Ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ πρωτείου καὶ οἰκουμενιστικαὶ ἐκκλησιολογίαι – 2ον

Share:

Γράφει ὁ κ. Γεώργιος Καραλὴς

2ον

Ἡ οἰκουμενιστικὴ ἐκκλησιολογία

Ὅπως βλέπουμε ἡ ἔννοια τῆς Καθολικότητος καὶ τῆς ἐκκλησιολογίας ἐν γένει εἶναι διαφορετικὴ καὶ ἀσυμβίβαστη μεταξύ τῆς ὀρθοδόξου καὶ καθολικῆς θεολογίας. Ἂν μάλιστα προσθέσουμε καὶ τὶς θεολογικὲς διαφορὲς, ὅπως αὐτὲς ἐκφράστηκαν στὸν 14 αἰώνα μὲ τὶς ἡσυχαστικὲς ἔριδες, τουτέστιν τὴν διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ Ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, τῆς κοινωνίας μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, τῆς ἐκπορεύσεως ἢ ἀποστολῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῶν λοιπῶν, καταλαβαίνουμε λοιπὸν ὅτι ἡ ὀρθόδοξος καὶ λατινικὴ θεολογία μιλᾶνε γιὰ δύο διαφορετικοὺς Θεούς. Δὲν θὰ μπορέσει νὰ ὑπάρξει ποτὲ σύγκλιση αὐτῶν τῶν ἀπόψεων. Αὐτὸ εἶναι ποὺ τρόμαξε τοὺς λατίνους ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ 14 αἰῶνος. Ὅταν ἱδρύθηκε ὁ οἰκουμενισμός, ἔγινε προσπάθεια νὰ ξεπερασθοῦν αὐτὲς οἱ διαφορές. Τίνι τρόπῳ; Μὲ τὸ νὰ μὴ μιλᾶμε γι’ αὐτές. Καλύτερα νὰ ὑπάρξει μία προσέγγιση προσωπικὴ μεταξύ τοῦ Πατριάρχου καὶ τοῦ πάπα τῆς Ρώμης, μία φιλικὴ προσέγγιση τῶν θεολόγων. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο θὰ μπορέσουν οἱ δύο ἐκκλησίες νὰ ξεπεράσουν τὶς διαφορές. Ὀνόμασαν αὐτὴν τὴν προσέγγιση διάλογο τῆς ἀγάπης. Καλύτερα νὰ μιλήσουμε γιὰ ἀγάπη παρὰ γιὰ θεολογία. Ἡ ἀγάπη χωρίστηκε ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ μετατράπηκε σὲ μία προσωπικὴ σχέση ἑτεροτήτων ποὺ τὸ καθένα εἶχε τὸν δικό του τρόπο προσέγγισης τῆς ἀλήθειας. Κατὰ συνέπεια μᾶς εἶπαν ὅτι ἡ ἀγάπη ἑνώνει, ἐνῶ ἡ θεολογία χωρίζει. Μέσα σ’ αὐτὸν τὸν διάλογο τῆς ἀγάπης ἔπεσε καὶ τὸν πατριαρχεῖο τῆς Κωσταντινούπολης. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ ρηθὲν τοῦ Ἀθηναγόρα ποὺ τὸ ἐπαναλμβάνουν οἱ λατῖνοι σὰν νὰ ἐπρόκειτο σὰν ἕνα ρηθὲν μεγάλου γέροντος: “οἱ θεολόγοι διαίρεσαν τὴν ἐκκλησία καὶ δὲν εἶναι ἱκανοὶ νὰ βροῦν τὸν δρόμο τῆς ἑνότητος. Ἀλλὰ ἂν ἐμεῖς τὸν βρο­ῦμε θὰ τοὺς ἀναγκάσουμε νὰ συγκλίνουν. Θὰ τοὺς κλείσουμε σ’ ἕνα ἀπομονωμένο νησὶ μὲ λίγα τρόφιμα καὶ θὰ τοὺς ποῦμε. Ἔχετε μόνο τρόφιμα γιὰ μία ἑβδομάδα. Κάντε τὴν ἕνωση διαφορετικὰ θὰ πεθάνετε ἀπὸ τὴν πεῖνα. Θ’ ἀναγκασθοῦν νὰ ὑπογράψουν”.

