Περὶ τὸ 1530 μ.Χ., στὴν Κέρκυρα, ἕνας ἀγαθὸς νέος, ὁ Στέφανος, ἐπέστρεφε ὁδοιπόρος στὸ χωριό του ἀπὸ τὴν πόλη, ὅπου εἶχε πάει. Κάποια στιγμὴ οἱ συνοδοιπόροι του διέκριναν ἀπὸ μακριὰ μερικοὺς νεαρούς, οἱ ὁποῖοι μετέφεραν ἀλεύρι καὶ θέλησαν νὰ τὸ κλέψουν. Ὁ Στέφανος δὲν συμφώνησε σ’ αὐτὴ τὴν ἐνέργεια, ὅμως ἐκεῖνοι προχώρησαν στὴν ἄνομη πράξη.
Τὰ θύματα τῆς ληστείας εἰδοποίησαν τὸν διοικητὴ Σίμωνα Μπάιλο, κι ἐκεῖνος ἔστειλε στρατιῶτες, γιὰ νὰ συλλάβουν τοὺς ἐνόχους. Οἱ στρατιῶτες συνέλαβαν μόνο τὸν Στέφανο, γιατί οἱ ἄλλοι εἶχαν ἐξαφανιστεῖ, ἐνῶ ἐκεῖνος βάδιζε κανονικὰ καθὼς γνώριζε ὅτι δὲν εἶχε πράξει κάτι κακό. Οἱ στρατιῶτες δὲν τὸν πίστεψαν καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Στὸ δικαστήριο καὶ πάλι δὲν τὸν πίστεψαν καὶ τὸν καταδίκασαν σὲ τρομερὴ ποινή· τὸν τύφλωσαν βγάζοντάς του καὶ τὰ δύο μάτια. Ὁ Στέφανος πλέον δὲν μποροῦσε νὰ ἐξυπηρετηθεῖ ἀπὸ μόνος τους καὶ τὸν βοηθοῦσε ἡ μητέρα του.
Στὴν παρακείμενη παραθαλάσσια πόλη Κασσιόπη ὑπῆρχε ναὸς τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἀποτελοῦσε μεγάλο προσκύνημα μὲ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ὁ Στέφανος πῆγε σ’ αὐτὴ τὴν πόλη, μὲ τὴ μητέρα του προσκύνησε τὴν εἰκόνα. Ἔμειναν ὅλο τὸ βράδυ στὴν ἐκκλησία. Ἡ μητέρα του, πολὺ κουρασμένη, κοιμήθηκε ἀμέσως. Ὁ ἴδιος ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ κοιμηθεῖ, ἐπειδὴ πονοῦσε πολύ.
Κάποια στιγμὴ τὸν πῆρε ἕνας ἐλαφρὺς ὕπνος. Ξαφνικὰ ἔνιωσε δύο χέρια νὰ τὸν ἀκουμποῦν καὶ νὰ ψηλαφοῦν τὶς κόγχες, ὅπου ὑπῆρχαν τὰ μάτια του. Ξύπνησε ἀμέσως καὶ ἀναρωτιόταν ποιὸς τὸν εἶχε ἀγγίξει. Βλέπει τότε μπροστά του μία γυναίκα λαμπροφορεμένη, μέσα σὲ φῶς, ἡ ὁποία μετὰ ἀπὸ λίγο ἐξαφανίστηκε. Ὁ Στέφανος γύρισε τὸ κεφάλι του καὶ εἶδε τὰ καντήλια ἀναμμένα! Ξύπνησε τὴ μητέρα του καὶ τὴ ρώτησε ποιὸς ἄναψε τὰ καντήλια. Ἐκείνη τοῦ εἶπε νὰ σωπάσει, νομίζοντας πὼς ὀνειρευόταν, ἀλλὰ ὁ Στέφανος ἐπέμενε. Σηκώθηκε τότε ἡ μητέρα του καὶ κοίταξε μὲ ἀνησυχία καὶ λακτάρα τὸ πρόσωπό του. Αὐτὸ ποὺ ἀντίκρυσε ἦταν ἕνα συγκλονιστικὸ θαῦμα· ὁ Στέφανος ἀντὶ γιὰ κενὲς κόγχες εἶχε δύο γαλανὰ μάτια, ἐνῶ, πρὶν τὸν τυφλώσουν, τὰ μάτια του ἦταν μαῦρα! Τὸ μόνο ποὺ εἶχε ἀπομείνει ὡς ἀπόδειξη τῆς πρώην τύφλωσής του ἦταν τὸ σημάδι στὰ βλέφαρά του ἀπὸ τὸ πυρακτωμένο σίδερο τοῦ δημίου.
Ὁ ἴδιος καὶ ἡ μητέρα του εὐχαρίστησαν μὲ πολλὴ χαρὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο γιὰ τὴ γρήγορη ἐπέμβασή της. Τὸ θαῦμα ἔγινε γνωστὸ σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ καὶ ὁ διοικητὴς ζήτησε συγγνώμη ἀπὸ τὸν Στέφανο, τὸν ἀποζημίωσε μὲ πλούσια δῶρα καὶ ἀνακαίνισε μέ ἐπιμέλεια τὸν περίβολο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου.




