Γράφει η Ευγενία Σαρηγιαννίδη, ψυχολόγος και συντονίστρια του Δικτύου «psy-counsellors»
Ο νέος Homo, που οραματίζεται η μεταμοντέρνα εποχή, θα είναι ένας σύγχρονος αν-ιστορικός, αν-εθνικός, ά-τοπος, ά-φυλος κ.λπ. νομάς, που θα περιδιαβαίνει υποτίθεται τον κόσμο, χωρίς να μετακινείται απαραίτητα από τον καναπέ του σπιτιού του, θα αξιοποιεί τις δυνατότητες της τεχνητής νοημοσύνης, υποβιβάζοντας το πνεύμα του σε λειτουργικό σύστημα και την σκέψη του σε μια διαδικασία υπολογισμού.
Η μετανθρωποποίηση επομένως του ανθρώπινου είδους διέρχεται μέσα από:
- Την απανθρωποποίησή του
- Την εργαλειοποίησή του
- Την ρομποτοποίησή του
- Την ψηφιοποίηση («4η βιομηχανική επανάσταση» κ.λπ.)
Αυτό το νέο μοντέλο ανθρώπου στη μετανεωτερίζουσα εκδοχή των βιωμάτων του χώρου και του χρόνου εισηγείται ότι ο απόλυτα εξατομικευμένος, μοναχικός, «νεότερος» δυτικός άνθρωπος, αφενός «αποεδαφοποιείται» φαντασιακά (αισθάνεται λόγου χάρη «νομάς» ή «πολίτης του κόσμου» κ.λπ.), αφετέρου εγκλωβίζεται σε μια πρωτόγονη αίσθηση του αέναου παρόντος που βρίσκεται εξ ορισμού εκτός κάθε πραγματικής ιστορικής συνέχειας. Με ένα λόγο, αποσυγκεκριμενοποιεί τα παραπάνω βιώματα, τα αφαιρεί από την συλλογική, κοινωνιοπολιτική εμπειρία, σε βαθμό μάλιστα, που θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι σε σχέση με αυτές τις ανθρωπολογικά στοιχειώδεις εμπειρίες, το άτομο τείνει κάποτε να βρίσκεται συνειδησιακά «εκτός τόπου και χρόνου».
Αναφορικά με τον χώρο, πρόκειται για μια ξενοδοχειακή παράσταση της κοινωνίας, η οποία δημιουργείται στα πλαίσια ενός ψευδούς κοσμοπολιτισμού, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον παραδοσιακό αστικό κοσμοπολιτισμό και τις αξίες του. Η σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με το διαδίκτυο διαταράσσει ακόμα περισσότερο την παραδοσιακή σχέση με τον χώρο, αφού όλα καθίστανται εικονικώς προσβάσιμα. Το άτομο, παραμένοντας κατοικιδιοποιημένο, «φλερτάρει», «ταξιδεύει», «αλληλεπιδρά», «χωρίζει» ή «σχετίζεται», «εργάζεται» ή «επικοινωνεί», χωρίς να μετακινείται από τον καναπέ του σπιτιού του. Συνεπώς, διαρρηγνύει (ή αν αναφερόμαστε σε μικρότερες ηλικίες δεν οικοδομεί καν) την σχέση με το σώμα του. Ο συγκεκριμένος ενσώματος εαυτός υποτιμάται, ο ψηφιακός και ασώματος πριμοδοτείται.
Αυτός ο «εκτός τόπου και χρόνου άνθρωπος» θα διαθέτει μια ρευστή ατομική ταυτότητα, διαρκώς ενδεχομένως μεταβαλλόμενη και ασταθή ανάλογη με τα γούστα, τις μόδες και τις συγκυρίες της εκάστοτε εποχής. Συνεπώς, μια ταυτότητα η οποία δεν θα είναι σταθερή και δεν θα είναι διπολική (π.χ. άντρας-γυναίκα, αλλά θα είναι Non-binary). Με άλλα λόγια, μια ταυτότητα που δεν εντάσσει το άτομο σε ένα ιστορικό, συλλογικό συνανήκειν είτε έθνους ως εθνοτικής ταυτότητας, είτε κοινωνικής τάξης, ως ταξικής ταυτότητας, είτε βιολογικής, ως ταυτότητας φύλου ή φυλής. Οι συλλογικές ταυτότητες αυτού του είδους αποτελούν εμπόδια στην επέκταση της εμπορευματοποίησης των πάντων, όπως εμπόδιο θεωρούνται και τα έγγραφα που πιστοποιούσαν τα ατομικά χαρακτηριστικά των ταυτοτήτων του νεότερου «παλαιού κόσμου». Πλέον το άτομο θα ταυτοποιείται από τις αρχές με βάση τον προσωπικό του αριθμό: «Όλα σε ένα, ενοποιημένα!». Όλα τα ατομικά του στοιχεία (επιλογές, κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, καταναλωτικές συνήθειες, κατάσταση υγείας, οικονομική και οικογενειακή κατάσταση, ποινικό μητρώο κ.ά.) θα μπορούν να συμπληρώνουν το ψηφιακό προφίλ που θα συνοψίζεται σε έναν αριθμό απαλλαγμένο από την ιστορία που κουβαλάει το όνομα και το επίθετο ενός ανθρώπου.