Στὸ πλαίσιο τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου ἔχει διαμορφωθεῖ μία οἰκουμενιστική ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία ἀσκεῖ σημαντικὴ ἐπίδραση στὶς Ἐκκλησίες ποὺ συμμετέχουν σὲ αὐτόν. Ὅταν οἱ οἰκουμενιστὲς ἀναφέρονται στὴ «μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία», ἐννοοῦν – κατὰ τὴ δική τους θεώρηση – τὴν «Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δὲν δύναται νὰ διαιρεθεῖ». Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν προσέγγιση, κάθε μορφὴ διαίρεσης θεωρεῖται ὡς ἀπώλεια τῆς καθολικότητας. Ἡ ἄποψη αὐτὴ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ θέση τῶν ἀρχαίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες, ἀποκλείοντας αἱρετικὲς ὁμάδες ποὺ εἶχαν ἀπολέσει τὴν ὀρθὴ πίστη, δὲν θεωροῦσαν ὅτι θίγεται ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἀντιθέτως, ὅτι διαφυλάσσεται ἡ ἑνότητά της μέσῳ τῆς προστασίας ἀπὸ περαιτέρω σχίσματα.

  Κατὰ τὴν οἰκουμενιστικὴ θεώρηση, ὅλες οἱ ἱστορικὲς Ἐκκλησίες μετέχουν σὲ διαφορετικὸ βαθμὸ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ – θεώρηση ποὺ ἐντάσσεται στὸ πλαίσιο τῆς περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας. Ἑπομένως, κατὰ τὴν ἄποψή τους, οἱ ἐν λόγῳ Ἐκκλησίες ὀφείλουν νὰ βρίσκονται σὲ κοινωνία – δηλαδὴ σὲ σχέση – μεταξύ τους, ὄχι γιὰ νὰ συγκροτήσουν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ (ἡ ὁποία, στὴν πραγματικότητα, δὲν ἀποτελεῖ ἕνωση ἢ συνομοσπονδία ἱστορικῶν Ἐκκλησιῶν), ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀνακαλύψουν, μέσα ἀπὸ τὴν ἀλληλεπίδρασή τους, τὰ ἐπιμέρους στοιχεῖα τῆς ἀληθινῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας — μία διαδικασία ποὺ χαρακτηρίζεται ὡς ἐμπλουτισμός.

  Γιὰ τὴν πληρέστερη κατανόηση αὐτῆς τῆς θεώρησης, προτείνεται ἡ μελέτη τοῦ κειμένου τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν ποὺ συντάχθηκε στὸ Μόντρεαλ τὸ 1963, ὑπὸ τὸν τίτλο «Γραπτὴ Παράδοση καὶ παραδόσεις». Τὸ ἐν λόγῳ κείμενο ὑποστηρίζει ὅτι, μολονότι οἱ Ἐκκλησίες διαθέτουν πολλὲς καὶ συχνὰ μὴ ταυτιζόμενες παραδόσεις, πλησιάζουν σὲ ποικίλο βαθμὸ τὴν αὐθεντικὴ Παράδοση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ ἀποτυπώνεται στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Μέσῳ τῆς ἀναφορᾶς στὴν «ἀληθινὴ παράδοση», κάθε Ἐκκλησία ἐντοπίζει ποιὰ στοιχεῖα τῆς δικῆς της ἱστορικῆς παραδόσεως ἀντικατοπτρίζονται στὴν Παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας.

