Ἡ τριαδικὴ θεολογία τοῦ Ἀλεξάνδρου τῆς Ἀλεσίας καὶ τοῦ Μποναβεντούρα

Share:

Γράφει ὁ κ. Εὐλάλιος Θωμαΐδης, Θεολόγος

  Συνεχίζουμε τὴν παροῦσα σειρὰ ἄρθρων μας μὲ τὴν πραγμάτευση τῆς τριαδικῆς θεολογίας τοῦ Ἀλέξανδρου τῆς Ἀλεσίας καὶ τοῦ Μποναβεντούρα.

  Ὁ Ἀλέξανδρος τῆς Ἀλεσίας (1185-1245) ἦταν Ἄγγλος φραγκισκανὸς θεολόγος καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους σχολαστικοὺς θεολόγους τοῦ 13ου αἰώνα μ. Χ. Συνδύασε τὸν χριστιανισμό, τουλάχιστο στὴ δυτική του ἔκφανση, μὲ τὴν ἀριστοτελικὴ φιλοσοφία, προετοιμάζοντας ἔτσι τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς ρωμαιοκαθολικῆς θεολογίας, τὸν Θωμᾶ Ἀκινάτη.

  Ὁ Ἀλέξανδρος τῆς Ἀλεσίας ὁρίζει τὸν Θεὸ ὡς ὕψιστη ἀγαθότητα, ὅπως ἀκριβῶς ἔκανε ὁ Αὐγουστῖνος. Ἡ ὕψιστη ἀγαθότητα, ὅπως μᾶς λέει ἕνα παλιὸ πλατωνικὸ ἀξίωμα, εἶναι διαχυτικὴ τοῦ ἑαυτοῦ της. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ θεία ἀγαθότητα πρέπει νὰ διαχέεται ἐντός της (ἐνδοτριαδικά), οὕτως ὥστε νὰ μπορεῖ στὴ συνέχεια νὰ διαχέεται ἐκτός της (ἐξωτριαδικά). Οἱ ἐνδοτριαδικὲς διαχύσεις τῆς θεότητας δὲν εἶναι κάτι ἄλλο παρὰ ἡ οὐσιώδης γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ ἡ ἐκπόρευση ἢ πνεύση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὴ συνέχεια ὁ Ἀλέξανδρος τῆς Ἀλεσίας θὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι στὸν Θεὸ ὑπάρχουν διάφορα πρόσωπα, ἀλλὰ ὄχι διάφορες οὐσίες, τρία ἄτομα ποὺ ἔχουν τὸ ἴδιο ἀκριβῶς εἶναι, διατηρώντας τὸ καθένα τους τὶς διακριτές του ἰδιότητες (Alessandro di Hales, Summa Theologica, I, q. 44.). Ἀκόμη, ὁ Ἀλέξανδρος τῆς Ἀλεσίας θὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι δὲν εἶναι ἡ θεία οὐσία ποὺ γεννᾶ τὸν Υἱό, ἀλλὰ ὁ Πατήρ, πρᾶγμα μὲ τὸ ὁποῖο ἕνας Ὀρθόδοξος δὲν θὰ διαφωνοῦσε. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τώρα τὶς ὑποστατικὲς προόδους στὸν Θεό, ὁ Ἀλέξανδρος παραμερίζει τὶς ψυχολογικὲς τριάδες τοῦ Αὐγουστίνου, ὁ ὁποῖος ὑποστήριζε ὅτι ὁ Υἱὸς προβάλλεται ὡς γνώση καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς ἀγάπη, καὶ θὰ κάνει λόγο γιὰ ἕνα διπλὸ τρόπο προβολῆς τῶν αἰτιατῶν ὑποστάσεων, δηλαδὴ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπὸ τὴν πρώτη ὑπόσταση, ἤτοι ἐκείνη τοῦ Πατρός. Ὁ Υἱὸς προέρχεται κατὰ φύσιν ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατὰ θέλησιν (A. Michel, Trinite, στὸ DTC, XV, 1734). Στὴν ὀρθόδοξη παράδοση, ὅμως, δὲν ἰσχύει τὸ πλατωνικὸ ἀξίωμα τῆς διάχυσης τοῦ ἑαυτοῦ, οὔτε ἐνδοτριαδικὰ οὔτε ἐξωτριαδικὰ (Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἁρμόζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι τὸ πλατωνικὸ ἀξίωμα τῆς διάχυσης τοῦ ἀγαθοῦ χρησιμοποιεῖται καὶ ἀπὸ τὸν Ἅγ. Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη. Ὡστόσο, τὸ ἀγαθὸ εἶναι πρόοδος ἢ ἄκτιστη θεία ἐνέργεια καὶ ὄχι οὐσία ἢ ὑποστατικὴ πρόοδος). Ἡ διάχυση τοῦ ἑαυτοῦ προϋποθέτει τόσο τὴν κοινοποίηση τῆς οὐσίας ἀπὸ τὸν Πατέρα στὰ ἄλλα δύο θεῖα πρόσωπα ὅσο καὶ τὴν ἀβούλητη ἔκχυση ἀγαθότητας πρὸς τὰ ἔξω, κάτι ποὺ ἰσχύει στὴν φιλοσοφία τοῦ Πλωτίνου καὶ ὄχι στὴν βιβλικὴ καὶ πατερικὴ ἔννοια τῆς δημιουργίας, ἡ ὁποία γίνεται πάντοτε θεληματικὰ ἐκ μέρους τῆς ἀκτίστου θεότητας. Τὸ ἄλλο σοβαρὸ σφάλμα ἐκ μέρους τοῦ Ἀλέξανδρου εἶναι ὅτι καταντᾶ νὰ ὑποστηρίζει τὰ ἴδια ἀκριβῶς μὲ τοὺς πνευματομάχους. Ἐν ὀλίγοις, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν μπορεῖ νὰ προέρχεται κατὰ τὴν βούληση, σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ θεολογία, καθὼς μόνο τὰ κτίσματα εἶναι ἐκεῖνα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴ θεία θέληση. Ἐὰν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα προβαλλόταν κατὰ τὴ θέληση, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἀλέξανδρος τῆς Ἀλεσίας, τότε θὰ ἦταν ὁπωσδήποτε κτίσμα.

