Του κ. Λέοντος Μπρανγκ, Δρος Θεολογίας
Χαρακτηριστική έκφραση της θεολογίας του Σχολαστικισμού στην αρχιτεκτονική που κορυφώνεται στις μεγάλες summae είναι οι μεγάλοι καθεδρικοί ναοί, οι γοτθικοί ναοί της Δύσεως. Η δημιουργία αυτών των επιβλητικών συστημάτων θεολογίας με την εξεζητημένη φιλοσοφική διαπραγμάτευση και την με μαεστρία δόμηση των συλλογισμών και της επιχειρηματολογίας όντως παραπέμπουν άμεσα σε ένα τέτοιο οικοδόμημα που ο άνθρωπος αντίκρυ σε αυτό καθηλώνεται και στέκεται με θαυμασμό. Όλα τα υλικά στοιχεία εδώ είναι έτσι προσαρμοσμένα, ώστε να εκφράζουν την αρπαγή προς τα πάνω. Στον δυτικό-γοτθικό ναό όλο το βάρος πέφτει στο ύψος. Με τα οξυκόρυφα τόξα του, τα οποία στη βάση του Ναού είναι τεράστια και όσο προχωράει κανείς προς το ύψος λεπταίνουν και πληθαίνουν ώσπου τελικά καταλήγουν σε βελόνες που κυριολεκτικά τρυπάνε τον ουρανό, εκφράζει την έντονη προσπάθεια του δυτικού ανθρώπου αποκλειστικά με τις δικές του δυνάμεις να φτάσει τον Θεό που μακριά από τους ανθρώπους βρίσκεται στον ουρανό, είναι στοιχείο του ουρανού. Θα μπορούσε, βέβαια, να αντιτάξει κανείς ότι αδικούνται με τη διατύπωση αυτή οι μεγάλοι δυτικοί σχολαστικοί θεολόγοι, αφού σαφέστατα μιλάνε για την αποκάλυψη του Θεού ως προϋπόθεση της θεολογίας τους. Μάλιστα ο Θωμάς ο Ακινάτης, διαστέλλοντας τη δική του θεολογία από προηγούμενους εκπροσώπους του Σχολαστικισμού, όπως τους Ιωάννη Σκώτο Εριγένη και Άνσελμο Καντερβουρίας, τονίζει ότι δεν μπορούν όλες οι αλήθειες της πίστης να αποδεικνύονται με λογικά επιχειρήματα, επειδή είναι υπέρλογες1. Πως, λοιπόν, με βάση αυτή την τοποθέτηση για την αποκάλυψη του Θεού εκ μέρους των σχολαστικών μπορεί να γίνει λόγος για αναγωγή του ανθρώπου αποκλειστικά με τις δικές του δυνάμεις;
Όταν εμβαθύνει κανείς λίγο στη σχολαστική θεολογία διαπιστώνει ότι η αποκάλυψη του Θεού, η κίνηση του Θεού προς τον κόσμο τόσο με τη δημιουργία όσο και με το λυτρωτικό Του έργο στο πρόσωπο του Χριστού είναι, βέβαια, το θεμέλιο της θεολογίας και για τον Παπισμό. Αλλά με την ανάληψη του Χριστού ο Θεός αποχωρεί από τον κόσμο, αφήνοντας συνολική την εξουσία Του (plenitudo potestatis), πνευματική όπως και πολιτική, στα χέρια του πάπα2. Αυτό σημαίνει σύμφωνα με τον Θωμά Ακινάτη την υποταγή όλων των βασιλέων της γης στον αντιπρόσωπο του Θεού, τον ποντίφικα της Ρώμης3. Στην ουσία ο Χριστός έχει εξορισθεί στον ουρανό. Τον αντικατέστησε ο πάπας, ο οποίος μέσω της «Εκκλησίας» του ως κεφαλή αυτής της «Εκκλησίας» χειρίζεται ελεύθερα τη χάρη του Θεού. Μέσα στα πλαίσια αυτά καλείται ο πιστός να προβεί στη δικαίωσή του, η οποία, όπως είδαμε σε άλλα άρθρα, κατά τα παπικά δικανικά πρότυπα αποσκοπεί στην εξιλέωση του Θεού με την έννοια της καταστολής της οργής του Θεού εναντίον του, την συμφιλίωση με τον Θεό με καλά έργα. Έπειτα ακολουθεί ένα άλλο στάδιο, εκείνο της φιλοσοφίας, μέσω της οποίας οι προικισμένοι θεολογικοί νόες εξ ιδίων δυνάμεων με τις ικανότητες που διαθέτουν ανάγονται στη θεωρία αυτής της ουσίας του Θεού.
