Τοῦ κ. Εὐλαλίου Θωμαΐδη, Θεολόγου
Θὰ κλείσουμε αὐτὴ τὴν σειρὰ τῶν ἄρθρων μας περὶ τῆς ἐκθέσεως τῆς θεολογικῆς σκέψης τῶν γερμανόφωνων μεταπατερικῶν μὲ τὴν σύντομη ἔκθεση ὁρισμένων θεολογικῶν θέσεων τοῦ Ἑλβετοῦ H. U. v. Balthasar σὲ ἀντιπαράθεση πάντοτε μὲ τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ διδασκαλία.
Ἡ ἀγάπη ὡς ἡ ἰδία ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ
Σύμφωνα μὲ τὸν Balthasar, τὸ εἶναι δὲν ἑρμηνεύεται ἰδεαλιστικά, δηλαδὴ μὲ βάση τὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ πνεύματος, ἀλλὰ μονάχα ἀγαπητικά, τουλάχιστον μὲ βάση τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία. Τὸ θεμέλιό του δὲν εἶναι κάτι ἄλλο παρὰ ἡ ἀγάπη. Συνεπῶς, ὁ Θεὸς ὡς τὸ Εἶναι / ἀγάπη δὲν εἶναι ἀγάπη μόνο στὴ σχέση του μὲ τὴν κτιστὴ πραγματικότητα, δηλαδὴ ἐνεργειακά, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἀγάπη ὡς πρὸς τὸν ἴδιο του τὸν Ἑαυτό. Αὐτὸ σημαίνει, ἐν ὀλίγοις, ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι μόνον ἀγάπη (H. Balthasar, Teologica III, Jaca Book, Milano 1992, σσ. 131-132). Παρόμοιες ἀπόψεις ἔχουν ἐκφράσει σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὰ καθ’ ἡμᾶς οἱ Ἰ. Ζηζιούλας καὶ Χρῆστος Γιανναρᾶς (J. D. Zizioulas, Being as communion. Studies in personhood and the Church, St. Vladimir’s Seminary Press, Crestwood – New York 1985, σελ. 46 καὶ τοῦ ἰδίου, Lectures on Christian Dogmatics, T&T Clark, New York / London 2008, σελ. 53: «God is love in his very being». Βλ. ἐπίσης Χρ. Γιανναρᾶς, Ἐνθάδε – Ἐπέκεινα, (ἀπόπειρες ὀντολογικῆς ἑρμηνευτικῆς), ἐκδόσεις Ἴκαρος, Ἀθήνα 2016, σελ. 59). Ἔτσι, καθίσταται ἐμφανὲς τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἑλληνικὴ μεταπατερικὴ θεολογία ἀντιγράφει αὐτούσιες τὶς διατυπώσεις της ἀπὸ τὴ Νέα Θεολογία τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ὁμολογίας. Σύμφωνα μὲ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως, ὅ,τι δὲν εἶναι ὑπόσταση καὶ οὐσία μέσα στὸν Θεὸ εἶναι μόνον ἐνέργεια. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ὁριστεῖ ὡς ἀγάπη, καθότι εἶναι ἀμέθεκτη καί, ὡς ἐκ τούτου, δὲν μπορεῖ νὰ τῆς ἀποδοθεῖ καμία θεωνυμία. Τὰ θεῖα πρόσωπα, μὲ τὴ σειρά τους, δὲν εἶναι οὔτε αὐτὰ ἀγάπη, καθότι διαφέρουν μονάχα κατὰ τὸ αἴτιο (τὸ ἀγέννητο τοῦ Πατρὸς) καὶ τὸ αἰτιατὸ (τὸ γεννητὸ τοῦ Υἱοῦ καὶ τὸ ἐκπορευτὸ ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος). Συνεπῶς, τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας δὲν μποροῦν νὰ σχετίζονται ἀμοιβαῖα, ἤτοι τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο, ἀλλιῶς θὰ ἔπρεπε νὰ γίνει ἀποδεκτὸ τὸ λατινικὸ filioque. Τὴ δυτικῆς προελεύσεως ἀμοιβαία ἀγαπητικὴ σχέση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας φαίνεται νὰ ὑποστηρίζει καὶ ὁ π. Δ. Στανιλοάε (Δ. Στανιλοάε, Ἡ περὶ Θεοῦ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ διδασκαλία, μτφρ: (π.) Κωνσταντῖνος Coman καὶ Γ. Παπαευθυμίου, ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα 2011, σελ. 269). Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγ. Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη, ὅμως, ἡ θεία ἀγάπη (ἔρωτας) εἶναι ἀγαθὴ πρόοδος τῆς ἐξηρημένης ἑνώσεως, ἤτοι κινητικὴ καὶ ἀναγωγικὴ πρὸς τὸν ἑαυτό της θεία δύναμη. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ θεία ἀγάπη εἶναι πρόοδος τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν κτιστὴ πρα–γματικότητα καί, ὡς ἐκ τούτου, ἀφορᾶ μονάχα στὴ θεία οἰκονομία. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ κοινὴ φυσικὴ ἢ οὐσιώδης ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ (Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, Περὶ θείων ὀνομάτων, IV, 14, PTS 33, σελ. 140).
Tὸ filioque καὶ ἡ κριτικὴ εἰς τὴν ὑποστατικὴν μοναρχίαν τοῦ Πατρός
Σύμφωνα μὲ τὸν Balthasar, ἡ μοναρχία τοῦ Πατρός, τουλάχιστον ἔτσι ὅπως ἑρμηνεύεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία, εἶναι ἐγκλωβισμένη στὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ Πνεῦμα. Πιὸ συγκεκριμένα, ὁ Πλωτῖνος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Νοῦς καὶ ἡ Ψυχὴ προέρχονται ἀπὸ τὸ Νοῦ. Ἔτσι, ἡ πατερικὴ ἔκφραση ὅτι ὁ Πατὴρ προβάλλει τὸν Υἱό του γεννητῶς καὶ τὸ Πνεῦμα του ἐκπορευτῶς φαίνεται νὰ ἀντικατοπτρίζει τὴ διδασκαλία τοῦ Πλωτίνου ποὺ ἀφορᾶ στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ δυάδα προέρχεται ἀπὸ τὴ μονάδα (H. Balthasar, Teologica III, Jaca Book, Milano 1992, σσ. 131-132). Ὅμως οἱ ἀληθινὰ ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία εἶναι οἱ Λατῖνοι καὶ ὄχι οἱ Ὀρθόδοξοι, καθότι τὸ ἱεραρχικὸ σχῆμα τῶν ὑποστάσεων τοῦ Πλωτίνου «Ἕν – Νοῦς – Ψυχὴ» φαίνεται ὅτι ἔχει ἐπιβιώσει, ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ καθ. Ν. Ξεξάκης, στὸ filioque τῆς ρωμαιοκαθολικῆς παράδοσης, καὶ τοῦτο, διότι ἡ Ψυχὴ προϋποθέτει τὸ Νοῦ καὶ τὸ Ἕν, ὅπως ἀκριβῶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς τρίτο κατὰ τὴν τάξη προϋποθέτει τὶς ὑποστάσεις τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πατρὸς ὡς πρὸς τὴν ἐκπόρευση. Ἄρα, ὅπως στὸν Πλωτῖνο ἡ Ψυχὴ παράγεται ἀπὸ τὸ Νοῦ, ἔτσι καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Υἱό, πρᾶγμα ποὺ ἐπιφέρει ἱεραρχία μέσα στὴν Ἁγία Τριάδα, καθὼς ὁ Πατὴρ μόνο προβάλλει, ὁ Υἱὸς προβάλλεται καὶ προβάλλει καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μόνο προβάλλεται γιὰ τοὺς Λατίνους πάντοτε (Ν. Ξεξάκης, Ἰωάννης Βέκκος καὶ αἱ θεολογικαὶ ἀντιλήψεις αὐτοῦ, Ἀθῆναι 1981, σελ. 142). Συνεπῶς, ὁ Balthasar δὲν κατάλαβε οὔτε τὴν ἐκ μόνου ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπὸ τὸν Πατέρα οὔτε καὶ τὴν πλωτινικὴ φιλοσοφία.
