Γράφει ὁ Πρεσβύτερος π. Γεράσιμος Βουρνᾶς
Στό ἱερό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς (Β΄ Ματθαίου) ἀκούσαμε τόν Χριστό νά καλεῖ τούς ἁγίους Ἀποστόλους νά ἀφήσουν ὅ,τι κάνουν καί νά Τόν ἀκολουθήσουν. Ἐκεῖνοι «εὐθέως ἀφέντες» ὅ,τι ἔκαναν Τόν ἀκολούθησαν μέχρι τέλους, μέχρι καί τήν ἁγία Πεντηκοστή, ὅπως εἴδαμε πρό δύο ἑβδομάδων, κατά τήν ὁποία ἔλαβαν τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ξεκίνησαν νά ἀλλάζουν τόν κόσμο στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Νιώθουμε κι ἐμεῖς τήν ἀνάγκη νά ἔλθει καί σέ ἐμᾶς ὁ Χριστός, ὅπου κι ἄν εἴμαστε, καί νά μᾶς καλέσει νά Τόν ἀκολουθήσουμε; Νιώθουμε τήν ἀνάγκη νά ἀκοῦμε τήν διδασκαλία Του, ἀλλά καί τό τί ἀκριβῶς θέλει ἀπό ἐμᾶς νά κάνουμε στήν προσωπική μας ζωή, ἀφοῦ ἔχουμε κουραστεῖ πιά μέ τούς ἀδιέξοδους πειραματισμούς μας;
Τό κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ δέν ἀφορᾶ μόνο στούς ἁγίους Ἀποστόλους, ἀλλά ἐπαναλαμβάνεται διαρκῶς, σέ ὅλες τίς ἐποχές καί γιά ὅλους ἐμᾶς. Διά τῆς Ἐκκλησίας μποροῦμε κι ἐμεῖς νά μαθητεύσουμε στόν Χριστό καί διά τῶν ἁγίων Μυστηρίων της νά λάβουμε ἀπό Ἐκεῖνον ὅ,τι ἀκριβῶς χρειαζόμαστε. Ὅμως, σέ ἀντίθεση μέ τούς ἁγίους Ἀποστόλους, ἐμεῖς δέν ἔχουμε τόσο ἄμεσα ἀντανακλαστικά. Δέν ἀκολουθοῦμε ὁλόψυχα τόν Χριστό καί δέν τόν βάζουμε Ἐκεῖνον καί μόνο σέ ἀποκλειστική προτεραιότητα. Αὐτό ὀφείλεται στό ὅτι δέν ἔχουμε σχέση μέ τόν Χριστό, ἀλλά οὔτε καί ποθοῦμε νά τήν ἀποκτήσουμε.
Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, ἄν καί ψαράδες, δέν ἦταν σάν κι ἐμᾶς ἀπορροφημένοι ἀπό τήν ἐργασία τους. Ποθοῦσαν κάτι παραπάνω, ἤξεραν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο σῶμα καί γι’ αὐτό μαθήτευσαν πρῶτα στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, ὁ ὁποῖος τούς ἔδωσε τά μάτια, γιά νά μποροῦν νά δοῦν τόν Χριστό, νά τόν ἀναγνωρίσουν καί νά συνειδητοποιήσουν ὅτι Αὐτός εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Καί σέ ἐκεῖνον ὅμως δέν κινήθηκαν κάνοντας τυφλή ὑπακοή. Μετά τήν Βάπτισή Του ὁ Χριστός κάλεσε γιά πρώτη φορά τούς μαθητές Του νά Τόν ἀκολουθήσουν (Ἰω. α΄, 35-52) κι ἐκεῖ εἶχαν τήν εὐκαιρία νά γνωρίσουν Ποιός εἶναι καί νά διαπιστώσουν ὅσα τούς εἶπε ὁ ἅγιος Ἰωάννης μέ τά μάτια τους. Μετά, καθώς διευκρινίζει ὁ ἅγιος Νεκτάριος, οἱ Μαθητές φαίνεται ὅτι ἐπέστρεψαν στίς ἐργασίες τους ὁ καθένας, μέχρι πού ὁ Χριστός, «ἀκούσας ὅτι Ἰωάννης