Μυστήρια καί Ἐκκλησιαστικότης – 4ον

Share:

† Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ

4ον

   γ) Οἱ εὐχὲς ἀναφέρονται στο Α΄ Κορ. 12,28, ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ τὰ (πνευματοφόρα) μέλη τοῦ σώματος καὶ τοὺς « ̓Αποστόλους καὶ Προφήτας», στὴ διαδοχὴ τῶν ὁποίων καθίσταται. Ὁ λόγος εἶναι πρὸς τὸν Χριστόν: «Καὶ τοῦτον, τὸν ἀναδειχθέντα οἰκονόμον τῆς ἀρχιερατικῆς χάριτος […] γενέσθαι μιμητὴν σοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Ποιμένος, τιθέντα τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν προβάτων σου, ὁδηγὸν εἶναι τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει, παιδευτὴν ἀφρόνων, διδάσκαλον νηπίων, φωστῆρα ἐν κόσμῳ· ἵνα, καταρτίσας τὰς ψυχὰς τὰς ἐμπιστευθείσας αὐτῷ ἐπὶ τῆς παρούσης ζωῆς, παραστῇ τῷ βήματί σου ἀκαταισχύντως, καὶ τὸν μέγαν μισθὸν λάβῃ, ὃν ἡτοίμασας τοῖς ἀθλήσασιν ὑπὲρ τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου σου…». Στὸν χειροτονηθέντα δίδεται κατόπιν ἡ πρωτοκαθεδρία στό «σύνθρονο». Καὶ πρῶτος τῶν ἄλλων τοῦ Τιμίου Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ μεταλαμβάνει· αὐτὸς δὲ καὶ τῷ χειροτονήσαντι καὶ τοῖς λοιποῖς μεταδίδωσι.

   Τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας τρέφει τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ καὶ νοεῖται ὡς πράξη συμφιλιώσεως μὲ τὸ ἐκκλησιαστικό σῶμα. Ὁ ἀποκομμένος ἀπὸ αὐτὸ λόγῳ τῆς ἁμαρτίας ἀποκαθίσταται στὴν κοινωνία της. Γι ̓ αὐτὸ καὶ τοῦ μυστηρίου αὐτοῦ ἡ ἀναφορὰ εἶναι πρώτιστα λειτουργική (Βλ. Ματθ. 5,23). Ἡ γνωστή ἤδη στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία δημόσια ἐξομολόγηση ἢ ἡ προσπάθεια νὰ καθιερωθεῖ «πρεσβύτερος ἐπὶ τῆς μετανοίας», ὡς τὴν ἐπικράτηση τῆς μυστικῆς ἐξομολογήσεως γιὰ τοὺς γνωστούς ἱστορικούς λόγους, δὲν εἶναι παρὰ ἐπιβεβαίωση τῆς ἀνάγκης ἐπανεντάξεως τοῦ ἁμαρτάνοντας στὸ κυριακὸ σῶμα, γιὰ νὰ μετάσχει καὶ πάλι στὴ σύναξή του. Αὐτὸ δείχνει, ἀκόμη, ὁ θεσμὸς τῶν μετανοούντων καὶ ὅλη ἡ σχετιζόμενη μὲ αὐτὸν λειτουργικο-κανονική διαδικασία.

