Κριτικὴ τῆς θωμιστικῆς χριστολογίας βάσει τῶν Ἑλλήνων Πατέρων

Share:

Τοῦ κ. Εὐλαλίου Θωμαΐδη, Θεολόγου

  Στὸ παρὸν μας ἄρθρο θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴ χριστολογία τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη καὶ πιὸ συγκεκριμένα μὲ τὸ ἂν ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ διαθέτει τὸ πλήρωμα τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν ἢ ὄχι. Ὁδηγός μας γιὰ αὐτὸ τὸ νέο μας ἄρθρο θὰ εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ δομινικανοῦ J. T. White [1], τὸ ὁποῖο φέρει τὸν τίτλο «The Incarnate Lord» [2]. Ὁ λόγος ποὺ ἐπιλέχθηκε αὐτὴ ἡ θεματολογία εἶναι ἡ κατάδειξη τοῦ πῶς ἀκριβῶς ἐπηρεάζει τούς Λατίνους ἡ ἄρνηση τῆς διακρίσεως μεταξύ τῆς ἀκτίστου οὐσίας καὶ τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας στὸ Θεό, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἐπιφέρει συνέπειες, τόσο ὡς πρὸς τὴ χριστολογία, ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὴν ἐκκλησιολογία.

  Κατὰ τὸν  T. J. White, ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πλήρους πνευματικῆς καὶ ἠθικῆς τελειότητας [3], καθότι ἔχει τὴν πληρότητα τῆς ἀληθείας καὶ τῆς χάριτος [4]. Ἡ ἀνωτέρα πληρότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ θεμελιώνεται στὴν ὑποστατικὴ ἕνωση, ἤτοι στὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἄκτιστο πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ φέρει δύο φύσεις, τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη. Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς φέρει δύο φύσεις, ἕπεται ὅτι μποροῦν νὰ τοῦ ἀποδοθοῦν τόσο θεῖα ὅσο καὶ ἀνθρώπινα ἰδιώματα, καὶ τοῦτο ἕνεκα τοῦ ἑνιαίου τῆς ὑποστάσεως τοῦ Λόγου [5]. Ἡ δυνατότητα ἀπόδοσης θείων καὶ ἀνθρωπίνων ἰδιωμάτων στὸ Χριστὸ καλεῖται κοινοποίηση ἰδιωμάτων. Τὰ θεῖα ἰδιώματα ἀποδίδονται στὸν ἔνσαρκο Λόγο κατὰ τὴ θεία Του φύση, ἐνῶ τὰ ἀνθρώπινα ἰδιώματα ἀποδίδονται στὸν ἔνσαρκο Λόγο κατὰ τὴν ἀνθρώπινή του φύση. Ἔτσι, ὁ Χριστὸς εἶναι ἀπαθὴς κατὰ τὴ θεότητα καὶ παθητὸς κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Μέχρις ἐδῶ οἱ Ὀρθόδοξοι συμφωνοῦμε μὲ τοὺς Λατίνους. Κάθε φύση ἔχει τὰ οἰκεῖα της γνωρίσματα ἢ ἰδιώματα, δηλαδὴ ἡ ἄκτιστη ἔχει ἄκτιστα καὶ ἡ κτιστὴ φέρει κτιστά. Ποῦ ἔγκειται, ὅμως, τὸ σημεῖο διαφοροποίησης μεταξύ τῆς ὀρθοδόξου πατερικῆς χριστολογίας καὶ αὐτῆς τῆς λατινικῆς;

  Ἡ Ὀρθόδοξη πατερικὴ θεολογία δὲν ἀρκεῖται μόνο στὸ δόγμα τῆς κοινοποίησης τῶν ἰδιωμάτων, τὸ ὁποῖο ἀποδίδει, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε προηγουμένως, σὲ κάθε φύση τὰ οἰκεῖα της χαρακτηριστικά, ἰδιώματα καὶ ἐνέργειες. Οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δίνουν ἔμφαση στὴν καθ’ ὑπόστασιν (καὶ σὲ καμία περίπτωση κατὰ χάριν) θέωση τοῦ ἀνθρωπίνου προσλήμματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὅλες οἱ ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες μεταφέρονται στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τέτοιο τρόπο, ἤτοι ἕνεκα τῆς μίας ὑποστάσεως τοῦ Υἱοῦ, ὥστε μετὰ τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση νὰ μπορεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ νὰ ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν (κυριολεκτικὰ καὶ ὄχι μεταφορικά). Βλέπε ἐνδεικτικά: Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 2, 3, 38, Π. Χρήστου Α΄, σελ. 449: «Τότε γὰρ μήπω φυραθὲν ἡμῶν τοῖς σώμασι τὸ τὴν πηγὴν ἔχον τοῦ φωτὸς τῆς χάριτος ἐκεῖνο σῶμα τῶν ἐγγιζόντων τοὺς ἀξίους ἔξωθεν ἐφώτιζε καὶ διὰ τῶν αἰσθητῶν ὀμμάτων ἐπὶ τὴν ψυχὴν εἰσέπεμπε τὸν φωτισμὸν νῦν δ’ ἀνακραθὲν ἡμῖν καὶ ἐν ἡμῖν ὑπάρχον εἰκότως ἔνδοθεν περιαυγάζει τὴν ψυχήν». Ἀκόμη παραθέτουμε ἕνα χωρίο ἀπὸ τὸν ἅγ. Ἰωάννη Δαμασκηνό, ὥστε νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι ἡ μετάδοση τῶν θείων ἰδιωμάτων στὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία ἰδιοτροπία τοῦ ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ. Βλέπε Ἰωάννης Δαμασκηνός, Λόγος εἰς τὴν ὑπερένδοξον Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, 2, Migne PG 96, 548C: «σῶμα γήϊνον θείαν ἀπαυγάζον λαμπρότητα, σῶμα θνητόν, δόξαν πηγάζον θεότητος» [6]. Τὸ ὅτι τὸ ἄκτιστο θεῖο φῶς εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὴν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια  καὶ δόξα εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ προφανές, εἰδάλλως τὸ πρῶτο δὲ θὰ ἦταν ἄκτιστο, ἐὰν διέφερε ἀπὸ τὴ δεύτερη.

  Κάτι τέτοιο, ὅμως, δὲ συμβαίνει στὸ Θωμᾶ Ἀκινάτη. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ J. T. White, ἡ ὑποστατικὴ ἕνωση ἀποτελεῖ μόνο τὴ συνθήκη δυνατότητας τῆς πληρότητας τῆς χάριτος τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ χάρη ποὺ ἔχει ἡ προσληφθεῖσα ἐκ τοῦ Λόγου ἀνθρωπότητα δὲ μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι μονάχα κτιστή. Ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος κατέχει μονάχα τὴν πληρότητα τῆς κτιστῆς ἁγιαστικῆς χάριτος, ἤτοι τὴ χάρη στὸ μέγιστο δυνατὸ βαθμό, πρᾶγμα ποὺ ἀκολούθως σημαίνει ὅτι δὲ μπορεῖ νὰ τοῦ αὐξηθεῖ ἢ ἀκόμη καὶ μειωθεῖ κατὰ τὸ πέρας τοῦ χρόνου, ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς ἁγίους ποὺ προκόπτουν ὡς πρὸς τὴν ἁγιότητα. Μόνο ἡ θεία οὐσία ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ τῆς κτιστῆς χάριτος, κατὰ τοὺς Λατίνους πάντοτε. Ἑπομένως, ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀποτελεῖ οὔτε τὴν πηγὴ τῆς κτιστῆς χάριτος (habitual grace) [7]. Ὅπως ἀναφέρει ὁ White, ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ ἔχει τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ ἐγγύτητα πρὸς τὴν πηγὴ ὅλης τῆς κτιστῆς θείας χάριτος [8], γι’ αὐτὸ καὶ θὰ ὑποστηρίξει ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ ἔχει τὴ μακάρια θέα τῆς θείας οὐσίας ἤ, ἀλλιῶς, ἄμεση γνώση τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ ποὺ ἔχουν ὅλοι οἱ μακάριοι στὸν οὐρανὸ [9]. Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης προσπαθεῖ νὰ διαφοροποιήσει τὸ Χριστὸ ἀπὸ τοὺς λοιποὺς χριστούς, ἤτοι τοὺς ἁγίους, καταφεύγοντας στὸ δόγμα τῆς θέας τῆς θείας οὐσίας ἐκ μέρους τῆς ψυχῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν πληρότητα τῆς κτιστῆς χάριτος ἐκ μέρους τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως κάτι τέτοιο εἶναι ὁπωσδήποτε ἀνεπιτυχές, διότι ἡ μακάρια θέα τῆς θείας οὐσίας ἀφορᾶ ὅλους τους ἁγίους, κατὰ τὸ Θωμᾶ Ἀκινάτη. Ἑπομένως, ὅταν ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Ἰησοῦ, στὴν προκειμένη περίπτωση ἡ ψυχή Του, βλέπει τὴ θεία οὐσία, δὲν κάνει τίποτε ξεχωριστὸ σὲ σχέση μὲ τοὺς λοιποὺς κεκοιμημένους ἁγίους ἢ μακάριους (ἔγραψα κεκοιμεμένους καθότι ἡ μακάρια θέα συμβαίνει μόνο μετὰ θάνατον κατὰ τοὺς Λατίνους καὶ ὄχι στὴν παροῦσα ζωή, ὅπως ἰσχυρίζονται ὅλοι οἱ Ἕλληνες Πατέρες).