Ἡ οἰκουμενικὴ αὐτὴ ἐκκλησιολογία ἐκφράζεται σαφῶς τόσο στὴ Διακήρυξη τοῦ Τορόντο (1950), ἡ ὁποία συντάχθηκε ἀπὸ τὸν Γ. Φλορόφσκι σὲ συνεργασία μὲ Προτεστάντες θεολόγους, ὅσο καὶ στὴ Β’ Βατικανὴ Σύνοδο, καθὼς καὶ στὸ παπικὸ κείμενο τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὸ Δόγμα τῆς Πίστεως, μὲ τίτλο Ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Ἐπισκόπους τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας περὶ διαφόρων πτυχῶν τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας (Ρώμη, 28 Μαΐου 1992). Στὸ τελευταῖο αὐτὸ ἔγγραφο διατυπώνεται ἡ θέση ὅτι, σὲ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία, «εἶναι πραγματικὰ παροῦσα καὶ ἐνεργεῖ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολική». Κατὰ συνέπεια, «ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἄθροισμα ἢ συνομοσπονδία ἐπιμέρους Ἐκκλησιῶν». Ἀντιθέτως, ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία «δὲν εἶναι προϊόν τῆς κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά, ὡς οὐσιῶδες μυστήριο, συνιστᾶ μία πραγματικότητα ὀντολογικὰ καὶ χρονικὰ προγενέστερη κάθε ἐπιμέρους Ἐκκλησίας» (παρ. 9/α). Κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, «ἡ μία καὶ μοναδικὴ Ἐκκλησία προϋπῆρχε τῆς δημιουργίας καὶ γεννᾶ τὶς ἐπιμέρους Ἐκκλησίες ὡς θυγατέρες της, ἐκφραζόμενη μέσα ἀπὸ αὐτὲς» (παρ. 9/β). Ἔτσι, «ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐκδηλώθηκε ἐξαρχῆς ὡς οἰκουμενική, προῆλθαν οἱ τοπικὲς Ἐκκλησίες, ὡς ἐπιμέρους ἐκφράσεις τῆς μίας καὶ μοναδικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (παρ. 9/γ).

Ἀξιοσημείωτο εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἀνωτέρω παπικὸ κείμενο υἱοθετεῖ τὴν περιεκτικὴ ἐκκλησιολογία. Παράλληλα, κατὰ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης (Κολυμπάρι, 2016), παρατηρήθηκε σαφῶς ἡ ἐφαρμογὴ μίας ἐκκλησιολογίας μὲ οἰκουμενιστικὲς ἀποχρώσεις.

Ἡ θεολογία τοῦ Πρωτείου τοῦ Ζηζιούλα

Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ σκηνικὸ ἀσάφειας, ἀναπάντεχα γιὰ τοὺς καθολικοὺς ἐμφανίστηκε στὸ προσκήνιο, ἕνας ὀρθόδοξος “θεολόγος”, γιὰ νὰ τοὺς δώσει μία μεγάλη χεῖρα βοηθείας. Ὁ ἐκλιπὼν Ἰωάννης Περγάμου  Ζηζιούλας. Ἄρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ ἐκφράζει τὶς ἀπόψεις τους, ἀντιγράφοντας στὴν ἐκκλησιολογία τὸν De Lubac . Καὶ σὰν νὰ μὴ ἔφτανε αὐτὸ μετέφερε αὐτὴν τὴν ἐκκλησιολογία καὶ στὸ θεολογικὸ ἐπίπεδο καὶ ἰδιαίτερα στὶς ἐνδοτριαδικὲς σχέσεις μεταξὺ Πατρός, Υἱοῦ καὶ Πνεύματος, παίρνοντας ἀπὸ τὸν Αὐγουστῖνο καὶ καταργώντας τοὺς Πατέρες καὶ τὶς προηγούμενες οἰκουμενικὲς συνόδους. Δύο Πατέρες τοῦ δημιούργησαν ἕνα μεγάλο πρόβλημα καὶ προσπάθησε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἐντελῶς. Ὁ Μάξιμος ὁ ὁμολογητὴς στὴν χριστολογία του καὶ ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς στὴν ἐκκλησιολογία του. Φυσικὸ λοιπὸν γιὰ τοὺς λατίνους νὰ ἀναδειχθεῖ σὰν τὸν μεγαλύτερο ὀρθόδοξο θεολόγο ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ τὰ βιβλία του νὰ κυκλοφορήσουν στὴν Δύση πολὺ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο θεολόγο.

