Τὰ Πάθη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν σύλληψίν Του ἕως τὸ «τετέλεσται»

Share:

Τοῦ Ἀρχιμ. Νεκταρίου Ζιόμπολα

Εἰς τὸν Καϊάφαν δέσμιος  ὁ Ἰησοῦς περὶ τὰ μεσάνυκτα πρὸς τὴν Παρασκευήν. Παράνομη ἐνέργεια τὸ νὰ δικασθῆ πρωτίστως ἀπὸ τὸ Ἰουδαϊκὸ Συνέδριο καὶ σὲ νυκτερινὴ ὥρα βεβιασμένα. Ἕνας λόγος ἦταν ὅτι τὸ Σάββατο ἦταν τὸ Πάσχα τῶν Ἑβραίων καὶ ἔπρεπε νὰ τελειώνουν καὶ ἀφοῦ συνέρρεε κόσμος.

Ἐκεῖ εὑρισκόμενος ὁ Ἰησοῦς θὰ δεχθῆ τὰ πάνδεινα. Τὸ ὑπηρετικὸ προσωπικὸ καὶ ὄχι μόνον θὰ τὸν μεταχειρισθοῦν ὡς νὰ ἦτο ἐγκληματικὴ ὕπαρξη. Οὐδὲν ἐμπόδιον εἰς τὸ νὰ τοῦ φέρωνται κατὰ τὸ δοκοῦν. Ὁ ἴδιος εἶχε παραδοθῆ χωρὶς νὰ διαμαρτύρεται. Ὁ Καϊάφας ὕστερα ἀπὸ συζήτηση μαζί του, σὲ μία φάση «διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων ὅτι ἐβλασφήμησε… Τί ὑμῖν δοκεῖ; Οἱ δὲ εἶπον· ἔνοχος θανάτου ἐστι. Τότε ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἐκολάφησαν αὐτὸν, οἱ δὲ ἐρράπισαν λέγοντες· προφήτευσον ἡμῖν, Χριστέ, τὶς ἐστιν ὁ παίσας σε;» (Ματθ. κστ΄ 64- 67). Τὸν ἐνέπαιξαν μετὰ χλευασμοῦ τὸ λεγόμενο «μπίζ»!

Ὡς συνέχεια δέχθηκε ἀλλεπάλληλες κακόπιστες ἀνακρίσεις ὡσὰν κοινὸς κακοποιός. Εἰς τὰ χέρια τῶν αἱμοβόρων καὶ δῆθεν πνευματικῶν ἡγετῶν, ἔπρεπε νὰ ὑποστῆ ἀνεξέλεγκτες συνέπειες, διότι εἶχε ξεσηκώσει τὸν λαὸ μὲ τὸ μέρος του καὶ εἶχε στραφῆ ἐναντίον των διὰ τῶν καυστικῶν «οὐαί». Τὸν διέσυραν, τὸν ἐξευτέλισαν, τὸν περιγέλασαν. Πέρασε ἄσπλαγχνους, βιαίους βασανισμοὺς δερόμενος συνεχῶς. Κυρίως τὸν μαστίγωσαν ἀρκετὲς φορές. Τὸ μαστίγωμα ἦταν ἡ κυρίως πάθησις τοῦ Ἰησοῦ. Τὸ φραγγέλιον μὲ τὰ πέτσινα λουριά, τὰ ὁποῖα στὰ ἄκρα εἶχαν αἰχμηρὰ σφαιρίδια, ὅπου μὲ γυμνὸ τὸ σῶμα κτυπούμενος ἀνελέητα, ὁπότε δεδομένες οἱ ποικίλες πληγές, μὲ ἕνα ἀποτέλεσμα ὅτι ἔχουν συνεχῶς αἷμα μιᾶς πνευματικῆς βασιλείας, τῆς ὁποίας θὰ ἦτο τὸ κέντρον ὁμοῦ μετὰ τοῦ Θεοῦ. Ἐθεώρουν οἱ Ἑβραῖοι ὅτι εἶχε στενὲς σχέσεις, τελείως μοναδικές εἰς τὸ εἶδος των, αἱ ὁποῖαι ἐτοποθέτουν αὐτὸν ἐντὸς μεταφυσικοῦ ἐπιπέδου. Αὐτὸ ἦτο ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον συνιστᾶ ἀληθῆ βλασφημίαν, ἀνυπόφορον διὰ πνεύματα ἑβραϊκά. Αἱ προθέσεις αὐταί θὰ ἠδύναντο νὰ ἀπατήσουν τὰς εὐπίστους λαϊκάς μάζας, κατετάρασσον τοὺς σοφούς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἱερατείου καθόσον ἔβλεπον ὅτι αἱ λαϊκαὶ μᾶζαι ἀφίεντο νὰ συμπαρασύρωνται. Ὅθεν ἔπρεπε κατ’ αὐτοὺς ὁ ψευδοπροφήτης Ἰησοῦς νὰ ἐξοντωθῆ… Ἡ σύγκλητος κρίνασα ὅτι ὁ Ἰησοῦς, υἱὸς τοῦ Ἰωσὴφ εἶχε βεβηλώσει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, οἰκειοποιούμενος αὐτό, ἐνῷ ἦτο ἁπλὸς πολίτης, ἐφήρμοσαν ἐπ’ αὐτὸν τὸν νόμον, ὁ ὁποῖ­ος ἀφεώρα εἰς τὴν βλασφημίαν»*.