παρεδόθη» (Μτθ. δ΄, 12) κάλεσε τούς Μαθητές γιά δεύτερη καί ὁριστική φορά[1], ὅπως διαπιστώνουμε ἀπό τήν Εὐαγγελική περικοπή τῆς ἐρχομένης Κυριακῆς. Χωρίς αὐτή τήν διευκρίνιση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, κοιτῶντας κάποιος μόνο τήν περικοπή τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου («Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν Αὐτῷ») θά μποροῦσε νά θεωρήσει ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἔδρασαν κάπως παρορμητικά ἀκολουθῶντας τόν Χριστό, χωρίς νά Τόν ἔχουν γνωρίσει καλά ἀκόμα. Ὡστόσο, ὁ Χριστός δέν δίνει ἐντολές στά ξαφνικά, ἀλλά πρῶτα σχετίζεται βαθιά μέ τούς ἀνθρώπους Του, ἀπαντᾶ στίς ἐρωτήσεις τους, τούς δίνει χῶρο καί χρόνο νά Τόν γνωρίσουν καί κατόπιν τούς ἀποκαλύπτει αὐτό πού θέλει ἀπό ἐκείνους νά πράξουν, γιατί αὐτό γνωρίζει πώς θά τούς ὠφελήσει καί θά τούς ὁλοκληρώσει ὡς ἀνθρώπους. Ὁ Χριστός δέν καταδυναστεύει τούς ἀνθρώπους, ἀλλά σχετίζεται μαζί τους, τούς ἀντιμετωπίζει, ὄχι μόνο ὡς μαθητές Του, ἀλλά καί ὡς φίλους Του (Ἰω. ιε΄, 14), ἀρκεῖ νά τό θελήσουν οἱ ἴδιοι φυσικά.
Κι ἐδῶ ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς αὐτοκριτικῆς μας. Ἐμεῖς διαφέρουμε ριζικά ἀπό τόν τρόπο πού σχετίζεται ὁ Χριστός. Ἐμεῖς προσπαθοῦμε νά κατεξουσιάσουμε τούς ἄλλους, θέλουμε νά ἐπιβάλουμε τό δικό μας, θέλουμε νά νιώσουμε καί νά ἀποδείξουμε σέ ὅλους ὅτι εἴμαστε ἀνώτεροι χωρίς νά ἐνδιαφερόμαστε γιά τήν σχέση μας μέ τούς ἄλλους. Αὐτός ὁ διαρκής ἀνταγωνισμός, μάλιστα, δέν ἀφορᾶ μόνο στούς ἄρχοντες καί ὑψηλόβαθμους αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλά ξεκινᾶ ἤδη ἀπό τά ἀνδρόγυνα, ἐπεκτείνεται στίς οἰκογένειες – ἰδίως ὅταν ἔρχονται καί παιδιά – , ἐξαπλώνεται ἀκόμη καί στίς ἐκκλησίες. Τί νά περιμένει κανείς ἑπομένως ἀπό τά κράτη καί τίς κυβερνήσεις τους, ὅπου ὁ ἀνταγωνισμός στήν ἐποχή μας ἔχει φθάσει σέ τέτοια παραφροσύνη, ὥστε νά πλησιάζει ἀναπόφευκτα ἡ μεγαλύτερη πολεμική σύρραξη πού ἔγινε ποτέ καί γιά τήν ὁποία μᾶς ἔχουν ἤδη προειδοποιήσει πολλάκις οἱ Πατέρες μας;
Σέ ὅλη αὐτή τήν κατάσταση τήν μεγαλύτερη εὐθύνη τήν ἔχουμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, πού ποτέ δέν ἐνδιαφερθήκαμε νά μάθουμε καί ἰδίως νά ἐφαρμόσουμε στὴ ζωή μας τόν τρόπο πού σχετίζεται ὁ Θεός, ὅπως στήν Ἁγία Τριάδα, δέν θεωρεῖ τό ἕνα Πρόσωπο τό ἄλλο κατώτερο, ἀλλά εἶναι καί τά Τρία Πρόσωπα Ὁμοούσια καί Ὁμόθρονα[2].
