15 Μαΐου

Share:

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Πρξ. ι΄ 34 – 43

    34 Ἀνοίξας δὲ Πέτρος τὸ στόμα αὐτοῦ εἶπεν· ἐπ᾿ ἀληθείας καταλαμβάνομαι ὅτι οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός, 35 ἀλλ᾿ ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι. 36 τὸν λόγον ὃν ἀπέστειλε τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ εὐαγγελιζόμενος εἰρήνην διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ· οὗτός ἐστι πάντων Κύριος· 37 ὑμεῖς οἴδατε τὸ γενόμενον ῥῆμα καθ᾿ ὅλης τῆς Ἰουδαίας, ἀρξάμενον ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας μετὰ τὸ βάπτισμα ὃ ἐκήρυξεν Ἰωάννης, 38 Ἰησοῦν τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ, ὡς ἔχρισεν αὐτὸν ὁ Θεὸς Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ δυνάμει, ὃς διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος πάντας τοὺς καταδυναστευομένους ὑπὸ τοῦ διαβόλου, ὅτι ὁ Θεὸς ἦν μετ᾿ αὐτοῦ· 39 καὶ ἡμεῖς ἐσμεν μάρτυρες πάντων ὧν ἐποίησεν ἔν τε τῇ χώρᾳ τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐν Ἱερουσαλήμ· ὃν καὶ ἀνεῖλον κρεμάσαντες ἐπὶ ξύλου. 40 τοῦτον ὁ Θεὸς ἤγειρε τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ καὶ ἔδωκεν αὐτὸν ἐμφανῆ γενέσθαι, 41 οὐ παντὶ τῷ λαῷ, ἀλλὰ μάρτυσι τοῖς προκεχειροτονημένοις ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡμῖν, οἵτινες συνεφάγομεν καὶ συνεπίομεν αὐτῷ μετὰ τὸ ἀναστῆναι αὐτὸν ἐκ νεκρῶν· 42 καὶ παρήγγειλεν ἡμῖν κηρῦξαι τῷ λαῷ καὶ διαμαρτύρασθαι ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ ὡρισμένος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν. 43 τούτῳ πάντες οἱ προφῆται μαρτυροῦσιν, ἄφεσιν ἁμαρτιῶν λαβεῖν διὰ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ πάντα τὸν πιστεύοντα εἰς αὐτόν.

 

Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ

    34 Ἀνοίξας δὲ ὁ Πέτρος τὸ στόμα του μὲ τὴν ἀπόφασιν νὰ ὁμιλήσῃ διὰ μακρῶν εἶπεν· Ἀληθῶς καταλαβαίνω, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ πρόσωπα καὶ δὲν κάνει προσωποληψίας. 35 Ἀλλ’ εἰς κάθε ἔθνος, ὁποῖος φοβεῖται τὸν Θεὸν καὶ πολιτεύεται εἰς τὸν βίον του μὲ δικαιοσύνην, εἶναι δεκτὸς ὑπ’ αὐτοῦ καὶ δύναται νὰ ἀρέσῃ εἰς αὐτόν. 36 Δι’ αὐτὸ καὶ ἐγὼ δὲν ἐμποδίζομαι τώρα νὰ ἀναπτύξω καὶ εἰς σᾶς τὸν λόγον καὶ τὸ κήρυγμα, τὸ ὁποῖον ὁ Θεὸς ἀπέστειλεν εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας. Καὶ μὲ τὸν λόγον καὶ τὸ κήρυγμα αὐτὸ ἀναγγέλλει τὸ χαρμόσυνον μήνυμα τῆς εἰρηνεύσεως τοῦ Ἰσραὴλ πρὸς τὸν Θεὸν διὰ μέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ θέλει ὅλοι νὰ σωθοῦν. 37 Σεῖς ξεύρετε τὸ γεγονός, ποὺ διὰ λόγου ἐκηρύχθη καθ’ ὅλην τὴν Ἰουδαίαν, καὶ τὸ ὁποῖον ἤρχισε ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν μετὰ τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας, ποὺ ἐκήρυξεν ὁ Ἰωάννης. 38 Γνωρίζετε τὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος κατάγεται ἀπὸ τὴν πόλιν Ναζαρέτ, πῶς ἔχρισεν αὐτὸν ὁ Θεὸς διὰ Πνεύματος Ἁγίου καὶ τὸν περιέβαλε μὲ δύναμιν, εἰς τὴν ὁποίαν ὀφείλονται τὰ τόσα θαύματά του καὶ ὁ ὁποῖος περιώδευσε καὶ ἐπέρασε ἀπὸ τόπου εἰς τόπον εὐεργετῶν καὶ θεραπεύων ὅλους, ὅσοι κατετυραννοῦντο ἀπὸ τὸν διάβολον καὶ ἐδαιμονίζοντο. Καὶ ἐνήργει τὰ ὑπερφυσικὰ ταῦτα ἔργα ὁ Ἰησοῦς, διότι ὁ Θεὸς ἦτο μαζί του. 39 Καὶ ἡμεῖς εἴδαμεν μὲ τὰ μάτια μας καὶ εἴμεθα μάρτυρες ὅλων, ὅσα ἔκαμε καὶ εἰς τὴν χώραν τῶν Ἰουδαίων καὶ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Καὶ ὅμως αὐτόν, ποὺ τόσας εὐεργεσίας καὶ θεραπείας ἔκαμε, τὸν ἐφόνευσαν καὶ μάλιστα μὲ θάνατον ἀτιμωτικόν. Διότι τὸν ἐκρέμασαν ἐπὶ τοῦ ξύλου τοῦ σταυροῦ. 40 Ὁ Θεὸς ὅμως ἀνέστησε τοῦτον κατὰ τὴν τρίτην ἀπὸ τοῦ θανάτου του ἡμέραν καὶ ἐπέτρεψε νὰ γίνῃ ὁρατὸς καὶ νὰ ἐμφανισθῇ μετὰ τὴν Ἀνάστασίν του, 41 ὄχι πλέον εἰς ὅλον τὸν λαόν. Ἀλλ’ ἐνεφανίσθη εἰς μάρτυρας, οἱ ὁποῖοι εἶχον ἐκλεγῇ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ πολὺ προτοῦ σταυρωθῇ καὶ ἀναστηθῇ ὁ Ἰησοῦς. Καὶ οἱ μάρτυρες αὐτοὶ εἴμεθα ἡμεῖς οἱ ἀπόστολοι, οἱ ὁποῖοι ἐφάγομεν καὶ ἐπίομεν μαζὶ μὲ αὐτὸν μετὰ τὴν Ἀνάστασίν του ἐκ νεκρῶν. 42 Καὶ μᾶς παρήγγειλε νὰ κηρύξωμεν εἰς τὸν λαὸν καὶ νὰ μαρτυρήσωμεν καθιστῶντες ὑπευθύνους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοὺς ἀκροατάς μας, ἐὰν δὲν δεχθοῦν τὴν μαρτυρίαν μας, ὅτι αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς κατὰ τὴν σωτηριώδη καὶ ἀμετάθετον βουλήν του ἔχει ὁρίσει κριτὴν ζώντων καὶ νεκρῶν. 43 Δι’ αὐτὸν μαρτυροῦν ὅλοι οἱ προφῆται καὶ βεβαιοῦν ὅτι καθένας, ποὺ πιστεύει εἰς αὐτόν, θὰ λάβῃ ἄφεσιν ἁμαρτίων διὰ τῆς δυνάμεως καὶ χάριτος, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸ ὄνομα καὶ τὸ πρόσωπόν του.

 

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Ἰω. η΄ 12-20

    12 Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς. 13 εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Φαρισαῖοι· σὺ περὶ σεαυτοῦ μαρτυρεῖς· ἡ μαρτυρία σου οὐκ ἔστιν ἀληθής. 14 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· κἂν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ ἐμαυτοῦ, ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία μου, ὅτι οἶδα πόθεν ἦλθον καὶ ποῦ ὑπάγω· ὑμεῖς δὲ οὐκ οἴδατε πόθεν ἔρχομαι ἢ ποῦ ὑπάγω. 15 ὑμεῖς κατὰ τὴν σάρκα κρίνετε· ἐγὼ οὐ κρίνω οὐδένα. 16 καὶ ἐὰν κρίνω δὲ ἐγώ, ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ ἀληθής ἐστιν, ὅτι μόνος οὐκ εἰμί, ἀλλ᾿ ἐγὼ καὶ ὁ πέμψας με πατήρ. 17 καὶ ἐν τῷ νόμῳ δὲ τῷ ὑμετέρῳ γέγραπται ὅτι δύο ἀνθρώπων ἡ μαρτυρία ἀληθής ἐστιν. 18 ἐγώ εἰμι ὁ μαρτυρῶν περὶ ἐμαυτοῦ, καὶ μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ ὁ πέμψας με πατήρ. 19 ἔλεγον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ὁ πατήρ σου; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὔτε ἐμὲ οἴδατε οὔτε τὸν πατέρα μου· εἰ ἐμὲ ᾔδειτε, καὶ τὸν πατέρα μου ᾔδειτε ἄν. 20 Ταῦτα τὰ ῥήματα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ γαζοφυλακίῳ, διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ οὐδεὶς ἐπίασεν αὐτόν, ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ.

 

Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ

    12 Πάλιν λοιπὸν ὡμίλησε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπεν· Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς ὄχι μόνον τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ’ ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ μὲ πλήρῃ ἐμπιστοσύνην καὶ ἐλπίδα καὶ μὲ πρόθυμον ὑπακοὴν εἰς τοὺς λόγους μου, δὲν θὰ περιπατήσῃ οὔτε θὰ εὑρεθῇ ποτὲ εἰς τὸ σκότος τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ θὰ ἔχῃ μέσα του τὸ ζωηφόρον καὶ πνευματικὸν φῶς, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀληθινὴν ζωήν, τὸν Θεόν. 13 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὴν τολμηρὰν αὐτὴν βεβαίωσιν τοῦ Ἰησοῦ περὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, εἶπαν πρὸς αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι· Σὺ αὐτοσυσταινόμενος ἐγωϊστικῶς δίδεις μαρτυρίαν διὰ τὸν ἑαυτόν σου. Διὰ τὴν μαρτυρίαν σου ὅμως αὐτὴν δὲν ἐγγυᾶται κανείς, ὅτι εἶναι ἀληθὴς καὶ δὲν προέρχεται ἐκ φιλαυτίας καὶ αὐτοθαυμασμοῦ. 14 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· Καὶ ἐὰν ἐγὼ δίδω μαρτυρίαν διὰ τὸν ἑαυτόν μου, ἡ μαρτυρία μου εἶναι ἀληθὴς καὶ ἀξιόπιστος, διότι ἐγὼ γνωρίζω καλῶς ἀπὸ ποὺ ἦλθον διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς μου καὶ ποὺ θὰ ὑπάγω μετὰ τὴν ἀνάληψίν μου. Ἦλθον ἀπὸ τὸν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα μου καὶ θὰ ὑπάγω πάλιν εἰς αὐτόν. Ἡ ἀποστολὴ δὲ καὶ ἡ ἐπάνοδός μου αὐτὴ ἐγγυῶνται περὶ τοῦ ὅτι ἡ μαρτυρία μου εἶναι ἀληθής. Σεῖς ὅμως δὲν ἐλάβετε ἐνδιαφέρον νὰ μάθετε καὶ δι’ αὐτὸ δὲν ἠξεύρετε ἀπὸ ποὺ ἦλθον ἢ ποὺ θὰ ὑπάγω. 15 Σεῖς κρίνετε ἐπιπόλαια, σύμφωνα μὲ τὸ ἐξωτερικὸν φαινόμενον τῆς ἀνθρωπίνης μου φύσεως. Ἐγὼ δὲ πρὸς τὸ παρὸν καὶ πρὸ τῆς δευτέρας μου παρουσίας δὲν καταδικάζω κανένα, ὥστε νὰ σᾶς τιμωρήσω διὰ τὴν ἀπιστίαν σας αὐτήν. 16 Καὶ ἐὰν δὲ ἀναλάβω ἀπὸ τώρα τὸ ἔργον τοῦ Κριτοῦ, ἡ ἀπόφασίς μου καὶ ἡ κρίσις μου θὰ εἶναι ἀληθὴς καὶ δικαία, διότι δὲν εἶμαι μόνος, ἀλλ’ εἴμεθα ἐγὼ καὶ ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος μὲ ἀπέστειλε, καὶ κρίνομεν καὶ οἱ δύο μαζί. 17 Καὶ εἰς τὸν νόμον δέ, διὰ τὸν ὁποῖον καυχᾶσθε, ὅτι εἶναι ἰδικός σας, εἶναι γραμμένον ὅτι δύο ἀνθρώπων ἡ μαρτυρία εἶναι ἔγκυρος καὶ δύναται εἰς αὐτὴν νὰ στηριχθῇ ἀπόφασις νόμιμος καὶ ἰσχυρά. 18 Καὶ εἰς τὴν προκειμένην περίστασιν, ἐγὼ εἶμαι ὁ ἕνας μάρτυς, ποὺ μαρτυρῷ διὰ τὸν ἑαυτόν μου, καὶ δεύτερος μάρτυς μαρτυρεῖ δι’ ἐμὲ ὁ Πατήρ, ποὺ μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον. Δὲν εἶναι λοιπὸν μεμονωμένη ἡ μαρτυρία μου, ἀλλὰ βασίζεται καὶ ἐπὶ τῆς μαρτυρίας τοῦ Πατρός μου. 19 Ἔλεγον λοιπὸν πρὸς αὐτόν· Ποὺ εἶναι ὁ πατήρ σου διὰ νὰ ἀκούσωμεν τὴν μαρτυρίαν του; Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Οὔτε ἐμὲ γνωρίζετε, ὅτι εἶμαι φύσει Υἱός τοῦ Θεοῦ, οὔτε τὸν Πατέρα μου. Ἐὰν ἐξ ἀρχῆς ἐδίδετε ἐμπιστοσύνην εἰς ἐμὲ καὶ διὰ τῆς συμμορφώσεώς σας πρὸς τὴν διδασκαλίαν μου εἶχατε ἐκ πείρας γνωρίσει ποῖος εἶμαι, θὰ ἐγνωρίζατε καὶ τὸν Πατέρα μου. τὸν ὁποῖον φανερώνω εἰς τοὺς πιστοὺς ἀκολούθους μου μὲ τὸ φῶς τῆς διδασκαλίας μου καὶ τὴν θείαν ζωήν μου. 20 Αὐτούς, τοὺς τόσον σοβαροὺς καὶ τολμηροὺς λόγους, τοὺς εἶπεν ὁ Ἰησοῦς πλησίον τοῦ θησαυροφυλακίου τοῦ ναοῦ, διδάσκων εἰς αὐτὸν τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ. Καὶ ὅμως, μολονότι τὸ θησαυροφυλάκιον ἦτο πολὺ πλησίον τῆς αἰθούσης, ὅπου ἐδίκαζε τὸ συνέδριον, κανεὶς δὲν τὸν συνέλαβε, διότι δὲν εἶχεν ἔλθει ἀκόμη ἡ ὡρισμένη ἀπὸ τὸν Θεὸν ὥρα τῆς συλλήψεως καὶ τοῦ θανάτου του.