Έτσι είναι απόλυτα φυσικό, ότι οι παπικοί απεχθάνονται την κλίμακα «θείας ανόδου», την κλίμακα των αρετών του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου (συνήθως ιστορείται στους νάρθηκες των μοναστηριακών ναών μας), τον οποίο εορτάζουμε την Κυριακή. Αυτή η κλίμακα που για τους ορθόδοξους είναι ο ασφαλής δρόμος, για να φθάσει κανείς στον Θεό που μας περιμένει σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. ιη , 28), για τους παπικούς αποτελεί κάτι το αδιανόητο. Διότι ο ίδιος ο Θεός τους, ο οποίος ζητάει ικανοποίηση για την άπειρη προσβολή του εκ μέρους των ανθρώπων προκειμένου να συμφιλιωθεί μαζί τους, προφανώς είναι εμπαθής. Γι’ αυτό τους ενθουσιάζει η κυριαρχική κίνηση του δικαιωμένου με τα έργα του ανθρώπου από την γήινη πραγματικότητα προς τον Θεό, στον οποίο διεισδύει με τις διανοητικές του ικανότητες.
Εκτός από το συμβολισμό της νοησιαρχικής αναγωγής του ανθρώπου στον ουρανό συναντάμε στον δυτικό-γοτθικό ναό και το συμβολισμό του εξουσιαστικού οικοδομήματος του Παπισμού που ταιριάζει απόλυτα στη συνάφεια αυτή. Το γιγαντιαίο ύψος δίνει την εντύπωση, ότι ο πάπας δέχεται την εξουσία απευθείας από τον Θεό, ένα Θεό που, όπως τονίστηκε, βρίσκεται στον ουρανό. Με αυτό συμπληρώνεται ουσιαστικά ο προηγούμενος και υπογραμμίζεται το γεγονός, ότι η γήινη σφαίρα ανήκει πλέον στον εκπρόσωπο του Θεού στη γη, τον πάπα, στον αλάθητο αυτόνομο άνθρωπο της Ρώμης, ο οποίος έπειτα μέσω του Προτεσταντισμού και των διάφορων ουμανισμών της Δύσεως γίνεται το κυρίαρχο μοντέλο του δυτικού ανθρώπου.
Εντελώς αντίθετα στον βυζαντινό ναό, τη βασιλική με τρούλλο4, ο Θεός δεν βρίσκεται απόμακρα από τον άνθρωπο στον ουρανό. Και εδώ υπάρχει το στοιχείο του ύψους, αλλά όχι με την ξέφρενη μορφή του δυτικού-γοτθικού Ναού. Δεσπόζει ο τρούλλος που με το ημισφαιρικό σχήμα του γαληνεύει τον άνθρωπο. Ο τρούλλος με τη σφαιρικότητά του συμβολίζει τον ουρανό που κατέβηκε στη γη. Ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, “έκλεινε ουρανούς και κατέβηκε στη γη μας”, για να ανακληθεί ως βρέφος στη φάτνη σύμφωνα με τα λόγια του Ευαγγελιστή Λουκά (2, 7). Με την απεικόνιση του Παντοκράτορα στον τρούλλο φανερώνεται ο Θεός που προσεγγίζει από αγάπη τον άνθρωπο, για να τον συναντήσει και να τον αναστήσει. Η κυρίαρχη απεικόνιση του Παντοκράτορα υπογραμμίζει την πανταχού παρουσία του Θεού, ο οποίος τα πάντα τα διατηρεί στην ύπαρξη. Επιβεβαιώνει απόλυτα το «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. 15,5). Ο άνθρωπος ως δημιούργημα του Θεού δεν είναι σε θέση με τις δικές του δυνάμεις να φτάσει τον άκτιστο Θεό. Μπορεί να Τον συναντήσει μόνο, επειδή ο Θεός προηγουμένως έκανε το πρώτο βήμα και τον πλησίασε.
Σημειώσεις:
- Summa theologiae, I,1,8. 2. Βλ. τον «περί περιβολής» αγώνα του Παπισμού εναντίον όλων των βασιλέων της Δύσεως, κυρίως όμως του βασιλέα των Φράγκων που ήταν και αυτοκράτωρ της Δύσεως (11ος – 12ος αι.). Βασίζεται επί των ψευδοϊσιδωρείων διατάξεων, δηλαδή συμπυκνωμένο στην πρόταση: ο πάπας είναι ο απόλυτος κύριος της Εκκλησίας και της πολιτείας. Επικράτησε ο παπισμός με το «Κογκορδάτο της Βορματίας» (1122), όπου απαγορεύθηκε το δικαίωμα της εκ μέρους των λαϊκών εγκαθίδρυσης (περιβολή) των επισκόπων, που ήταν μεγάλη ήττα της βασιλικής εξουσίας. Βλ. σχετικά Αρχιμ. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική ιστορία απ’ αρχής μέχρι σήμερον, Αθήναι 1978, σσ. 479-488.
- βλ. Storig, Hans Joachim, Kleine Weltgeschichte der Philosophie 1, Fischer Taschenbuch Verlag, Frankfurt am Main 1976, σ. 266. 4. Για μία σύγκριση με πλούσια ερμηνεία των αρχιτεκτονικών στοιχείων ανάμεσα στον δυτικό-γοτθικό ναό και τον βυζαντινό ναό βλ. Ιωάννου Χαρίλαου Βράνου, Θεωρία Αγιογραφίας, Θεσσαλονίκη 1977, σσ. 147-174.