Ἀκόμη καί στήν πιό σοβαρή σχέση μεταξύ δύο ἀνθρώπων, δηλαδή στό ἀνδρόγυνο, οἱ ἄνδρες καί οἱ γυναῖκες ἐπιδίδονται ἀπ’ ἀρχῆς κόσμου σέ ἕνα ἀκατάσχετο ἀνταγωνισμό. Ὅπως ὅμως ἔχει τονίσει ὁ Δάσκαλός μας, π. Βασίλειος Βολουδάκης, «πρέπει νά καταλάβουμε ὅλοι μας, πώς ἡ ἔμμονη ἰδέα τῆς “ἀνωτερότητας” καί τῆς “κατωτερότητας” […] εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀνθρώπινης μυωπίας, τοῦ φόβου καί τῆς ψυχικῆς ταραχῆς καί συνεπάγεται πάντοτε ἤ παθιασμένους καί ξεκάρφωτους ἔρωτες ἤ κομπλεξικές ἀντιπαλότητες. Ποτέ ὅμως, ἀληθινή σχέση καί ἀγάπη»[3]. Αὐτή ἡ στάση στή συνέχεια ἐπεκτείνεται καί στά παιδιά, πού ἀποκτοῦν τά ζευγάρια, καί ἀντιμετωπίζονται ὡς ἐξαρτήματα καί ἐργαλεῖα στήν διαμάχη τῶν δύο καί σχεδόν ποτέ ὡς ἰσότιμες προσωπικότητες πού χρειάζονται τήν στήριξη τῶν γονέων τους στά πρῶτα εὐαίσθητα βήματά τους.
Ὅπως καί πάλι μᾶς ἔχει διευκρινίσει ὁ π. Βασίλειος, ἡ οἰκογένεια «ὀργανικά ριζωμένη στήν Ἐκκλησία, ἀντιγράφει τὴ ζωή τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀπαρτίζουν ὅλοι, Ἐκκλησία-Πνευματικός-Πατέρας-Μητέρα-Παιδιά μία κυκλική σχέση ἀκατάλυτη, ὅπου σ’ αὐτήν δέν πρωτεύει οὔτε ὁ Πνευματικός, οὔτε οἱ γονεῖς, οὔτε τά παιδιά, ἀλλά μόνο ὁ Χριστός, «ὁ ἐν πᾶσι πρωτεύων». Δέν διακρίνεται κανείς, δέν κατεξουσιάζει κανείς, δέν εἶναι κανείς ἐπάνω καί κανείς κάτω, ἀλλά ὅλοι σέ κύκλο, πού μέσα σ’ αὐτόν καταργεῖται ἡ ἀξιολογική κλίμακα, ἡ πηγή ὅλων τῶν συγκρούσεων, τῆς ζήλειας καί τοῦ φθόνου»[4].
Ἐάν μέ ἄλλα λόγια, ἀντί νά ἀντιμαχόμαστε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, θέταμε σέ προτεραιότητα νά σχετιστοῦμε μεταξύ μας, ὅπως ὁ Χριστός θέλει νά σχετιστεῖ μέ ἐμᾶς, τότε οἱ ζωές μας θά μετατρέπονταν σέ Παράδεισο ἐπί τῆς γῆς. Ἡ ἀρχή στήν ἐποχή μας πρέπει νά γίνει ἀπό τό Μυστήριο τοῦ Γάμου, τό ὁποῖο ἀπαξιώνεται ὅλο καί περισσότερο, ἀκόμα καί ἀπό θρησκευόμενους ἀνθρώπους. Ὅπως ἔχουν πεῖ οἱ Πατέρες μας, οἱ κληρικοί ὅλων τῶν βαθμίδων – ὅπως καί κάθε ἄνθρωπος πού ἔχει ὁποιαδήποτε θέση εὐθύνης στόν κόσμο μας καί θά μποροῦσε κάπως νά βοηθήσει τήν κατάσταση – δέν βγαίνουν ἀπό τά λάχανα, ἀλλά ἀπό τίς οἰκογένειες, οἱ ὁποῖες ἀκόμη κι ἄν ἐκκλησιάζονται πολλές φορές δέν κινοῦνται πρός τήν σχέση μεταξύ τῶν μελῶν τους, ὅπως θέλει ἡ Ἐκκλησία μας. Ἀντί τό κάθε μέλος τῆς οἰκογένειας νά συνειδητοποιήσει τόν ἰδιαίτερο λειτουργικό ρόλο πού τοῦ δίνει ὁ Θεός μέ τίς ὁδηγίες Του, ὥστε νά τελειοποιηθεῖ καί ἡ σχέση νά σταθεροποιηθεῖ καί νά ἀνθίσει, ψάχνει μέ τήν πρώτη δυσκολία νά βρεῖ ποῦ θά ρίξει τίς εὐθύνες[5].