Συρόμενον- σιδηροδέσμιον τὸν ὁδηγοῦν εἰς τὸ Πραιτώριον

Λίαν πρωϊ τὴν Παρασκευὴν μὲ ἐπικεφαλῆς Γραμμ. Φαρισαίους ἀρχιερεῖς ἔχοντας τὸν Ἰησοῦν βιαίως συρόμενον μετὰ σχοινίου ἀπὸ τὸν λαιμόν, τὸν ὁδηγοῦν εἰς τὸν Ρωμαῖον ἡγεμόνα Πιλᾶτον. Διέσχισαν ἀπόστασιν χιλιομέτρου. Κάτοικοι δὲ τῆς πόλεως, ἀλλὰ καὶ ξένοι βλέποντας τὸ φαινόμενον, νόμιζαν ὅτι πρόκειται περὶ κοινοῦ κακοποιοῦ, ὅπου βαρειὰ παρανόμησε τὴν νύκτα καὶ τὸν ὁδηγοῦν στὸν ἡγεμόνα καὶ μέλη τοῦ συνεδρίου.

Εἰς τὸν Πιλᾶτον συνέβησαν πολλὰ μεταξὺ αὐτοῦ τοῦ συνεδρίου καὶ τοῦ φανατικοῦ λαοῦ. Ὁ Πιλᾶτος μετὰ ἀπὸ ἀνακριτικὲς ἐξετάσεις ποὺ ἔκανε, κήρυξε ἀθῷο τὸν Ἰησοῦν περὶ τὰς ἕξι φοράς. Ὅταν δὲ ἤκουσε ἀπὸ παρόντας ὅτι: «ἀνασείει τὸν λαὸν διδάσκων καθ’ ὅλης τῆς Ἰουδαίας, ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἕως ὧδε.  Πιλᾶτος δέ ἀκούσας Γαλιλαίαν ἐπηρώτησεν εἰ ἄνθρωπος Γαλιλαῖός ἐστι. Καὶ ἐπιγνοὺς ὅτι ἐκ τῆς ἐξουσίας Ἡρῴδου ἐστὶν ἀνέπεμψεν αὐτὸν πρὸς Ἡρῴδην ὄντα καὶ αὐτὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις». Τὸ γεγονὸς αὐτὸ, ἐπειδὴ δὲν ἀναγινώσκεται σὲ εὐαγγελικὴ περικοπή, τυγχάνει ἄγνωστον εἰς τοὺς πολλούς. «Ὁ δὲ Ἡρῴδης ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν ἐχάρη λίαν· ἦν γὰρ ἐξ ἱκανοῦ θέλων ἰδεῖν αὐτὸν διὰ τὸ ἀκούειν αὐτὸν πολλὰ περὶ αὐτοῦ, καὶ ἤλπιζέ τι σημεῖον ἰδεῖν ὑπ’ αὐτοῦ γινόμενον. Ἐπηρώτα δὲ αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς· ὁ δὲ Ἰησοῦς οὐδὲν ἀπεκρίνατο αὐτῷ». Τελείως τὸν περιφρόνησεν ὁ Ἰησοῦς. Δὲν τελοῦσε σημεῖα – θαύματα πρὸς ἐντυπωσιασμόν. «εἱστήκεισαν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ» (Λουκ. κγ΄ 1-12).

