Ἡ τριαδικὴ θεολογία τοῦ Βοηθίου καὶ τοῦ Ἀνσέλμου τῆς Ἀόστας

Share:

Γράφει ὁ κ. Εὐλάλιος Θωμαΐδης, Θεολόγος

  Συνεχίζουμε τὴν ἔκθεση τῆς τριαδικῆς θεολογίας τῶν σημαντικότερων μεσαιωνικῶν θεολόγων μὲ τὸν Βοήθιο καὶ τὸν Ἄνσελμο τῆς Ἀόστας.

  Ὁ Σεβερίνος Βοήθιος (480-526) εἶναι περισσότερο φιλόσοφος παρὰ θεολόγος. Ἡ σκέψη του περιλαμβάνει στοιχεῖα ἀπὸ τὸν Πλάτωνα, τὸν Ἀριστοτέλη καὶ τὸν Πορφύριο. Ὁ Βοήθιος εἶναι γνωστὸς γιὰ τὸ ὅτι εἰσήγαγε στὴ λατινικὴ θεολογικὴ σκέψη τοὺς ὅρους ὑπόσταση καὶ πρόσωπο, ὅρους ποὺ δὲν χρησιμοποιοῦσε μὲ ἀρκετὴ εὐκρίνεια ὁ Αὐγουστῖνος. Ἔτσι, ἡ ὑπόσταση θὰ σημάνει τὴν ἀνεξάρτητη ὕπαρξη τοῦ μοναδικοῦ ἀτόμου, ἐνῶ τὸ πρόσωπο θὰ σημάνει τὴν ἀτομικὴ ὑπόσταση τῆς ἐλλόγου φύσεως (B. Mondin, La Trinita mistero d’Amore, Edizioni Studio Domenicano, Bologna 20102, σσ. 168-170). Μὲ τὴν ἀνωτέρω ἄποψη, ὅμως, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συμφωνήσει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, ὁ ὁποῖος ταυτίζει τὸ πρόσωπο μὲ τὴν ὑπόσταση, τὸ ἄτομο καὶ τὸ περιεχόμενο (Ἰωάννης Δαμασκηνός, Εἰσαγωγὴ δογμάτων στοιχειώδης, β’, Kotter I, σελ. 21: «Ὥστε φύσις καὶ μορφὴ καὶ οὐσία ἐστὶ τὸ κοινὸν καὶ περιέχον τὰς ὁμοουσίους ὑποστάσεις, ὑπόστασις δὲ καὶ ἄτομον καὶ πρόσωπον τὸ μερικὸν ἤγουν ἕκαστον τῶν ὑπὸ τὸ αὐτὸ εἶδος περιεχομένων»). Στὴν προκειμένη περίπτωση, ὁ Βοήθιος φαίνεται νὰ ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ὅρος πρόσωπο μπορεῖ νὰ ἀποδίδεται μονάχα σὲ ἔλλογα κτίσματα, ἄποψη μὲ βάση τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὡς πρόδρομος τῆς ὀντολογίας τοῦ προσώπου. Ἐνῶ ὁ Ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνὸς δὲν ἔχει κανένα πρόβλημα νὰ θεωρήσει ὡς πρόσωπο τὴν ἀτομικὴ ὑπόσταση ἑνὸς ἀλόγου ζώου, καθότι γιὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες ὁ ὅρος πρόσωπο δηλώνει τὸν τρόπο ἔκφρασης μίας φύσεως. Στὴν περίπτωση τοῦ Θεοῦ ἡ φύση του ἐκφράζεται καὶ ὑπάρχει σὲ τρία ἄκτιστα πρόσωπα, ἄτομα, ὑποστάσεις καὶ περιεχόμενα, ἐνῶ στὴν περίπτωση τοῦ ἀγγέλου, τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ ἀλόγου ζώου, ἡ κτιστὴ φύση των ἐκφράζεται σὲ μύριες ὑποστάσεις ἀντίστοιχες μὲ τὸ εἶδος, στὸ ὁποῖο ὑπάρχουν (Ὁ ὅρος περιεχόμενα σημαίνει ὅτι οἱ ὑποστάσεις βρίσκονται μέσα στὴν οἰκεία τους οὐσία. Ὁ Ν. Ματσούκας, ὅμως, προφανῶς ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴ θεολογία τοῦ προσώπου, ἀντέστρεψε τοὺς ὅρους καὶ ὑποστήριξε ὅτι τὸ περιεχόμενο εἶναι ἡ οὐσία καὶ ὄχι τὸ πρόσωπο, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ οὐσία ὑπάρχει μέσα στὸ πρόσωπο. Βλ. Ν. Ματσούκας, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατὰ τὸν Μάξιμο Ὁμολογητή, ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 1980, σελ. 279. Τὰ ἀκριβῶς ἀντίθετα μὲ τὸν Ματσούκα λέει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, τουτέστιν ὅτι τὸ πρόσωπο εἶναι περιεχόμενο τῆς οὐσίας. Βλ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, Περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Λόγος Α’, PG 77, 1149A: «Τὰ δὲ περιεχόμενα λέγονται καὶ ἄτομα καὶ ὑποστάσεις καὶ πρόσωπα»). Ἀκόμη, θὰ πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι στοὺς Ἕλληνες Πατέρες ὁ ὅρος ἄτομο δὲν ἔχει καμία ἀρνητικὴ ἀπόχρωση, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποδίδεται στὶς ἴδιες τὶς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδας, ἄνευ οὐδενὸς εἶδους δισταγμό. Ὁ μοντέρνος περσοναλισμός, ὁ ὁποῖος υἱοθετεῖται ἀπὸ Γιανναρᾶ καὶ Ζηζιούλα, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ διαχώρισε τὴν ἐπιμέρους ὕπαρξη σὲ 1) ἄτομο κλεισμένο στὸν ἑαυτό του καὶ 2) πρόσωπο ἀνοικτὸ σὲ διάλογο μὲ τοὺς ἄλλους (Βλ. ἐνδεικτικὰ J. Wahl, Les Philosophies de l’ Existence, Librairie Armand Collin 103, Boulevard Saint-Michel, Paris 19592, σελ. 16).

  Θὰ ἀφήσουμε πρὸς τὸ παρὸν τὸν Βοήθιο, γιὰ νὰ συνεχίζουμε μὲ τὸν Ἄνσελμο τῆς Ἀόστας (1033-1109). Ὁ Ἄνσελμος, ἐπηρεασμένος βαθιὰ ἀπὸ τὴ φιλοσοφικὴ καὶ θεολογικὴ σκέψη τοῦ Αὐγουστίνου, θὰ χρησιμοποιήσει δύο ἔννοιες, προκειμένου νὰ μιλήσει γιὰ τὸν Θεό, τὶς ἔννοιες πνεῦμα καὶ ἀγάπη. Ὁ ὅρος πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μᾶς βοηθάει νὰ διακρίνουμε καλύτερα τὸν Θεὸ ἀπὸ τὰ δημιουργήματά του (Monologion c. 28). Τὸ πνεῦμα χαρακτηρίζεται ἀπὸ μνήμη, διάνοια καὶ θέληση, ἰδιότητες οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζουν τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀντίστοιχα. Ἡ ἀγάπη, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, μᾶς βοηθᾶ νὰ διακρίνουμε τὴν γέννηση τοῦ Υἱοῦ ἀπὸ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁ καρπὸς τῆς ἀγάπης τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν Υἱό, κατὰ τὸν Ἄνσελμο πάντοτε. Πέραν ἀπὸ τὴν ἀγάπη ὡς διακριτικὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὑπάρχει καὶ ἡ ἀγάπη θεωρημένη ὡς ἡ ἴδια ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, καθότι οἱ τρεῖς ἀγαπῶντες ἀγαπιοῦνται μὲ τὴν ἴδια καὶ τὴν αὐτὴ ἀγάπη. Γιὰ τὸν Ἄνσελμο, ἡ ἀγάπη, καὶ ὄχι τὸ εἶναι, ἡ ἀγαθότητα ἢ ἡ ἀλήθεια, ἀποτελοῦν τὸ «ὑπόστρωμα» τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων τῆς ἀκτίστου θεότητας. Ἡ ἀγάπη εἶναι αὐτὸ ποὺ συνιστᾶ τὴν ὕψιστη οὐσία (παρόμοιες ἀπόψεις σχετικὰ μὲ τὴν ταύτιση οὐσίας καὶ ἀγάπης στὸν Θεὸ ὑποστηρίζουν οἱ Χρ. Γιανναρᾶς καὶ Ἰ. Ζηζιούλας). Ὁ Πατὴρ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ, ὁ Υἱὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶται καὶ τέλος τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο ποὺ προβάλλεται ἀπὸ τὴν ἀμοιβαία ἀγάπη τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν Υἱὸ (c. 54. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς μὲ τὸν Ἄνσελμο ὑποστηρίζει καὶ ὁ π. Δ. Στανιλοάε. Βλ. Δ. Στανιλοάε, Ἡ περὶ Θεοῦ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ διδασκαλία, μτφρ: π. Κωνσταντῖνος Coman καὶ Γ. Παπαευθυμίου, ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα 2011, σελ. 269). Οἱ τρεῖς ὑποστάσεις εἶναι ταυτόσημες κατὰ τὴν οὐσία καὶ κατὰ τὰ κοινά τους ἔργα πρὸς τὴν κτιστὴ πραγματικότητα. Παρ’ ὅλα αὐτὰ οἱ ὑποστάσεις παραμένουν τρεῖς, καθότι ὑπάρχει ἕνας γεννήτωρ, ἕνας γεννώμενος καὶ ἕνα ἐκπορευόμενο (c. 60).

  Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὸ filioque, ὁ Ἄνσελμος ἔγραψε τὸ De processione Spiritus  Santi, ἔργο μὲ τὸ ὁποῖο προσπάθησε νὰ κάνει τοὺς Ἕλληνες Πατέρες νὰ συμφωνήσουν μὲ τοὺς Λατίνους στὸ ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Ὁ διάλογος Ἑλλήνων καὶ Λατίνων θὰ πρέπει νὰ ξεκινήσει, κατὰ τὸν Ἄνσελμο πάντοτε, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶναι καὶ οἱ δύο τους σύμφωνοι. Ὁ Υἱὸς προβάλλεται γεννητῶς ἐκ Πατρὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορευτῶς, διατύπωση μὲ τὴν ὁποία συμφωνοῦν ἀμφότερες οἱ πλευρές. Ὅμως, ἐφόσον τὰ πρόσωπα διαφέρουν κατὰ τὶς ἀντιθετικὲς σχέσεις προέλευσης, θὰ πρέπει ὁ Υἱὸς νὰ σχετίζεται ἀντιθετικὰ πρὸς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, οὕτως ὥστε νὰ μποροῦν νὰ διακριθοῦν πραγματικὰ μεταξύ τους. Δεδομένου, λοιπόν, ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν μπορεῖ νὰ ἐκπορεύει τὸν ἑαυτό του, συνεπάγεται ὅτι ἐκπορεύεται ἐκ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ (De processio c. 2). Αὐτό, ὅμως, δὲν σημαίνει ὅτι ἡ μοναρχία τοῦ Πατρὸς καταλύεται, ὅπως ἰσχυρίζονται ἐναντίον τῶν Λατίνων οἱ Ἕλληνες Πατέρες, γιατί ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς ἐκπορεύουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὄχι ὡς Πατὴρ καὶ ὡς Υἱός, ἀλλὰ ὡς Θεός, ἤτοι ὡς θεία οὐσία (secundum eandem deitatis unitatem). Ἔτσι, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Υἱὸ μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο κατὰ τὸν ὁποῖο ὁ Πατὴρ γεννᾶ τὸν Υἱό, ἤτοι ἀπὸ μία ἀρχή, τὴ θεία φύση. Ὁ Πατὴρ δὲν κάνει κάτι ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ κοινοποιεῖ στὸν Υἱὸ τὴν ἐκπορευτική του ἰδιότητα καὶ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα λέγεται ὅτι ἐκπορεύεται ἀπὸ μία ἀρχὴ (κοινὴ στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱό), πρᾶγμα τὸ ὁποῖο καταδίκασε ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς στοὺς δύο Κατὰ Λατίνων του Λόγους. Ἐὰν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα προέρχεται ἀπὸ τὴ θεία οὐσία, ἡ ὁποία εἶναι κοινὴ στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱό, ὅπως φαίνεται νὰ ὑποστηρίζει ὁ Ἄνσελμος τῆς Ἀόστας, τότε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν θὰ ἦταν ὑπόσταση, ἀλλὰ φυσικὴ ἐνέργεια, καθὼς ἀπὸ τὴν οὐσία μόνο ἡ θεία δόξα καὶ τὰ θεῖα ἰδιώματα μποροῦν νὰ προέρχονται (ἀκτίστως καὶ θεοπρεπῶς). Δεδομένου ὅτι ὁ Ἄνσελμος ταυτίζει, ὅμως, οὐσία καὶ ἄκτιστες ἰδιότητες στὸν Θεό, ἐὰν ἀκολουθήσουμε τὴ λογική του, θὰ ὁδηγηθοῦμε στὴ θεώρηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς κτίσματος. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο οἱ Ἕλληνες Πατέρες δὲν δέχονται καμία κοινοποίηση τῆς ἐκπορευτικῆς ἰδιότητας ἀπὸ τὸν Πατέρα στὸν Υἱό, καθότι τοιουτοτρόπως ἡ μία ἀρχὴ (Πατὴρ) τῶν δύο (Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα) γίνεται μία διπλὴ ἀρχὴ (Πατήρ, Υἱὸς ἢ θεία οὐσία) τοῦ ἑνὸς (Ἅγιο Πνεῦμα). Ὡς κατακλείδα, θὰ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἑλληνικὴ πατερικὴ παράδοση δὲν ἐπιβεβαιώνει τὴ μοναρχία τοῦ Πατρός, γιὰ νὰ δείξει ὑποστατικὲς ἀρχές, ὅπως θὰ ἤθελαν οἱ Ρῶσοι τῆς διασπορᾶς, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ συγχύσει τὰ κοινὰ μὲ τὰ ἀκοινώνητα στὸ Θεό. Ἐξάλλου δὲν θὰ πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλο εἶδος μοναρχίας, ἐκεῖνο τῆς θείας οὐσίας, τὸ ὁποῖο δὲν ἀποδίδεται μόνο στὸν Πατέρα, ἀλλὰ καὶ στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πρᾶγμα ποὺ καταστρέφει ὁποιαδήποτε προσπάθεια οἰκοδόμησης ὀρθόδοξου περσοναλισμοῦ.

  Στὸ ἑπόμενό μας κείμενο θὰ δοῦμε τὴν τριαδικὴ θεολογικὴ σκέψη τοῦ Βερνάρδου τοῦ Κλεβρὼ καὶ τοῦ Ριχάρδου τοῦ Ἁγίου Βίκτωρος, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦν τὴν ἔννοια τῆς ἀγάπης (αὐτὸ ποὺ θὰ λέγαμε σήμερα ἀγαπολογία), προκειμένου νὰ μιλήσουν περὶ τῶν ἐνδοτριαδικῶν σχέσεων ποὺ βρίσκονται μέσα στὴν ἄκτιστη θεότητα.

Previous Article

Οἱ καιροὶ οὐ μενετοί – 2ον

Next Article

Οἱ καιροὶ οὐ μενετοί