Ἡ σχέση μας «μέ τούς ἀνθρώπους εἶναι ἐκείνη πού προσδιορίζει καί τή σχέση μας μέ τόν Θεό»[6] καί γι’ αὐτό θά πρέπει νά μαθητεύσουμε στήν Ἐκκλησία μας μέ μεγαλύτερη ζέση, ὥστε νά βάλουμε μία τάξη στή ζωή μας καί στό πῶς σχετιζόμαστε μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Τό παρόν ἄρθρο ἀποσκοπεῖ μόνο στό νά τονίσει τήν ἀλήθεια τοῦ ὅτι πρέπει ἐπί τέλους νά ἀπαλλαγοῦμε, σέ ὅλα τά ἐπίπεδα, ἀπό τήν ἀκατάσχετη ἐπιθυμία μας νά ἀνταγωνιζόμαστε ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί νά προσπαθοῦμε νά φανοῦμε ἀνώτεροι. Αὐτή ἡ τακτική πόρρω ἀπέχει ἀπό τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καθώς καί τῶν Ἁγίων Του.
Ὁ Χριστός, πού «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ» περπάτησε «παρά τήν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας καί κάλεσε κοντά Του τούς Μαθητές καί ἁγίους Ἀποστόλους Του, νά περπατήσει καί παρά τήν ἄγρια θάλασσα τῆς ζωῆς τοῦ καθενός μας καί νά μᾶς ἀνάψει τόν πόθο νά γίνουμε ἀληθινοί μαθητές Του καί ὄχι τοῦ ἀνταγωνιστικοῦ πνεύματος τοῦ κόσμου τούτου, πού ὁδηγεῖ στήν καταστροφή. Γένοιτο!
Σημειώσεις:
[1] Ἁγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως, Εὐαγγελική Ἱστορία, δι’ ἁρμονίας τῶν κειμένων τῶν Ἱερῶν Εὐαγγελιστῶν, Ματθαίου, Μάρκου, Λουκᾶ καί Ἰωάννου, ἐκδ. Νεκτάριος Παναγόπουλος, Ἀθῆναι, 1999, βλέπε σημείωση στὴ σελ. 88. [2] Πρωτ. Βασιλείου Ἐ. Βολουδάκη, Ὁ Γάμος Κατάργηση τῶν Φύλων, Κατάδυση στήν ψυχοπαθολογία τῶν δύο φύλων, ἐκδ. Θυηπόλος, Ἀθήνα, 2010, σελ. 19. [3] Πρωτ. Βασιλείου Ἐ. Βολουδάκη, ὅ.π., σελ. 19-20. [4] Νινέττα Βολουδάκη (Ἐπιμέλεια), π. Βασίλειος «Ὁ Ἥλιος ὁ ὁρατός ἀπό τόν Οὐρανό», ἐκδ. Ὑπακοή, Ἀθήνα, 2025, σελ. 44. [5] Ὅλα αὐτὰ τὰ ζητήματα ὁ π. Βασίλειος Βολουδάκης τὰ διευκρινίζει μὲ μοναδικὸ καὶ ἀναγκαῖο γιὰ τὴν ἐποχή μας τρόπο στὸ βιβλίο του «Ὁ Γάμος Κατάργηση τῶν Φύλων». [6] Πρωτ. Βασιλείου Ἐ. Βολουδάκη, ὅ.π., σελ. 17.