  Συνεχίζουμε μὲ τὸν Μποναβεντούρα (1221-1274), φραγκισκανὸ θεολόγο καὶ μαθητὴ τοῦ Ἀλέξανδρου τῆς Ἀλεσίας. Ὁ Μποναβεντούρα εἶναι γνωστὸς γιὰ τὴ θεώρηση τῆς θείας οὐσίας ὡς παραδειγματικῆς αἰτίας ὅλων τῶν κτισμάτων. Μέσα στὸν Θεὸ ὑπάρχουν τὰ ἀρχέτυπα τῶν κτισμάτων, τὰ ὁποῖα ταυτίζονται μὲ τὴν ἴδια τὴ θεία οὐσία. Ἔτσι, ἡ Ἁγία Τριάδα, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἴδια ἡ θεία οὐσία, ἀποτελεῖ τὸ ἀρχέτυπο ὅλων ὅσων ὑπάρχουν. Ὅλη ἡ κτιστὴ πραγματικότητα, τόσο τὸ σύμπαν ὅσο καὶ ὁ ἄνθρωπος, βλέπουμε ὅτι ἑρμηνεύεται τριαδολογικά, ἤτοι ὡς ἐξεικονισμὸς τῶν ὑποστατικῶν διακρίσεων. Στὴ συνέχεια ὁ Μποναβεντούρα θὰ ὑποστηρίξει ὅτι ἡ θεία οὐσία χαρακτηρίζεται ἀπὸ 11 ὕψιστες τελειότητες, οἱ ὁποῖες συνοψίζονται σὲ τρεῖς: στὴν αἰωνιότητα, στὴν σοφία καὶ στὴν μακαριότητα, οἱ ὁποῖες μὲ τὴ σειρά τους ἀνάγονται σὲ μία, στὴ σοφία. Μέσα στὴ σοφία περιλαμβάνεται ὁ νοῦς, ἡ διάνοια καὶ ἡ ἀγάπη, πράγματα ποὺ δηλώνουν τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα (Breviloquium, Ι, c. 2.). Ὁ Υἱὸς προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα κατὰ τὴ διάνοια καὶ γι’ αὐτὸ καλεῖται Λόγος, ἐνῶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ ὡς ἡ ἀμοιβαία των ἀγάπη. Ἑπομένως, ἔχουμε δύο ἐκπορεύοντες, τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, καὶ ἕνα ἐκπορευόμενο, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὁ Μποναβεντούρα, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα ὡς αὐταγάπη τοῦ Πατρός, οὔτε ἀπὸ τὸν Υἱὸ ὡς αὐταγάπη τοῦ Υἱοῦ, ἀλλὰ ὡς ἀγάπη τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸν ἄλλο, γιατί τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁ σύνδεσμος τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν Υἱὸ (In I Sent. 13, a, unic. Q. 1, n. 4. Ἐλεύθερη μετάφραση τοῦ συγγραφέως). Οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως, οὐδέποτε χαρακτήρισαν τὸν Ἅγιο Πνεῦμα σύνδεσμο ἢ ἀγάπη μεταξὺ τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν Υἱό. Ὁ σύνδεσμος τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι μόνο ὁ Πατήρ, καθότι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ μόνος ἀναίτιος αἴτιος μέσα στὴν ἄκτιστη θεότητα, ἀπὸ τὸν Ὁποῖον προέρχονται ὁ Υἱὸς γεννητῶς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἐκπορευτῶς (Βλ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, Λόγοι Ἀποδεικτικοί, Β’, 26, Π. Χρήστου Α΄, σελ. 102 καὶ Ν. Ξιώνης, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅτι καὶ Θεὸς καὶ ἐκ Θεοῦ κατὰ φύσιν, ἐκδόσεις Ἔννοια, Ἀθήνα 2018, σελ. 105. Ὡς ἐκ τούτου, ὁ ἰσχυρισμὸς τοῦ καθ. Στ. Γιαγκάζογλου ὅτι ὑπάρχει κάποιος διαπροσωπικὸς σύνδεσμος ἢ σχεσιακὴ ἀναφορὰ μεταξὺ τῶν ὑποστάσεων τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τόσο στὸ πλαίσιο τῆς θεολογίας ὅσο καὶ σὲ αὐτὸ τῆς θείας οἰκονομίας (τὸ γνωστὸ «ὀρθόδοξο» filioque), δὲν μπορεῖ νὰ εὐσταθεῖ, τουλάχιστο σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, ἕνεκα τῆς πατρικῆς μοναρχίας, δηλαδὴ τῆς προβολῆς τῶν δύο ἀμέσως ἐκ τοῦ ἑνός. Βλ. Στ. Γιαγκάζογλου, Βίος καὶ Λόγος στὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση. Δοκίμια θεολογικῆς γνωσιολογίας, ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 2016, σελ. 249).

  Ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς Λατίνους, ὅπως ὁ Congar, θεωροῦν ὅτι ὁ Μποναβεντούρα βρίσκεται ἀρκετὰ κοντὰ στοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ εὐσταθεῖ. Τὸ filioque δὲν εἶναι μόνον ἐκεῖνο ποὺ χωρίζει τὸν φραγκισκανὸ θεολόγο καὶ φιλόσοφο ἀπὸ τὴν πατερικὴ θεολογία, ὅπως θὰ δοῦμε ἀμέσως παρακάτω. Ὁ Μποναβεντούρα ὑποστηρίζει ἕνα πατρομονισμό, κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ Πατήρ, θεωρημένος ὡς πηγιαία θεότης, εἶναι ἡ ἀρχὴ ὄχι μόνο τῆς γέννησης καὶ τῆς ἐκπόρευσης, ἀλλὰ καὶ κάθε εἴδους ἄλλης ἀπόρροιας, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι εἶναι ἡ ἀρχὴ τόσο τῶν ὑποστατικῶν ὅσο καὶ τῆς δημιουργίας (In I Sent. 2, q. 2). Τὰ ἀκριβῶς ἀντίθετα, ὅμως, θὰ μᾶς ἀναφέρει ὁ Ἅγιο Γρηγόριος Παλαμᾶς: «Ἔστιν οὖν καὶ ὁ πατὴρ καὶ ὁ υἱὸς καὶ τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὁμοῦ πηγὴ τοῦ ζῶντος ὕδατος, τουτέστι τῆς θείας χάριτος καὶ ἐνεργείας τοῦ πνεύματος (Βλ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, Λόγοι Ἀποδεικτικοί, Β΄, 65, Π. Χρήστου Α΄, σελ. 136). Κάθε ὑπόσταση τῆς Ἁγίας Τριάδας εἶναι πηγὴ τῆς ὕπαρξης τῆς κτιστῆς πραγματικότητας καὶ ὄχι μόνον ὁ Πατήρ.

  Στὸ ἑπόμενό μας κείμενο θὰ ἐξετάσουμε τὴ τριαδικὴ θεολογία τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη.

  Next Article

Οι Ιεροί Κανόνες επιδέχονται «επανερμηνεία» και «αναδιαμόρφωση» ;