Ἀντιστροφὴ τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων μέσα εἰς τὴν θείαν οἰκονομίαν
Σύμφωνα μὲ τὸν Balthasar, οἱ ἀποστολὲς τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποτελοῦν ἀντιστροφὴ τῶν ὑποστατικῶν σχέσεων τῆς Ἁγίας Τριάδας. Στὴν ἱστορία τῆς θείας οἰκονομίας τὸ Ἅγιο Πνεῦμα φαίνεται νὰ ἔχει ἕνα χαρακτήρα ἐνεργητικό, ἐνῶ ὁ Υἱὸς ἕνα χαρακτήρα παθητικό. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἦταν ἐκεῖνο ποὺ κατῆλθε στὴ Μήτρα τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο ποὺ συνόδευε τὸν ἐπίγειο Ἰησοῦ καὶ τοῦ ἀποκάλυπτε τὸν Πατέρα, ἐνῶ ὁ Χριστὸς ὑπάκουε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι στὸν Πατέρα (B. Mondin, La Trinita mistero d’Amore, ESD, Bologna 20102, σελ. 243). Μετὰ τὴν Ἀνάσταση ὁ Χριστὸς ἀποκτᾶ ξανὰ ἕνα ἐνεργητικὸ ρόλο ἀποστέλλοντας τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν Ἐκκλησία του γιὰ τὸν Balthasar πάντοτε. Ὅμως, γιὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση ὅλα τὰ ἀνωτέρα περὶ ἀντιστροφῆς τῶν ὑποστατικῶν σχέσεων λόγῳ κένωσης δὲν μποροῦν νὰ εὐσταθοῦν, καὶ τοῦτο, διότι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουμε τὶς κοινὲς ἄκτιστες ἐνέργειες. Κανένα πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας δὲν ἀποστέλλεται ὡς πρόσωπο, σύμφωνα μὲ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἰδάλλως θὰ εἴχαμε λειτουργικὴ διάκριση ὑποστάσεων, τουτέστιν τὰ ἀποστελλόμενα πρόσωπα θὰ ἦταν ὑπηρετικὰ ὄργανα τοῦ Πατρός. Ἔτσι, ὁ Υἱὸς ἀποστέλλεται μονάχα ὡς ἄνθρωπος, καθότι ὁ Υἱὸς πλάθει δημιουργικὰ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (καὶ ὄχι μὲ τὸ ἴδιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα) τὸ σῶμα του καὶ τὴν ψυχή του γινόμενος ἡ ὑπόσταση τῆς ἀνυπόστατης ἀνθρώπινης φύσεως ποὺ προσέλαβε, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴ χριστολογία. Ἀκόμη, στὴν Μήτρα τῆς Παναγίας κατέρχεται ὁ Υἱὸς ὑποστατικὰ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργειακά, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς (Γρηγόριος Παλαμᾶς, Διάλεξις Θεοφάνους πρὸς Θεότιμον, 28, Π. Χρήστου Β’, σελ. 255). Ἑπομένως, δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι οἱ ἀποστολὲς εἶναι ἀντιστρεφόμενες ὑποστατικὲς σχέσεις, ὅπως κάνει ὁ Balthasar, ἀλλὰ φανερώσεις ἢ θεοφάνειες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἤ, μὲ ἄλλες λέξεις, ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, κοινὲς σὲ ὅλα τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας.