Γ’ ΛΟΥΚΑ (ΝΑΪΝ)
ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ
«καί προσελθών ἥψατο τῆς σοροῦ…».
Προσέλαβε ὅλην τήν ἀνθρωπίνην φύσιν, ὁλόκληρον τό Ἀδαμιαῖον γένος. Ἔγινε «ἁμαρτία», ὁ Ἀναμάρτητος· «κατάρα», ὁ Εὐλογημένος. Ἤγγισε τό φέρετρο τῆς ἀνταρσίας καί ἀνυπακοῆς καί ὁ νεκρός ἀνεσηκώθη καί ἐκάθισε καί ἄρχισε νά ὁμιλεῖ, νά ζεῖ. Ἡ μητέρα, ἄκτιστος Χάρις, ἔπαψε νά κλαίει γιατί ἡ ἁμαρτωλότης καί ἀναξιότης πού εἶχον ἐγκεντριστεῖ στόν μονάκριβο υἱόν της, τόν Ἀδάμ, κατελύθησαν μέ τήν παρουσία τῆς θείας δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ μας.
«Εἰκόνος ἧς μετέλαβον θεουργικῶς τῆς κρείττονος, ἐξώσθην, οἴμοι ὁ τάλας! δι’ ἀκρασίας τῆς πάλαι· ἐν δέ Χριστέ ὁ εὔσπλαχνος, ἀῤῥήτως κοινωνήσας μοι, τοῦ χείρονος μετείληφας, καινοποιήσας Σωτήρ με παρθενικῶν ἐξ αἱμάτων»[1].
Ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος νεκρώθηκε άπό τό πάθος τῆς παρακοῆς, ἀναστήθηκε μέ τήν παρουσία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Τό χαμένο «πρόβατο» εὑρέθη· ἐλευθερώνεται ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας καί τῆς κατάρας ἀπό τούς ὑπηρέτες τοῦ Θεανθρώπου καί τούς κόπους τῆς ἀρετῆς.
Ἀπολαμβάνει ἔτσι, ἁγία γερόντισσα, ὁ ὀρθόδοξος πιστός τό φῶς τῆς μελλούσης ζωῆς, τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως· ἀφήνεται ἐλεύθερος στήν καινή κτίση, ἀφοῦ ὁ «πρωτότοκος ἐκ νεκρῶν» ἀνέστησε τόν ἑαυτό Του καί θάνατος «οὐκέτι κυριεύει». Μέ καθαρότητα ὁ χριστιανός συγκατοικεῖ μέ τόν Θεό-Λόγο καί ὅταν ἀναχωρήσει ἀπό τή γῆ στούς οὐρανούς συμβασιλεύει μέ τόν Χριστό στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα, ἔχοντας τόν Παράκλητο νά συμπροσεύχεται· γιατί διάλεξε τήν ἀγαθή μερίδα τοῦ Πνεύματος, μέ τήν ὁποία πετᾶ πάνω ἀπό τά ἀνθρώπινα πράγματα καί τίς ἰδιοτελεῖς μικρότητες τῆς φθορᾶς.
Ἔτσι, σέ κάθε ἀγωνιστή πού σηκώθηκε μέ τήν Χάριν ἀπό τό φέρετρο τῆς ἀνυπακοῆς καί τοῦ ἰδίου θελήματος, ὁ Χριστός τόν φθάνει στήν ὡριμότητα καί τελειότητα πού μέτρο της εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος. Στήν μέλλουσα ζωή, μέ τήν ἀποκατάσταση μετά τήν ἀπόθεση τοῦ σώματος, γίνεται γνωστή καί φανερή μέ πληροφορία καί ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ αἰώνια χαρά. Μέσα σέ αἰώνιο φῶς ἡ μακαριότητα τῆς οὐράνιας κατοικίας.
Μάρτυρες οἱ βίοι τοῦ Ἁγίου Σισώη καί τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου. Λέει ὁ Κύριος στά Εὐαγγέλια: «Τά λόγια πού λέω ἐγώ εἶναι πνεῦμα καί εἶναι ζωή»[2].
Ὅπως λοιπόν ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ κυρίως θάνατος, ἔτσι καί ἡ ζωή τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ κυρίως ζωή. Ζωή τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἕνωση μέ τόν Θεό· καί ὅπως μέ τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς ἡ ψυχή χωρίστηκε ἀπό τόν Θεό καί θανατώθηκε, ἔτσι μέ τήν ὑπακοή στήν ἐντολή ἑνώνεται πάλι διά Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ τόν Θεό καί ζωοποιεῖται.
Ἀκριβῶς αὐτό ἀκούσαμε σήμερα στήν Εὐαγγελική Περικοπή μέ τήν ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας. Συνεπῶς τά λόγια τῆς αἰωνίου ζωῆς τοῦ Λόγου, αὐτά ὁδηγοῦν στόν Παράδεισο ὅσους ὑπακοῦνε καί δέχονται τόν Θεάνθρωπο· ἐνῶ γιά ὅσους παρακοῦνε, αὐτή ἡ ἐντολή τῆς ζωῆς γίνεται αἰτία θανάτου.
Σήμερα μάθαμε, ἀδελφοί μου, ὅτι ἡ ζωή αὐτή δέν εἶναι ζωή μόνον τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί τοῦ σώματος, ἀφοῦ μέ τήν ἀνάσταση τό ἀθανατίζει κι αὐτό. Φρονοῦμε λοιπόν ὅτι, μέσῳ τοῦ θείου φόβου καί μέ τά ἔργα τῆς ἀρετῆς, προεξασφαλίζουμε τήν φιλανθρωπία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, χρησιμοποιῶντας ὅπως πρέπει τόν τωρινό καιρό· γι’ αὐτό πράγματι μᾶς παραχώρησε καί τή ζωή αὐτή ὁ Θεός, δίνοντάς μας τόπο καί χρόνο μετανοίας.
Ὁ Κύριος λέει: «Ἐγώ ἦλθα γιά νά ἔχετε ζωή περίσσια»[3]. Γι’ αὐτό «μή κλαῖε». Ποιά ὅμως εἶναι ἡ περίσσια ζωή; Ὄχι μόνον ὅτι θά εἴμαστε μαζί Του καί θά ζοῦμε μαζί, ἀλλά καί ὅτι θά μᾶς κάνει καί ἀδελφούς Του καί συγκληρονόμους στή Βασιλεία τοῦ Πατέρα Του. Γι’ αὐτό βρίσκεται σήμερα στή Ναΐν ἐν μέσῳ ἡμῶν καί θαυματουργεῖ.
Ὁ Χριστός, ὁ «Πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν»[4]· ναί, ἀδελφοί μου. «Ὁ Πρωτότοκος» γιατί εἶναι ὁ Θεάνθρωπος· τό πρῶτο ἀνθρώπινο ὄν στή γῆ πού ἀναστήθηκε γιά νά μήν πεθάνει ποτέ πλέον, ἀλλά νά ζεῖ αἰώνια. Ὁ Μεσσίας εἶναι ὄντως ἡ «ἀρχή» τῆς ἀληθινῆς ἀθανασίας, τόν Ὁποῖο ἀκολουθοῦν ὅλοι οἱ πραγματικά ἀθάνατοι τῆς γῆς, οἱ Χριστιανοί.
Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία, τό σῶμα τοῦ Θεοῦ-Λόγου, μένει εἰς τόν αἰῶνα. «Πύλαι Ἅδου οὐ κατησχύσουσιν αὐτῆς». Ἡ λυτρωτική ἀναστάσιμη παρουσία τοῦ Σωτῆρος σήμερα στήν πόλη Ναΐν, εὐεργετεῖ ὁλόκληρο τό Ἀδαμιαῖο γένος καί ἀποτελεῖ πράξη συμφιλίωσης τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό διά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μέ τήν ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας ἐπεκτείνεται ἡ ἐλπίδα καί σ’ αὐτούς πού δέν γνώρισαν ἤ δέν γνωρίζουν ἤ δέν θέλουν νά γνωρίσουν τόν Θεό καί ζοῦν ἀποξενωμένοι ἀπ’ Αὐτόν.
Ἐν τούτοις, ἡ πρόσκλησις πάντοτε ὑπάρχει: «δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Εἶναι φοβερό ἀδελφοί· ἄνθρωποι ἐν γνώσει ἤ ἐν ἀγνοίᾳ, καθίστανται ἐχθροί τοῦ Θεοῦ· ὅτι δηλαδή, ἀπεργάζονται ἤ δικαιολογοῦν τό κακό, τήν ἁμαρτία. Μέσα στό φέρετρο τῆς σκληροκαρδίας καί τῆς ἀνυπακοῆς, ὡς μία μάζα σάρκας καί ὀστέων μεταφέρονται ἀπό τόν ἀρχηγό τοῦ θανάτου στό φέρετρο τῆς αἰωνίου ἀπωλείας. Τί κρίμα!!
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός παρά ταῦτα εἶναι ἐδῶ· μέ περίσσια ζωή ὅπως ταιριάζει σ’ ἐκείνους πού τρέχουν μέ προθυμία στή ζωοποιό Ἄμπελο καί γίνονται κλήματά Της· ἔτσι ὁ Σωτήρ μέ φιλανθρωπία καί μακροθυμία ἀναμένει «πάντας άνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Γένοιτο Κύριε.
Στόν Ἀναστάντα, αἰώνιον Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ἡ Βασιλεία, ἡ Προσκύνησις εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.
[1](Μηναῖον Σεπτεμβρίου ς’, Θεοτοκίον)
[2](Ἰωάν. 6, 63)
[3](Ἰωάν. 10, 10)
[4](Κολασ.1, 18)