἡ Ὀρθοδοξία στὴ φιλοκαλικὴ παράδοσή της. Γι’ αὐτὸ καὶ καλεῖται ἤδη στὴν Κ.Δ. (Ἐφεσ. 4,30) τὸ Χρῖσμα «σφραγὶς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ὅπως καὶ στὴ λειτουργικὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ ἐκφράζει ρητὰ καὶ ἡ Εὐχὴ τοῦ Μυστηρίου: «Φύλαξον αὐτὸν ἐν τῷ σῷ ἁγια- σμῷ· βεβαίωσον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ πίστει· ρῦσαι ἀπὸ τοῦ Πονηροῦ καὶ πάντων τῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτοῦ καὶ τῷ σωτηρίῳ σου φόβῳ ἐν ἁγνείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ διατήρησον· ἵνα ἐν παντὶ ἔργῳ καὶ λόγῳ εὐαρεστῶν σοι, υἱὸς καὶ κληρονόμος τῆς ἐπουρανίου σου γένηται βασιλείας». Ἡ χρίση μὲ τὸ ἅγιο μύρο ἀποκαθιστᾶ τὴ σχέση τοῦ χριομένου μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Εἶναι καὶ αὐτὸ ὄχι μόνο χριστολογικό, ἀλλὰ καὶ ἐκκλησιολογικό μυστήριο, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἄλλα μυστήρια, βέβαια. Ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὰ παρεχόμενα στὸν χριόμενο χαρίσματά του ἐνεργοῦν τὴν ἔνταξή του στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, τὴν ἐνεργοποίηση τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφότητος μὲ τὰ ἄλλα μέλη, τὴν ἀνάπτυξη τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων τῆς ἀγαπητικῆς ἀνιδιοτέλειας, μὲ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν δουλικὴ ἀναγκαιότητα τῆς πεπτωκυίας φύσεως. Αὐτὸ σημαίνει καὶ ὁ λόγος τῆς Εὐχῆς: «ποίησον αὐτόν… μέλος τίμιον τῆς Ἐκκλησίας σου».

  Ἡ Ἱερωσύνη εἶναι τὸ μυστήριο τῆς τάξεως στὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ σ ̓ αὐτὸ θεμελιώνεται ἡ λειτουργία της σ’ ὅλο τὸ φάσμα τῆς ζωῆς της. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη Ἐκκλησία χωρὶς Ἱερωσύνη. Ἡ σημασία της γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα φαίνεται ἀπὸ τὴν ἀκόλουθη διαπίστωση. Ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ λειτουργήματα (διδακτικό, ἱεραποστολικό, ποιμαντικό κ.λπ.) ἰσχύουν μέσα στὴν ἱστορία. Ἐσχατολογικὰ δὲν ἐπιβιώνουν. Ἡ Ἱερωσύνη ὅμως θὰ ὑπάρχει καὶ στὴ μεταϊστορία. Ὅ,τι εἰκονίζεται διὰ τῶν βαθμῶν της (ἐπίσκοπος, πρεσβύτερος διάκονος) θὰ φανεῖ ἐσχατολογικὰ στὴν τελειότητά του, διότι εἶναι οὐσιαστικὸ συστατικὸ τῆς αἰώνιας βασιλείας. Χωρίς Χριστό, περιβαλλόμενο ἀπὸ τοὺς ̓Αποστόλους στὴ σύναξη τῶν πρὶν διεσκορπισμένων, δὲν νοεῖται αἰώνια «βασιλεία». Ἡ Ἱερωσύνη εἶναι τὸ κύριο συστατικὸ στοιχεῖο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. «Δι’ αὐτῆς ὁ ἀληθὴς χριστιανισμὸς καὶ τὰ τοῦ Χριστοῦ δι ̓ αὐτῆς πάντα μυστήρια […] Ὅτι πηγὴ τῆς ἱερωσύνης ὁ Χριστὸς καὶ ἐξ Ἐκείνου διὰ τῶν διαδόχων αὐτοῦ ἡ χάρις μετοχεύεται».

  Τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ ὅλα τὰ μυστήρια τὸ Βάπτισμα καὶ ἡ Ἱερωσύνη δὲν ἐπαναλαμβάνονται, εἶναι βεβαίωση τῆς μοναδικῆς σημασίας τους στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι σαφής στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου: «…Οἱ μὲν Σχολαστικοὶ λέγουν, διότι ἀφίνουν καὶ τυπώνουν αὐτὰ χαρακτῆρα ἀνεξάλειπτον, ὅστις κατ’ αὐτούς […] εἶναι ποιότης πραγματικὴ ἐνυπάρχουσα τῇ ψυχῇ καὶ δύναμις ὑπερφυής […] Ἐμοὶ δὲ δοκεῖ, ὅτι διὰ τοῦτο ταῦτα μόνα δεν διπλασιάζονται εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ζωὴν τῶν ὑποδεχομένων αὐτά, διατί γίνονται εἰς τύπον τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου, ὅστις ἅπαξ γεγονώς, οὐκ ἔτι διπλασιάζεται. Οἱ μὲν γὰρ βαπτιζόμενοι εἰς τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου βαπτίζονται […] Οἱ δὲ Ἱερεῖς ἐκπεσόντες τῆς ἱερωσύνης, διὰ τοῦτο δὲν χειροτονοῦνται ἐκ δευτέρου, ἐπειδὴ ἐκτυποῦσι τὸν πρῶτον καὶ μέγαν ἱερέα, ὃς εἰσῆλθεν ἐφ’ ἅπαξ εἰς τὰ ἅγια, αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος, κατὰ τὸν Παῦλον, καὶ μένει εἰς τὸ διηνεκὲς ἀδιάπτωτον ἔχων τὴν ἱερωσύνην. Τοῦτο κατ’ ἐμὴν γνώμην εἶναι τὸ αἴτιον, ὅπου δὲν μεταχειροτονεῖται ὁ Ἱερεύς. Ἀδιάπτωτος γὰρ ἐν τῷ Χριστῷ ἡ ἱερωσύνη». Στὴν ἴδια θεολογικὴ βάση τοποθετεῖ ὁ Ἅγιος καὶ τὴν μὴ χειροτονία περισσοτέρων διακόνων, πρεσβυτέρων ἢ ἐπισκόπων σὲ μιὰ Θ. Λειτουργία.

Previous Article

Η κακουργία των δαιμόνων (Κυριακή ΣΤ΄Λουκά)

Next Article

Τό μήνυμα τῆς Κυριακῆς ΣΤ’ Λουκᾶ μέ τόν Σεβ. Μητρ. Κυθήρων κ. Σεραφείμ