Σὲ μία τελικὴ φάσιν ὁ Πιλᾶτος, ἀφοῦ ἀπέλυσε τὸν λῃστὴν Βαραββᾶν, καὶ παρὰ τὴν ἀθῳότητα τοῦ Ἰησοῦ καὶ πρὸς κάθε ἔννοιαν δικαίου καὶ ἠθικῆς τάξεως καὶ λόγου φόβῳ παρέδωκε τὸν Ἀθῷον σὲ σταυρικὸν θάνατον. «Ἔλαβεν ὁ Πιλᾶτος τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐμαστίγωσε (διὰ μίαν ἀκόμη φοράν), καὶ οἱ στρατιῶται πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν ἐπέθηκαν αὐτοῦ τῇ κεφαλῇ» (Ἰω. ιθ΄ 1-3).

Αὐτὸ ἐσήμαινε δημοσίαν διαπόμπευσιν καὶ ἀφοῦ ἐξεφώνησαν «χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐδίδουν αὐτῷ ραπίσματα… (καὶ) ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν».

Ὡς πρὸς τὸν ἀκάνθινον στέφανον ὑπῆρξε ἕνα πρόσθετον βασανιστήριον, ὅπου οἱ ἀγκαθωτὲς βελόνες μάτωσαν τὴν κεφαλήν. Δι ὅλα αὐτὰ ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης παραπονετικὰ τονίζει: «Ὢ ἀχάριστο γένος τῶν ἀνθρώπων»!

Ἰδιαιτέρως νὰ τονισθῆ ὅτι εἰς τὴν δίκην-παρῳδίαν τοῦ Ἰησοῦ δὲν ὑπῆρχε κἄν μάρτυρας ὑπερασπίσεως, παρὰ μόνο κατηγορίας. Δέσποζαν οἱ εἰρωνεῖες καὶ ἀκραῖες προκλήσεις. Ὡς πρόσθετα δὲ δεινά, ὁ Ἰησοῦς ἦταν νηστικός, διψασμένος καὶ ἀκόμη ἄϋπνος.

Οἱ πάμπολλοι ἐχθροί του δὲν ἤθελαν ἁπλῶς νὰ πεθάνη, ἀλλὰ καὶ σταυρικά, ἀφοῦ ὡς γνωστὸν ἦταν ὁ πλέον σπαραξικάρδιος θάνατος εἰς τὸ ἀνθρώπινον γένος. Φαίνεται ὅτι ἡ θεία Πρόνοια ἐπέλεξε, ὅταν εἰς τὸν χῶρον αὐτὸν κυριαρχοῦσε αὐτὸς ὁ θάνατος διὰ βαρειὰ καταδίκους, ὥστε νὰ τελειώση «ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου» καὶ νὰ παραμείνη ὡς Ἐσταυρωμένος μὲ ἀνοικτάς τὰς χεῖρας καὶ ὁ Σταυρὸς ἄκρως ἱερὸν σύμβολον ποὺ κέκτηται χάριτος καὶ δυνάμεις ὑπερφυσικάς.