   Καὶ ἡ μετάνοια, ὡς μυστήριο ἀναγεννήσεως, εἶναι μετοχὴ στὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἐν-Χρίστωση τοῦ πιστοῦ καὶ εἴσοδος στὴ δόξα Του. Ἡ ἀλλαγὴ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου (με- τά-νοια) προϋποθέτει τὴ συνάντηση μὲ τὴ Χάρη, γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ πιστὸς νὰ λειτουργεῖ ὡς μέλος τοῦ κυριακοῦ σώματος σὲ κοινωνία μὲ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς του. Στήν « ̓Ακολουθία τῶν Ἐξομολογουμένων» ὁ Πνευματικὸς ἀπαγγέλλει εὐχή, στὴν ὁποία λέγει μεταξὺ ἄλλων: «Ὁ Θεός, ὁ συγχωρήσας Δαυΐδ διὰ Νάθαν τοῦ Προφήτου […] συγχωρήσαι σοι δἰ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ πάντα καὶ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι καὶ ἐν τῷ μέλλοντι· καὶ ἀκατάκριτόν σε παραστήσαι ἐν τῷ φοβερῷ αὐτοῦ βήματι· περὶ δὲ τῶν ἐξαγορευθέντων ἐγκλημάτων μηδεμίαν φροντίδα ἔχων, πορεύου εἰς εἰρήνην». Καὶ αὐτὰ ἔξω ἀπὸ κάθε ἔννοια «ψυχολογικῆς ἐκτονώσεως ἢ τακτοποιήσεως τῶν αἰσθημάτων ἐνοχῆς». «Μετάνοιά ἐστιν ἀναγέννησις δευτέρα ἐκ Θεοῦ», διδάσκει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος· εἶναι ἀναγέννηση ὡς ἐπανένταξη τοῦ ἁμαρτάνοντος πιστοῦ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

   Ὁ γάμος, ὡς μυστήριο, συνδεδεμένο πάντοτε μὲ τὴ λειτουργικὴ σύναξη καὶ τὴν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας, πραγματοποιεῖ τὴν ἔνταξη στὸ ἐκκλησιαστικό σῶμα τῆς βιολογικῆς συνάφειας γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς γήινης σχέσης καὶ τὴ μεταμόρφωσή της σὲ σχέση ἐκκλησιαστική, δηλαδὴ κοινωνία Χάριτος. Ἡ φυσικὴ ἕνωση καταξιώνεται σέ «ὑπερατομική προσωπικότητα», ὡς θεμέλιο τῆς «ἐν Χριστῷ» οἰκογενείας. Ὁ συσχετισμὸς τοῦ μυστηρίου, ἤδη ἀπὸ τὸν Ἀπ. Παῦλο, μὲ τὴν σχέση Χριστοῦ – Ἐκκλησίας (Ἐφεσ. 5, 32) δίνει σ’ αὐτὸ καθαρὰ χριστολογικὲς διαστάσεις καὶ ἑδραιώνει τὸν μυστηριακό του χαρακτήρα. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ καθηγ. Χρ. Βούλγαρης, «ὁ χαρακτήρ τῆς ἑνώσεως Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας εἶναι οὐσιαστικὸς καὶ ἡ ἕνωσις αὐτῶν πραγματική. Διὸ συσχετίζων ὁ Παῦλος τὴν ἕνωσιν ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς πρὸς τὴν ἕνωσιν Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας, ἐπιθυμεῖ νὰ ὑπογραμμίση τὴν πραγματικότητα αὐτῆς, τὸ εἰς σάρκα μίαν” (Ἐφεσ. 5,31) […] Διὰ τοῦ τρόπου τούτου ὁ γάμος δὲν ἀποβαίνει σύμβολον τῆς ἑνώσεως Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μίμησις αὐτῆς, τουτέστιν προέκτασις αὐτῆς εἰς τὰ ἐπὶ μέρους μέλη τῆς Ἐκκλησίας». Οἱ ἑνούμενοι στὸ γάμο συνάπτονται ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, ὁ δὲ φυσικὸς καρπὸς τῆς ἑνώσεώς τους, προσθέτει νέα μέλη στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἡ ἐκκλησιολογικὴ ὑπόσταση τῆς φυσικῆς ἑνότητας τῶν συζύγων, ποὺ πραγματώνεται στὸ μυστήριο τοῦ γάμου, νικάει τὸ θάνατο, γιατὶ ὑπερβαίνει τὴ διαίρεση τῶν βιολογικῶν ἀτομικοτήτων — εἶναι ἡ κοινωνία τῆς σαρκὸς καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἑνοποιεῖ τὴ ζωή τους. Γι’ αὐτὸ ὁ γάμος «εἶναι ὑπόθεση ποὺ ἀφορᾶ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, γιατὶ μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ νοιώσει μέλος τῆς παγκόσμιας ἀδελφότητας, μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ξανοιχθεῖ μὲ ἀγάπη πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους».