Ἀλλὰ ἂς δοῦμε τὴν θεολογία καὶ ἐκκλησιολογία τοῦ πρωτείου τοῦ Περγάμου: Φαντάζεται ὅτι κάθε λογικὴ φύση  διέπεται ἀπὸ ἀναγκαιότητα καὶ στερεῖται ἐλευθερίας. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ ἡ φύση θεωρεῖται ὅτι ἀναγκάζει τὸν καθένα νὰ εἶναι ἔτσι ὅπως αὐτὴ θέλει, ἐπειδὴ κινεῖται ὑπὸ τὴν ἐπίρροια ὁρισμένων δυνάμεων ἢ φυσικῶν νόμων ποὺ τὴν ὑποχρεώνουν νὰ συμπεριφέρεται πάντοτε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο.

  Γιὰ νὰ ξεπεράσει τὴν μηχανιστικὴ αὐτὴ ἄποψη, ὁ Περγάμου εἰσηγήθηκε μία καινούργια ἰδέα, μία ὀντολογία πού ἀναφέρεται στό πρόσωπο καὶ στήν ἑτερότητα, θεωρούμενα σὰν ἀποκλειστικὲς πηγὲς ἐλευθερίας, ἐντελῶς ἀνεξάρτητες ἀπὸ τὴν κοινὴ φύση. Μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ ἡ φύση στερεῖται ἐλευθερίας, κινεῖται ἐντελῶς μηχανικὰ καὶ ἀναγκαστικὰ καὶ ἡ ἐλευθερία ἀνήκει στὸ πρόσωπο, (“τὸ μόνο ἀληθινὸ ποὺ ὑπάρχει καὶ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ξεπεράσει τὴν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως) ποὺ καὶ αὐτὸ βέβαια ὑπόκειται στὸν ἐξαναγκασμὸ ἀπὸ τὴν μηχανικὴ κίνηση τῆς φύσεως. Εἶναι σὰν νομίζει ἕνας ποδηλάτης ὅτι ἡ ἰσορροπία, τὴν ὁποία ἐπιτυγχάνει κινούμενος πάνω στὸ ποδήλατό του, εἶναι ἀποκλειστικὸ ἐπίτευγμα τῶν ποδιῶν του καὶ δὲν ἔχει τίποτα νὰ κάνει μὲ τὴν μηχανικὴ δομὴ τοῦ ποδηλάτου του. Ἀλλὰ στὴν πρα­γματικότητα τὸ ποδήλατο εἶναι φτιαγμένο μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ ἐπιτρέπει στὸν κάθε ποδηλάτη νὰ ἐπιτύχει ἰσορροπία κατὰ τὸ τρέξιμο. Μία μικρὴ βλάβη στὸν μηχανισμὸ τοῦ ποδηλάτου καθιστᾶ τὴν ἰσορροπία ἀδύνατη. Αὐτὸ σημαίνει σὲ τελευταία ἀνάλυση ὅτι ἔγκειται στην φύση τοῦ ποδηλάτου τὸ νὰ διατηρεῖ τὴν ἰσορροπία τοῦ ποδηλάτη.

  Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν πτωτικὴ νοοτροπία σκέψεως τὸ πρόσωπο φαίνεται σὰν νὰ ἔχει μεγάλο πρόβλημα μὲ τὴν δῆθεν μηχανικὴ κίνηση τῆς φύσεως καὶ ἐπειδὴ ὅσοι ἀντιλαμβάνονται ἔτσι τὰ πράγματα νομίζουν ὅτι τὰ πρόσωπα δὲν κινοῦνται μηχανικά, ἀλλὰ διαθέτει τὸ καθένα τους δική του ἐλευθερία. Ἔτσι τὸ πρόβλημα ποὺ πρέπει νὰ λυθεῖ ἀπὸ τέτοιους στοχαστὲς σήμερα εἶναι πῶς θὰ ἀπαλλαγεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν δῆθεν ἐσωτερικὴ μηχανικὴ ἀναγκαιότητα τῆς φύσεώς του. Ἀλλὰ προτοῦ ἀπαντήσουν σ’ αὐτὸ τὸ πρόβλημα, τὸ μεταβιβάζουν στὸν ἴδιο τὸν Θεό, Τὸν Ὁποῖον φαντάζονται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπήρεια δῆθεν τῆς ἐξαναγκασμένης φύσεώς Του. Αὐτὴ ἡ ὑποταγμένη στὴν ἀναγκαιότητα φύση Του τὸν ἐξαναγκάζει νὰ εἶναι καὶ θεὸς καὶ ἀγαθός. Δηλαδή τὸ πραγματικὸ ἐρώτημα πού θέτουν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι: πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἀπαλλαγεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν φυσική του ἀγαθότητα; Ἄν κατάφερνε νὰ ἀπαλλαγεῖ Αὐτὸς, θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε καὶ μεῖς!

  Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἀσκεῖ τὴν ὀντολογικὴ ἐλευθερία Του, ἐκεῖνο ποὺ τὸν κάνει νὰ εἶναι ὀντολογικὰ ἐλεύθερος, εἶναι ὅτι ὑπερβαίνει καὶ καταργεῖ τὴν ὀντολογικὴ ἀναγκαιότητα τῆς οὐσίας μὲ τὸ νὰ εἶναι Θεὸς ὡς Πατήρ, δηλαδὴ ὡς Ἐκεῖνος, ποὺ γεννᾶ τὸν Υἱὸν καὶ ἐκπορεύει τὸ Πνεῦμα[2]!!! Κατὰ συνέπεια γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεώς Του – σύμφωνα μὲ τὸν Περγάμου – πρέπει νὰ χωριστεῖ ἡ ἐλευθερία Του ἀπὸ τὴν βούλησή Του, ἡ ὁποία δὲν θὰ πρέπει πλέον νὰ θεωρεῖται αὐτεξούσια, οὔτε κἄν ἐλεύθερη. Ἡ βούλησή Του κατ’ αὐτὸν δὲν εἶναι ἐλεύθερη. Ἡ ἐλευθερία δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν φύση, τὴν θεωρεῖ ἀποκλειστικὴ ἰδιότητα τοῦ προσώπου καὶ μάλιστα τοῦ προσώπου τοῦ Πατρός, οὕτως ὥστε κάθε πρόσωπο νὰ προηγεῖται ὀντολογικὰ ἀπὸ τὴν φύση καὶ νὰ γίνεται ἔτσι σημαντικότερο ἀπὸ αὐτήν. Γιά τοὺς Ἕλληνας Πατέρας τὸ ἑνιαῖον τοῦ Θεοῦ, ὁ ἕνας Θεὸς καὶ ἡ ὀντολογικὴ ἀρχὴ ἢ αἰτία τῆς προσωπικῆς τριαδικῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ δὲν συνίσταται εἰς τὴν μίαν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἰς τὴν ὑπόστασιν, δηλαδὴ τὸ πρόσωπον τοῦ Πατρός. Ὁ ἕνας Θεὸς δὲν εἶναι ἡ μία οὐσία, ἀλλὰ ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ αἰτία τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Πνεύματος[3] Τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Πατρὸς προηγεῖται καὶ καθορίζει τὴν οὐσία του δὲν προκαθορίζεται ἀπὸ αὐτὴν[4] Σ’ αὐτὴν τὴν τερατώδη ἀντίληψη περὶ Θεοῦ ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος ὁ μέγας Πατριάρχης Ἱεροσολύμων καὶ πνευματικὸς ὁδηγὸς τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ ἀπαντᾶ: ἔστιν οὖν μετὰ τὸ εἶναι Θεός, Πατὴρ ὁ Πατήρ, καὶ ἔστι μετὰ τὸ εἶναι Θεὸς Υἱὸς ὁ Υἱός, καὶ ἔστι μετὰ τὸ εἶναι Θεός, Πνεῦμα ἅγιον τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον.

  Ἐντελῶς ἀντίθετα πρὸς τὸν Ἅγιον Σωφρόνιο γιὰ τὸν Ζηζιούλια ἡ θεία φύση εἶναι ἀναγκαστικὴ καὶ ἂν κάποιος πεῖ τὸν Θεό, φύσει Θεό καί φύσει ἀγαθὸ καὶ φύσει δημιουργό, Τὸν βάζει ὑπὸ τὸ κράτος μίας ἀνάγκης, ἡ ὁποία αἴρεται μόνο μὲ τὴ “ὀντολογία» τοῦ προσώπου. Ἄν ἡ ψυχὴ εἶναι φύσει ἀθάνατος τότε ἡ προσωπικὴ ἐπιβίωσις εἶναι ἀναγκαστικὴ , ἐπανερχόμεθα πάλιν εἰς τὴν ἀρχαίαν κλασσικὴν ὀντολογίαν. Τότε καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀθάνατος ἀπὸ τὴν φύση του, δηλαδὴ κατ’ ἀνάγκην καὶ ὁ ἄνθρωπος συγγενεύει οὐσιαστικά, ἀναγκαστικά, μὲ τὸν Θεὸν[5]. Ὁ Θεὸς λοιπὸν δὲν εἶναι ἀναγκασμένος ἀπὸ τὴν φύση του νὰ εἶναι Θεός, διότι τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρὸς ἐλεύθερα ἀποφασίζει νὰ εἶναι Θεός, νὰ ἔχει δηλαδὴ αὐτὴ τὴν φύση. Ἑπομένως ἡ φύση ἐκπηγάζει ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός, πρᾶγμα ποὺ γιὰ τὸν Παλαμᾶ καὶ ὅλους τούς Πατέρες εἶναι μία μεγάλη δυσσέβεια. [6]

  Εἶναι ἀλήθεια ὅμως ὅτι χωρίζοντας, μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὴν θέληση, φτάνει σὲ μία ἄλλη ἀνάγκη, στὴν ἀνάγκη τῆς ἐλευθερίας! Δηλαδή, γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε καλύτερα, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι. Ἀναγκασμένοι, γιατί ἡ ἐλευθερία δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν θέλησή μας. Κανένας δὲν μᾶς ρώτησε ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι, μὰ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ γεννιόμαστε εἴμαστε ἐλεύθεροι καὶ θέλοντας ἢ ὄχι πρέπει νὰ ἀσκήσουμε τὴν ἐλευθερία μας. Ἄραγε καὶ στὸν Θεὸ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἀνάγκη γιὰ ἐλευθερία, πέφτει καὶ ὁ Θεὸς στὴν ἀνάγκη νὰ εἶναι ἐλεύθερος; Ἂν καὶ στὸν Θεὸ ἡ ἐλευθερία εἶναι προσωπικὴ ἐπιλογὴ καὶ ὄχι αὐθόρμητο ἀναύρησμα τῆς φύσεώς Του, τότε καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρὸς εἶναι ἀναγκασμένο νὰ εἶναι ἐλεύθερο. Λύνεται τὸ ζήτημα ἂν πέσουμε ἀπὸ τὴν μία ἀνάγκη στὴ ἄλλη;

  Ἂς ὑποθέσουμε γιὰ μία στιγμὴ ὅτι λύνεται, τί θὰ κάνουμε στὸ θεολογικὸ ἐπίπεδο; Γιατί τὸ κάθε πρόσωπο, τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα, ἀνήκουν μόνα σὲ αὐτὸ καὶ ὄχι σὲ ἄλλα πρόσωπο. Δὲν ὑπάρχει ὑποστατικὴ κοινωνία προσώπων, γιατί τὰ πρόσωπα εἶναι ὑποστατικῶς ἀκοινώνητα. Ἂν λοιπὸν ἡ ἐλευθερία εἶναι δεμένη μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρὸς ἀνήκει μόνο σὲ αὐτὸν καὶ δὲν κοινωνεῖται σὲ κανένα ἄλλο πρόσωπο. Ρωτᾶμε λοιπὸν ὑπάρχει ἐλευθερία στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Πνεῦμα; Καὶ ἂν ὑπάρχει τί εἴδους ἐλευθερία εἶναι αὐτὴ Κτιστὴ ἢ ἄκτιστη; Ἂν εἶναι ἄκτιστη ποιὰ θὰ εἶναι ἡ διαφορὰ τῆς ἐλευθερίας τοῦ Υἱοῦ ἢ τῆς ἐλευθερίας τοῦ Πνεύματος ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τοῦ Πατρός; Μήπως μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο σκέψεως εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ διακρίνουμε τρεῖς ἐλευθερίες διαφορετικὲς στὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος; Δὲν πέφτουμε ἔτσι στὸν κίνδυνο τῆς τριθεΐας; Καὶ μάλιστα ἂν κανεὶς ἰσχυρίζεται ὅτι τὸ ἑνιαῖον τοῦ Θεοῦ ὀφείλεται στὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός, ἂν στὴν Τριάδα οἱ διακρίσεις προηγοῦνται τῶν ἑνώσεων, τότε ὁ ἕνας Θεὸς ἐξαφανίζεται. Καὶ δὲν σώζουμε τὴ κατάσταση ἂν στὸν Πατέρα ἀποδώσουμε ἁπλῶς τὴν αἰτία τῆς ὕπαρξης τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος. Καὶ στὴν ἑλληνικὴ μυθολογία ὁ Δίας εἶναι ἡ αἰτία τῶν ἄλλων θεῶν, ἀλλὰ βέβαια δὲν ἔχουμε ἕνα Θεὸ ἀλλὰ δώδεκα. Καὶ ὁ Ἀδὰμ εἶναι ἡ αἰτία τῆς Εὔας, ἀλλὰ δὲν συναποτελεῖ μὲ τὴν Εὔα ἕνα ἄνθρωπο.

Σημειώσεις:

[1] Οἱ χριστιανοὶ δὲν θὰ εἶχαν ποτὲ τὴν ἀνάγκη νὰ διατηροῦν γραφτὲς πηγές. Αὐτὸ ἔγινε βέβαια   μόνο μετέπειτα, γιατί δὲν μπόρεσαν νὰ φτάσουν τὴν ἀληθινὴ κλήση τους. Μὰ καὶ ἔτσι ἀκόμα, ἡ Ἀποκάλυψη θὰ ἔπρεπε νὰ γραφόταν στὶς καρδιές μας, ἐκεῖ δηλαδὴ ποὺ θὰ τὴν ἐχάραζε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ χρειαζόμαστε τὴν Βίβλο, ἀλλὰ ἔγινε ἀναγκαστικὴ ἡ ὑπενθύμηση τῶν Γραφῶν, γι’ αὐτοὺς ποὺ πέφτουν διαρκῶς σὲ δογματικὲς ἢ ἠθικὲς αἱρέσεις. Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος. Ὑπόμνημα στὸ κατὰ Ματθαῖο 1,1. [2] Ζηζιούλας ἀπὸ τὸ προσωπεῖο στὸ πρόσωπο. [3] Ζηζιούλας ἀπὸ τὸ προσωπεῖο στὸ πρόσωπο. [4] Γιανναρᾶς ἀλφαβητάρι τῆς πίστεως. [5] Ζηζιούλας ἀπὸ τὸ προσωπεῖο στὸ πρόσωπο. [6] “Τῶν τριῶν τοιγαροῦν ἐστι καὶ ἐκ τῶν τριῶν Πατρός, Υἱοῦ καὶ Πνεύματος αὕτη ἡ λαμπρότης ἡ δὲ φύσις τῶν τριῶν ἐστι ἀλλ’ οὐκ ἐκ τῶν τριῶν ἄπαγε τῆς δυσσεβείας».

Previous Article

Οἱ Μητρ. Θεσ/νίκης, Γερμανίας (ψευδόμενοι) διὰ τὸ Οὐκρανικὸν “Αὐτοκέφαλον”

Next Article

Με αφορμή την ανοικτή επιστολή του Σεβ. Μητροπολίτου Σιδηροκάστρου κ. Μακαρίου προς τον γέροντα π. Δοσίθεο της Ι.Μ. Αγίας Σκέπης Παραποτάμου.