Οὕτω πως ἔπρεπε νὰ φορτωθῆ καὶ τὸν σταυρὸν του ὁ κατάδικος. Καρφωμένοι οἱ δύο κορμοὶ μὲ αἰχμηροὺς ρόζους ποὺ πλήγωσαν καίρια τὴν ματωμένην πλάτην του. Πολὺς ὁ λόγος διὰ τὸ ποῖον ἦτο τὸ ξύλο αὐτό, ἀλλ’ ὄχι ἐδῶ.

Ἐδῶ ἐπίσης νὰ τονισθῆ ὅτι ἀπὸ τὸ Πραιτώριον, ὅπου φορτώθηκε τὸν σταυρὸν ἕως τὸν Γολγοθᾶ, ἀλλὰ καὶ γενικὰ ἀπὸ τὴν σύλληψίν του ὡς σύνολον εἶχε βαδίσει τὶς διάφορες ἀποστάσεις σιδηροδέσμιος, πάνω ἀπὸ πέντε χιλιόμετρα.

Ἔχει τονισθεῖ ὅτι κάθε ἄλλος μετὰ ἀπ’ ὅ,τι ὑπέστη θὰ ὑπέκυπτε σὲ θάνατο. Ἀλλ’ ὁ ἐν λόγῳ «κατάδικος» ἔπρεπε νὰ πεθάνη σταυρικά. Τὸ ὅτι ἄντεξε λέγομε ὅτι ὑπερέβη τὰ ἀνθρώπινα μέτρα.

Μὲ συνοδεία τὴν φρουρὰ στρατιωτικῶν, τὴν σπεῖρα Φαρισαίων ἀρχιερέων καὶ λοιπῶν τοῦ Συν­εδρίου ἔφθασαν εἰς τὸν Γολγοθᾶν. Ἐκεῖ οἱ δήμιοι ξάπλωσαν πάνω στὸ Σταυρὸ τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἡ φρικτὴ στιγμὴ ὅπου κάρφωσαν χέρια καὶ πόδια. «Τὸ καρφὶ εἰσῆλθε ἀνάμεσα εἰς τὰ δύο ὀστᾶ κερκίδα καὶ ὠλένη, ὁπότε ὑπῆρξε ἀσύλληπτος ὁ πόνος, διότι τραυματίστηκε τὸ μέσο νεῦρο, αὐτὸ συνέβη καὶ εἰς τὰ δύο χέρια. Ὡς πρὸς τὸ κάρφωμα τῶν ποδιῶν, ἢ κάρφωσαν τὰ δύο μαζὶ καὶ τὸ καρφὶ πέρασε ἀπὸ τὸ ἕνα εἰς τὸ ἄλλο, ἢ καρφώθησαν παράλληλα. Ἄλλος πόνος αὐτός. Μὲ τὴν ἀνύψωσιν τοῦ Σταυροῦ, ὁ ἐσταυρωμένος ἀντιμετώπισε μία σειρὰ ἀπὸ δυσμενεῖς παράγοντες. Ἡ ὀρθοστασία, ἀκινησία δὲν ἔδιδε τὴν δυνατότητα, ὥστε τὸ φλεβικὸ αἷμα νὰ ἐπιστρέφη εἰς τὴν καρδίαν. Μὲ τὸ νὰ μὴ δύνατα νὰ κάνη ἐκπνοὲς καὶ παράλληλα οἱ ἐπιπλοκὲς τραυμάτων καὶ ἡ ὅλη αἱμορραγία, ἐνωρὶς ἔφεραν τὴν τελείαν ἐξάντλησιν».