 

 

ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΧΙΛΛΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΑΡΙΣΗΣ

   Στίς 15 Μαΐου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀχιλλίου ἐπισκόπoυ Λαρίσης. Ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου, καταγόταν ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί διακρινόταν hτόσο γιά τήν κατά Θεό σοφία του ὅσο καί γιά τήν κοσμική. Ἀφοῦ ἀπέκτησε ὅλες τίς ἀρετές ἐκλέχθηκε καί χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος ἀπό τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς τῆς Θεσσαλίας στήν πόλη τῆς Λαρίσης. Ἔλαβε μέρος στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό 325 μαζί μέ τούς 318 θεοφόρους Πατέρες, πού καταδίκασαν τόν αἱρετικό Ἄρειο, ὁ ὁποῖος δίδασκε ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦταν Θεός. Κατόπιν ἐπέστρεψε στήν Λάρισα, ὅπου ἐποίμανε θεοφιλῶς τό ποίμνιο του. Ἔκτισε πολλούς Ναούς, γκρέμισε πολλούς ναούς τῶν εἰδώλων, ἐξεδίωξε δαιμόνια ἀπό ἀνθρώπους πού τούς τυραννοῦσαν, ἔκανε πολλά θαύματα καί τέλος παρέδωσε τό πνεῦμα του ἐν εἰρήνῃ στόν Κύριο.

 

Ἀπολυτίκιον.

Ἦχος δ΄. (Ταχύ προκατάλαβε.)

   Λαρίσης σὲ πρόεδρον, καὶ πολιοῦχον λαμπρόν, ἡ χάρις ἀνέδειξεν ὡς Ἱεράρχην σοφόν, παμμάκαρ Ἀχίλλιε, σὺ γὰρ τὸ τῆς Τριάδος, ὁμοούσιον κράτος, θαύμασι τε καὶ λόγοις, κατετράνωσας κόσμω. Ἣν πάτερ ἐξευμενίζου, τοὶς σὲ γεραίρουσι.

Μεγαλυνάριον

   Χαίροις τῆς Ἑῴας ἀστὴρ λαμπρός, καὶ τῶν Λαρισαίων, λαμπαδοῦχος καὶ ὁδηγός, χαίροις εὐσεβείας, λειμὼν ὁ ἀνθηφόρος, Ἀχίλλιε παμμάκαρ, Τριάδος πρόμαχε.

Previous Article

16 Μαΐου

Next Article

14 Μαΐου