ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • 23 Νοεμβρίου

     

    ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

    φεσ. β’ 14-22

       14 Αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, 15 τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας, ἵνα τοὺς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην,16 καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ σώματι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ· 17 καὶ ἐλθὼν εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς, 18 ὅτι δι’ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ Πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα. 19 ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, 20 ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, 21 ἐν ᾧ πᾶσα ἡ οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ· 22 ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι.

     

    Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ

       14  Ναί· ἐπλησιάσατε καὶ τὸν Θεόν καὶ τὰς διαθήκας διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Διότι αὐτὸς εἶναι ἡ εἰρήνη μας, ὁ ὁποῖος καὶ τὰ δύο, τὸν Ἰουδαϊσμὸν δηλαδὴ καὶ τὸν ἐθνισμόν, τὰ ἔκαμεν ἔνα. Αὐτὸς τὸν τοῖχον, ποὺ ἦτο εἰς τὸ μέσον τῶν δύο λαῶν καὶ τοὺς ἐχώριζε, καὶ τὸν ὁποῖον τοῖχον ἐδημιούργει ὁ φραγμὸς τοῦ νόμου, τὸν ἐκρήμνισε καὶ τὸν ἔλυσε. 15 Δηλαδή, κατέλυσε τὴν ἔχθραν τῶν δύο λαῶν, ἀφοῦ κατήργησε μὲ τὸ αἷμα του τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν, ὁ ὁποῖος ἔδιδεν ἐπιβλητικὰς προσταγάς, δὲν παρεῖχεν ὅμως καὶ τὴν χάριν πρὸς ἐφαρμογὴν καὶ τήρησιν τῶν προσταγμάτων τούτων. Καὶ κατήργησε τὸν νόμον διὰ νὰ κτίσῃ τοὺς δύο λαοὺς διὰ τῆς ἑνώσεώς των πρὸς τὸν ἑαυτόν του εἰς ἔνα νέον ἄνθρωπον, καὶ ἔτσι νὰ φέρῃ εἰρήνην μεταξύ τους. 16 Καὶ νὰ συμφιλιώσῃ μὲ τὸν Θεόν διὰ τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου καὶ τοὺς δύο λαούς, ἐνωμένους εἰς ἕνα σῶμα, ἀφοῦ προηγουμένως θὰ ἐθανάτωνε τὴν ἔχθραν μὲ τὸν θάνατόν του. 17 Καὶ ἀφοῦ ἦλθεν ὁ Χριστὸς εἰς τὴν γῆν, ἐκήρυξε χαρμόσυνον μήνυμα εἰρήνης εἰς σᾶς τοὺς ἐθνικούς, ποὺ ἤσασθε μακράν, καὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ ἤμεθα πλησίον. 18 Διότι αὐτὸς μᾶς ἔφερε καὶ τοὺς δύο λαοὺς διὰ τοῦ ἑνὸς Ἁγίου Πνεύματος πλησίον εἰς τὸν Πατέρα καὶ δι’ αὐτοῦ ἔγινεν ἡ προσέγγισίς μας αὐτὴ πρὸς τὸν Θεόν. 19 Ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω λοιπὸν ἐξάγεται τὸ συμπέρασμα, ὅτι δὲν εἶσθε πλέον ξένοι καὶ προσωρινοὶ κάτοικοι εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ εἶσθε συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκιακοὶ τοῦ Θεοῦ. 20 Καὶ ἐκτίσθητε σὰν ἄλλοι λίθοι ζωντανοὶ ἐπάνω εἰς τὸ θεμέλιον. Εἶναι δὲ τὸ θεμέλιον τοῦτο οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ προφῆται, ἐνῶ ἀκρογωνιαῖος λίθος, ἀγκωνάρι ποὺ βαστάζει καὶ στηρίζει ὅλον τὸ οἰκοδόμημα εἶναι αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς Χριστός. 21 Ἐπ’ αὐτοῦ δὲ καὶ δι’ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ ἡ οἰκοδομὴ ὅλη τῆς Ἐκκλησίας ἐνώνεται ἁρμονικὰ καὶ στερεὰ καὶ αὐξάνει, ὥστε νὰ γίνεται ναὸς ἅγιος, ὅπως τὸν θέλει ὁ Κύριος. 22 Διὰ τῆς ἑνώσεώς σας δὲ μετὰ τοῦ Κυρίου καὶ σεῖς οἰκοδομεῖσθε μὲ τοὺς ἄλλους πιστοὺς διὰ νὰ γίνετε ναὸς καὶ κατοικητήριον, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ κατοικῇ ὁ Θεὸς μὲ τὸ Πνεῦμα του.

     

     

    ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

    Λκ. ιβ’ 16-21

       16 Εἶπε δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· 17 καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; 18 καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, 19 καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. 20 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; 21 οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν.

     

    Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ

       16 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς μίαν παραβολὴν λέγων· Κάποιου πλουσίου ἀνθρώπου εὐτύχησαν καὶ ἀπέδωκαν πλουσίαν παραγωγὴν τὰ ἐκτεταμένα του χωράφια. 17 Καὶ ἀντὶ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Θεόν, καὶ νὰ εὐχαριστηθῇ δὲ καὶ ὁ ἴδιος διὰ τὴν εὐφορίαν αὐτήν, ἐσυλλογίζετο μέσα του καὶ ἐζαλίζετο λέγων· Τί νὰ κάμω, διότι δὲν ἔχω ποὺ νὰ συνάξω τοὺς περισσεύοντας καρποὺς τῶν χωραφιῶν μου, οἱ ὁποῖοι θέλω νὰ γίνουν ὅλοι ἰδικοί μου, ὥστε νὰ τοὺς ἀπολαύσω μόνος ἐγώ; 18 Καὶ ἐπὶ τέλους ὕστερα ἀπὸ μεγάλην σκέψιν καὶ συλλογισμὸν εἶπε· Τοῦτο θὰ κάμω· θὰ κρημνίσω τὰς ἀποθήκας μου καὶ θὰ οἰκοδομήσω μεγαλυτέρας καὶ εὐρυχωροτέρας. Καὶ θὰ συνάξω ἐκεῖ ὅλα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου. 19 Καὶ σὰν ἄνθρωπος, ποὺ μόνον τὰς ἀπολαύσεις τῆς κοιλίας ἐγνώρισα, θὰ εἴπω εἰς τὴν ψυχήν μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, ποὺ εἶναι ἀποθηκευμένα καὶ σὲ φθάνουν διὰ πολλὰ χρόνια. Μὴ σκοτίζεσαι διὰ τίποτε πλέον, ἀλλὰ ἀπόλαυσε ζωὴν ἀναπαυτικήν· φάγε, πίε, εὐφραίνου. 20 Ἀφοῦ ὅμως τὰ ἐτοίμασεν ὅλα, προτοῦ ἀκόμη προφθάσῃ νὰ εἴπῃ εἰς τὴν ψυχήν του τὰ ὅσα ἐσχεδίαζε, τοῦ εἶπεν ὁ Θεὸς εἴτε διὰ τῆς συνειδήσεως εἴτε εἰς τὸν ὕπνόν του· Ἄμυαλε καὶ ἀνόητε ἄνθρωπε, ποὺ ἐστήριξες τὴν εὐτυχίαν σου εἰς μόνας τὰς ἀπολαύσεις τῆς κοιλίας σου καὶ ἐνόμισες ὅτι ἡ μακροζωΐα σου ἐξηρτᾶτο ἀπὸ τὰ πλούτη σου καὶ ὄχι ἀπὸ ἐμέ. Τὴν νύκτα αὐτήν, τὴν ὁποίαν πρὸ πολλοῦ ὠνειρεύεσο ὡς νύκτα εὐτυχίας, ἀπὸ τὴν ὁποίαν θὰ ἤρχιζεν ἡ ἀναπαυτικὴ καὶ ἀπολαυστικὴ ζωή σου, ζητοῦν χωρὶς ἄλλο νὰ πάρουν τὴν ψυχήν σου. Μετ’ ὀλίγον πεθαίνεις. Αὐτὰ λοιπὸν ποὺ ἐτοίμασες καὶ ἀποθήκευσες, τίνος θὰ εἶναι καὶ εἰς ποίους κληρονόμους θὰ περιέλθουν; 21 Ἔτσι θὰ τὴν πάθῃ καὶ τέτοιο τέλος θὰ ἔχῃ ἐκεῖνος, ποὺ θησαυρίζει διὰ τὸν ἑαυτόν του, διὰ νὰ ἀπολαμβάνῃ αὐτὸς καὶ μόνον ἐγωϊστικὰ τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, καὶ δὲν ἀποταμιεύει μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης εἰς τὸν οὐρανὸν θησαυροὺς πνευματικούς, εἰς τοὺς ὁποίους καὶ μόνους ἀρέσκεται ὁ Θεός.

     

     

    ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

    ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΚΡΑΓΑΝΤΙΝΩΝ

         Στίς 23 Νοεμβρίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου, Ἐπισκόπου τῆς Ἀκραγαντίνων Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος καταγόταν ἀπό τόν Ἀκράγαντα τῆς Σικελίας, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἔζησε στούς χρόνους τοῦ βασιλέα Ἰουστινιανοῦ Β΄, εἶχε δέ μεγάλη ἔφεση ἀπό μικρή ἡλικία στά ἱερά γράμματα. Ὅταν ἔφθασε δεκαοκτώ χρονῶν χειροθετήθηκε ἀναγνώστης λόγω τῆς καλοφωνίας του. Ἀργότερα, μετά ἀπό θεία ὀπτασία πῆγε σέ κάποιο πνευματοφόρο μοναχό Μᾶρκο, στόν ὁποῖο καί παρέμεινε τέσσερα χρόνια, κατόπιν πῆγε στήν Ἀντιόχεια καί στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου ἐκεῖ χειροτονήθηκε διάκονος ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων Μακάριο, ἔπειτα ἀναχώρησε γιά τήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου παραβρέθηκε σέ Σύνοδο καί ἔλεγξε τούς μονοθελητές αἱρετικούς Πύρρο, Παῦλο καί Σέργιο μέ τόση παρρησία, ὥστε ἡ φήμη του ἔφθασε μέχρι τόν αὐτοκράτορα. Ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη ἐπέστρεψε στήν Ρώμη, ὅπου ἔγινε Ἐπίσκοπος στήν Ἐκκλησία τῆς πατρίδας του, ἦταν δέ τόση ἡ πίστη του καί οἱ ἱκανότητές του, πού ὁ Θεός τόν ἀξίωσε νά θαυματουργῆ. Ὅμως κάποιοι ὀνόματι Σεβῖνος καί Κρησκεντῖνος τόν φθόνησαν καί τόν κατηγόρησαν ψευδῶς στόν Πάπα τῆς Ρώμης, ὁ ὁποῖος, ἐπειδή πίστεψε τίς κατηγορίες, τόν φυλάκισε γιά δυόμιση χρόνια. Κατόπιν μέ βασιλική προσταγή ὁδηγεῖται στόν κριτή, ὅπου μέ θεία παρέμβαση ἀποκαλύφθηκε ἡ ἀλήθεια. Ἔτσι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐπέστρεψε στό ποίμνιο του στόν Ἀκράγαντα, ὅπου κοιμήθηκε ἐν εἰρήνῃ σέ μεγάλη ἡλικία, ποιμένοντάς το θεαρέστως.

    Ἀπολυτίκιον

    Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.


        Γρηγορῶν ἐκ σπάργανων φερωνύμως Γρηγόριε, ἐν τοὶς δικαιώμασι Πάτερ τοῦ τῶν ὅλων δεσπόζοντος, ἐπλήσθης οὐρανίων δωρεῶν, ὡς γρήγορος ποιμὴν τῶν εὐσεβῶν διὰ τοῦτο πρὸς λειμῶνας ἀειθαλεῖς, Ἰθύνεις τοὺς βοώντας σοὶ δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διά σου, πάσιν ἰάματα.

    Μεγαλυνάριον

    Γρήγορσιν σοφίας καρποφορῶν, λόγοις ψυχοτρόφοις, διατρέσεις ὡς ἀληθῶς, ὡς Χριστοῦ θεράπων, τήν σοί λαχοῦσαν ποίμνην· διό σέ μακαρίζει Πάτερ Γρηγόριε.

  •