  Ἡ ἀνωτέρω θωμιστικὴ θεώρηση τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ καταστρέφει καὶ τὴ θέωση. Σύμφωνα μὲ τὸ Θωμᾶ Ἀκινάτη, ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ μετέχει τῆς θείας φύσεως μέσῳ τῶν κτιστῶν ἀποτελεσμάτων τῆς δεύτερης. Πρόκειται γιὰ τὴν προαναφερθεῖσα κτιστὴ ἁγιαστικὴ χάρη, τὴν ὁποία κατέχει ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος στὴν πληρότητά της. Ἡ πληρότητα τῆς κτιστῆς ἁγιαστικῆς χάρης τοῦ Χριστοῦ εἶναι δόγμα ἀπαραίτητο γιὰ τοὺς Λατίνους, καθότι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δὲ μπορεῖ νὰ ἔχει ὅλα τὰ θεῖα ἰδιώματα, ὅπως ἐκεῖνο τῆς παντογνωσίας καὶ τῆς ἁπανταχοῦ παρουσίας [10], εἰδάλλως θὰ ἔπρεπε νὰ γίνει ἀποδεκτὸς ὁ μονοφυσιτισμός. Στὴν πραγματικότητα, οἱ Λατῖνοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ὑποστηρίζουν ἕνα ἀντίστροφο μονοφυσιτισμό, καθότι ἀρνοῦνται τὴ θέωση, τόσο αὐτὴ τῆς ὑποστατικῆς ἐνοίκησης τοῦ Λόγου στὴν ἀνθρώπινη φύση, ὅσο καὶ αὐτῆς τῆς κατὰ χάριν ποὺ ἀναφέρεται στοὺς ἁγίους ἢ ἀξίους. Ἐν εἴδει συμπεράσματος, ἡ μετοχὴ στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ θεώνει ἢ ἀκτιστοποιεῖ χάριτι τοὺς μετέχοντες ἀξίως σὲ αὐτό, κατὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι θεωμένο ὑποστατικῶς. Καὶ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.

Σημειώσεις:

[1] Ὁ Τ. J. White εἶναι Rector Magnificus (Πρύτανης) τοῦ Ποντιφηκοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Ἁγίου Θωμᾶ στὴ Ρώμη (Angelicum). [2] T. J. White, The Incarnate Lord. A Thomistic Study in Cristology, The Catholic University of America Press, Washington – D.C. 2015. [3] Τὸ κατηγόρημα ἠθικὸς εἶναι ἐπικίνδυνο νὰ ἀποδίδεται στὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Ἰησοῦ, καθὼς θὰ προϋπέθετε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι κάτι σὰν ἀσκητὴς ἢ ἥρωας καὶ ὄχι φύσει ἀναμάρτητος. Ὁ φύσει ἀναμάρτητος δὲν ἀποτελεῖ ἠθικὸ στοιχεῖο, καθότι δὲν ὑπερέβη σὲ καμία περίπτωση διὰ νήψεως τὸ γνωμικό του θέλημα ἢ τὴν ἁμαρτία. Κάθε φορά ποὺ ὁ Χριστὸς νήστευε ἢ ἀσκοῦταν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, τὸ ἔπραττε ὡς παράδειγμα πρὸς τὰ μέλη τοῦ σώματός Του, ἤτοι τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὄχι ὡς ἔχων πράγματι ἀνάγκη ἀσκητικοῦ ἀγώνα. [4] Ὅπ.π., σελ. 18. [5] Ὅπ.π., σελ. 20. [6] Τὸ αὐτὸ ἀκριβῶς σχετικὰ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ὡς πηγὴ τοῦ ἀκτίστου θείου φωτὸς ἀναφέρει καὶ ὁ ἅγ. Φιλόθεος Κόκκινος. Βλ. Φιλόθεος Κόκκινος, Βίος Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, 11, Migne 151, 605Β. [7] Ὅπ.π., σελ. 100. [8] Ὅπ.π., σελ. 120. [9] Ὅπ.π., σελ. 237. [10] Ὅπ.π., σελ. 286. Ἡ ἀκοινωνησία ὁρισμένων ἀκτίστων ἰδιωμάτων ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ ὑποστηρίζεται καὶ ἀπὸ τὸ προτεστάντη θεολόγο K. Barth. Ἀκόμη στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω τὸν π. Μάξιμο Λαυριώτη καὶ τὸν κ. Γεώργιο Καραλῆ ποὺ μὲ βοήθησε νὰ καταλάβω τὸ θεμελιῶδες σφάλμα τῆς θωμιστικῆς χριστολογίας, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει ὅλες τὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες.

Previous Article

«Οἱ μπακαλίστικες» περὶ σωτηρίας πλάναι τοῦ παπισμοῦ

Next Article

Διατὶ ὁ οἰκουμενισμὸς εἶναι παναίρεσις;