Πολὺς λόγος περὶ αἱμορραγίας, ἡ ὁποία ὁλοκληρώθηκε μετὰ τὴν σταύρωση. Ὄντως τὸ λεγόμενο ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχυσε τὸ αἷμα του κυριολεκτοῦμε. Κάτω ἀπὸ δύσκολες συνθῆκες, θέλησε καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων λόγων του εἶπε καὶ τὸν κορυφαῖον, προφανῶς ὅλης τῆς διδασκαλίας του: «Πάτερ ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. κγ΄ 34). Δι’ αὐτοῦ ἡ ἀνεξικακία Του πρέπει νὰ προκαλῆ δάκρυα πιστῶν. Ἄφησε πάντως διπλῆν, θὰ λέγαμε, ἐντολήν. Δὲν θυσιάζει ἡ ἀγάπη καὶ θυσία Του οὔτε τοὺς σταυρωτάς του Ἑβραίους· ὁ λόγος του αὐτὸς διευκολύνει, ἀφήνει περιθώρια ἀφυπνίσεως καὶ μετανοίας. Αὐτὸς γνωρίζει τί σημαίνει αἰώνια καταδίκη ψυχῶν. Ἀκόμη ὁ λόγος αὐτὸς ἄφησε προτροπὴ νὰ συγχωροῦμε τοὺς ὅποιους ἐχθρούς μας!

Ὅταν ἀνυψώθηκε ὁ ἐσταυρωμένος συνέβη καὶ τοῦτο. Ἡ Παρθένος Μαρία μὲ ἄλλες γυναῖκες, ἀρχικὰ ἀπηγόρευσαν νὰ πλησιάσουν τὸν λοφίσκον. Προχώρησαν πιὸ ἐπάνω καὶ μὴ ὑπαρχόντων τότε σπιτιῶν εἶδε τὸν Ἐσταυρωμένον Υἱόν της καὶ ἐσπάραξε πονετικά. Αὐτὸς ὁ πόνος ἦταν ἡ «Ρομφαία» Συμεὼν τοῦ Θεοδόχου.  Τὸ σημεῖο αὐτὸ πλέον εἶναι ἱερὰ Μονὴ -Προσκύνημα καὶ λέγεται «Μεγάλη Παναγιά».

Καὶ τὸ ἀσίγαστο μένος κακίας- αἱμοβορίας. «Ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι» «σῶσον σεαυτὸν καὶ κατάβα ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ». Μέχρι ποῦ ἔφθασε ἡ κακία. Ὄντως πρωτιά. Κάτω ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ἦλθε τὸ «τετέλεσται», τὸ ὁποῖον συν­όδευσαν τὰ φοβερὰ σημεῖα. «Θυμοῦ καὶ ὀργῆς σημεῖα», τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.

Μία μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ Ἰούδα καὶ Πέτρου. Διὰ τὸν Ἰούδα εἶπε τὰ πλέον καυστικὰ λόγια, τὸν πόνεσε τὸ πῶς ἔφυγε. Ὁ Πέτρος διὰ τὴν ἄρνησίν του «ἔκλαυσε πικρῶς». Γενικότερα, ἄλλο μετάνοια Πέτρου καὶ ἄλλο μεταμέλεια Ἰούδα, ὅπου ὁ διάβολος τὸν ἔφερε ἐκεῖ ὅπου τελείωσε τόσο οἰκτρὰ πρωτίστως τὴν παροῦσα ζωή.

Παρότι οὕτω πως ἄφησε ὡς ἄνθρωπος τὴν γήϊνη ζωή, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ παρέμεινε ἀμείωτη διὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ εὑρίσκεται σὲ συνεχῆ παροξυσμὸ ἀγάπης. Ἀπόδειξη, ὅτι πάραυτα ἅμα τὸ «τετέλεσται» κατῆλθε στὸν ἀπρόσωπο παμφάγο Ἅδη διὰ ἀνθρώπινη προσφορά. Τοῦτο τὸ γεγονὸς τότε οὐδείς γνώριζε κἄν ἀπὸ τοὺς πρώτους πιστούς. Θὰ παρέλθη χρόνος, ἕως ὅτου ὁ Ἀπόστολος Πέτρος γράψη τὴν ἐπιστολὴν ὅτι ὁ Χριστὸς κατῆλθε καὶ κήρυξε ὡς ψυχὴ τεθεομένη σὲ ἀνθρώπινες ψυχὲς εἰς τὸν Ἅδην. Ἀγκάλιασε ὁ Σωτήρας καὶ τὴν πρὸ ἀνθρωπότητα. Μεγάλο τὸ θέμα, τὸ ποῖ­οι ἔτυχον λύτρωση- σωτηρία ψυχῆς. Ἀκόμη τότε οὐδείς, μὰ οὐδείς περίμενε Ἀνάστασιν Χριστοῦ τὴν τρίτην ἡμέραν, ἐπιστρέφων ἀπὸ τὸν Ἅδην.