  Αὐτὴ ἡ πορεία ἀπὸ τὸ «φυσικό» στὸ «ὑπερφυσικό», μὲ τὴν ἐκκλησιοποίηση τοῦ γάμου φαίνεται στὴ δομὴ τοῦ μυστηρίου. Ὁ ἀρραβώνας τελεῖται στὸν πρόναο. «Εἶναι ἡ χριστιανική μορφὴ τοῦ φυσικοῦ γάμου». Κατόπι τὸ ζευγάρι ὁδηγεῖται στὴν ἐκκλησία, στὴ σύναξη τοῦ σώματος, στὸν κυρίως ναό. Ἔτσι «εἰσάγεται» ὁ γάμος στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν ἐρχόμενο κόσμο, τὴ Βασιλεία. Γι’ αὐτὸ στὸ τέλος τοῦ μυστηρίου ὁ ἱερέας, βγάζοντας τὰ στέφανα ἀπὸ τὶς κεφαλὲς τῶν νεονύμφων, λέγει: «ἀνάλαβε τοὺς στεφάνους αὐτῶν ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Ἀλλὰ καὶ ὁ κυκλικός χορός («Ἡσαΐα, χόρευε…») δὲν σημαίνει τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ αἰώνιο ταξείδι, ποὺ ἤδη ἔχει ἀρχίσει στὰ ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑπάρξεως. Τὴν ἐσχατολογικὴ αὐτὴ προοπτικὴ τοῦ μυστηρίου ἐκφράζει ἡ τελευταία εὐχὴ τῆς ̓Ακολουθίας, ποὺ συνιστᾶ καὶ τὴν κατακλεῖδά της: «Ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἡ παναγία καὶ ὁμοούσιος καὶ ζωαρχική Τριάς, ἡ μία Θεότης καὶ Βασιλεία, εὐλογήσαι ὑμᾶς καὶ παράσχοι ὑμῖν μακροζωΐαν, εὐτεκνίαν, προκοπὴν βίου καὶ πίστεως, καὶ ἐμπλήσαι ὑμᾶς πάντων τῶν ἐπὶ γῆς ἀγαθῶν, καὶ ἀξιώσαι ὑμᾶς καὶ τῶν ἐπηγγελμένων ἀγαθῶν τῆς ἀπολαύσεως· πρεσβείαις τῆς ἁγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων. Ἀμήν».

  Τὸ μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου, τέλος, καθιερωμένη ἐκκλησιαστικὴ πράξη στὸ Ἰακ. 5,13-16, προσ­φέρεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία γιὰ τὶς σωματικὲς καὶ ψυχικὲς ἀσθένειες. Τὸ μυστήριο ἀποβλέπει στὴν καταπολέμηση τῆς ρίζας καὶ αἰτίας τῶν διαφόρων ἀσθενειῶν, ποὺ εἶναι ἡ ἀτομικὴ καὶ συλλογικὴ ἁμαρτία. «Οἱ πρεσβύτεροι δὲν ἐπισκέπτονται τὸν ἀσθενὴ ὡς ἰατροί, ἀλλὰ διὰ νὰ τελέσουν λειτουργικὴν πρᾶξιν». Ὁ συνδυασμὸς τοῦ μυστηρίου καὶ μὲ «ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν», τὸ συνδέει ἄμεσα μὲ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ τὴν ἐπανένταξη στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, ὡς ἀναγκαία προϋπόθεση λειτουργίας τῆς θείας Χάρης.

Στό κέντρο ὅμως τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας βρίσκεται τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, μὲ τὴν ὁποία συνδέθηκαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅλα τὰ λοιπὰ Μυστήρια.

Πηγή: «Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ    ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ, Ἐκδόσεις Ἁρμός.

 

Μυστήρια καί Ἐκκλησιαστικότης – 3ον

Previous Article

Περί χαρισμάτων – 2ον

Next Article

Ἐνάρετοι κληρικοί καί μισθωτοί ποιμένες