Τί ἑορτάζομεν κάθε Μέγα Σάββατον; Ἀνάμνησιν τῆς τότε καθόδου Του εἰς τὸν Ἅδην. Τρισμέγιστο γεγονὸς ποὺ περνᾶ ἀπαρατήρητον. Παχυλὴ ἄγνοια ἀπὸ μεγάλο μέρος τοῦ Χριστεπωνύμου πληρώματος.

Τέλος καὶ ὁ Παύλειος λόγος:

«…Οὐδείς τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκεν· εἰ γὰρ ἔγνωσαν οὐκ ἂν τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν» (Α΄ Κορινθ. β΄ 8). Οἱ Ἰουδαῖοι λοιπὸν δὲν ἐγνώριζαν ὅτι ἐφόνευσαν τὸν Θεόν. Μάλιστα. Τοῦτο ἔστω δεκτὸν ἕως τὸ «τετέλεσται». Ἐν πρώτοις πρωτοφανῆ σὲ θάνατο τοιαῦτα σημεῖα μὲ ἐπίκεντρο τὸν Γολγοθᾶ. Πῶς λοιπὸν δὲν τοὺς «κούνησαν» ψυχικά; Σωματικά, οἱ πάντες ταρακουνήθησαν. Ἐδῶ ὁ λόγος περὶ τοιαύτης σεισμικῆς ἐντάσεως, ὥστε «καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν, καὶ σκότος ἐγένετο ἐφ’ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης, τοῦ ἡλίου ἐκλείποντος» (Λουκ. κγ΄ 44).

Ἀμείλικτα καὶ καυστικὰ ἐρωτήματα τοὺς βαραίνουν διὰ παντὸς ὡς ἔθνος πλέον διὰ τὴν ἐχθρικὴν στάσιν των, λόγῳ ἐμμονῆς εἰς τὴν πολεμικὴν τακτικὴν ὡς Θεοκτόνοι. Ὡς πρώτη δὲ  «κρύα» στάση ἐκ μέρους των, ὅτι ἐσυκοφάντησαν τὴν Ἀνάστασιν μὲ γελοῖα ἐπιχειρήματα. Ὄντως ἀντίχριστοι καὶ αἱμοβόροι. Ὡσὰν δὲ συμβῆ Ἑβραῖοι νὰ «ξυπνήσουν» ἀπὸ ληθάργου, μᾶς ξεπερνοῦν ὡς ὀρθόδοξοι πιστοί, ὅπως συνέβη πρὸ ἐτῶν μὲ τὸν Παῦλον Φωτίου, γνωστὸν εἰς τὸν γράφοντα.

* Κων/νου Ἡλιοπούλου ὁμοτ. καθ. Φιλοσ. Σχολῆς Παν. Ἀθηνῶν. «Ἡ δίκη τοῦ Χριστοῦ ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Ἐπιστήμης. Ἐν Ἀθήναις 1984 σ. 109 -111.

Previous Article

Ἡ Κυβέρνησις καταργεῖ τὴν ἀργίαν τῆς Κυριακῆς παραμονὰς Πάσχα

Next Article

Τὸ Πάσχα τὸ 2025 καὶ ἡ ἀνησυχία τῶν πιστῶν