Η πολιτική διαχείριση του παγκόσμιου πλήθους, μαζί με τις ταυτότητες και τα έγγραφα πιστοποίησης των ατόμων, στοχοποιούν συνεπώς:
- Τις μη αποϊεροποιημένες συνειδήσεις
- Τους βιολογικούς και ιστορικούς προ- και επικαθορισμούς
- Τις ρίζες
- Την ιστορία
- Την μνήμη
- Τα υπερβατικά πρότυπα
- Την θρησκευτική ταυτότητα
- Την παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα
Πρόκειται για μια πολιτική και πολιτισμική αντεπανάσταση, η οποία λαμβάνει χώρα κάτω από τα μάτια μας εδώ και τέσσερις περίπου δεκαετίες στο όνομα της προόδου και του εκσυγχρονισμού. Η επιτυχία μιας τέτοιας πολιτικής αντεπανάστασης, αυτής δηλαδή της απίστευτης οπισθοδρόμησης που εμφανίζεται ως πρόοδος, διέρχεται ψυχοπολιτικά από το συστηματικό στιγματισμό όλων των κοινωνικών και πολιτικών αντιστάσεων ως αντιδραστικών, λαϊκίστικων, συνωμοσιολογικών ή ακροδεξιών.
Έτσι ακριβώς απαξιώνονται σε όλο το δυτικό κόσμο οι λαϊκές διαμαρτυρίες που δεν αποδέχονται την αποδόμηση της πολιτικής και πολιτισμικής ιστορίας τους, από τα νεοταξίτικα ιεροεξεταστικά οργουελιανής, θα λέγαμε, εμπνεύσεως αφηγήματα που στοχεύουν στην αποσάθρωση της συνεκτικότητας των κοινωνιών από διάφορους ατομικούς νομικούς δικαιωματισμούς made (κατά πρώτο λόγο) in USA.
Η κατάσταση αυτή αντανακλά προφανώς τα συμφέροντα μιας διεθνοποιημένης ελίτ που διαχειρίζεται αλαζονικά τα πεπρωμένα της παγκοσμιοποιημένης αγοράς και του ασύδοτου καζινοκαπιταλισμού της. Και βεβαίως, η εν λόγω ελίτ προωθεί τη δική της πολιτική θρησκεία: εκείνη την ψευτοπροοδευτική θρησκεία των νομικών, ανθρώπινων δικαιωμάτων, η οποία αναδεικνύεται πλέον σήμερα σε ολοκληρωτική κοσμοθεωρία του δυτικού κόσμου, ανεκτική σε όλα, όπως υποτίθεται, εκτός από το να διαφωνεί κάποιος μαζί της. Εναντίον των αποκλεισμών, αλλά αποκλείοντας ρητά και απόλυτα οτιδήποτε μοιάζει μη προοδευτικό ή μη δικαιωματίστικο. Πρόκειται για μια προσχηματική, υποκριτική και μασκοφορεμένη ιδεολογία, που καταγγέλλει τους πιστούς του «παλαιού κόσμου» για να φέρει τους δικούς της, εκείνους που έχουν εξαπολυθεί σε σταυροφορίες για το Άγιο Δισκοπότηρο της πολιτικής ορθότητας. Πρόκειται θα σημειώναμε για μια νέα μορφή του γνωστού προτεσταντικού ιεραποστολισμού.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να ισχυριστούμε, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει σε πρόσφατο άρθρο του με τίτλο «Εδώ “ακροδεξιός”, εκεί “λαϊκιστής”, πού είναι ο φασίστας;»¹ ο καθηγητής Γιάννης Παπαμιχαήλ, πως έχουμε μπει για τα καλά σε μια φάση «ήπιου ολοκληρωτισμού», που αντιστοιχεί απόλυτα στις λογικές του νέου διεθνοποιημένου τεχνοφεουδαρχικού καθεστώτος πολιτικής και κοινωνικής κυριαρχίας. Προφανώς, ο ολοκληρωτισμός δεν μπορεί να γίνει κατανοητός αφηρημένα, αλλά πάντα σε σχέση με τον απώτερο στόχο του, που δεν είναι άλλος παρά η απόλυτη ευθυγράμμιση των ηθών και των νοοτροπιών των πολιτών. Ακόμα κι αν τα μέσα αλλάζουν, ο στόχος παραμένει σταθερός: οι καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης που καταλήγουν στην πολιτική νομιμοποίηση όλων των μέτρων εξαίρεσης, παρακολούθησης και υποχρεωτικού εγκλεισμού των πληθυσμών με το πρόσχημα οποιασδήποτε κατάστασης κρίσης (υγειονομικής, κλιματικής κ.λπ.). Η ασφάλεια και η μόνιμη διασύνδεση των ιδιωτών που ζουν, συνομιλούν και εργάζονται «από τις τρύπες τους» αποτελούν τις νέες μήτρες του ελευθεροκτόνου ολοκληρωτισμού σε επιστημονικό, βιοπολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο.
Αυτό το νέο είδος «ήπιου ολοκληρωτισμού», όπως αναφέρεται από τον Παπαμιχαήλ, μπορεί να προσιδιάζει στην «τέλεια δικτατορία», όπως περιγράφεται από τον Χάξλεϋ.
Εκείνη που «θα έχει την εμφάνιση της δημοκρατίας. Μια φυλακή χωρίς τοίχους στην οποία οι κρατούμενοι δεν θα ονειρεύονται να δραπετεύσουν. Ένα σύστημα δουλείας, όπου χάρη στην κατανάλωση και τη διασκέδαση οι δούλοι θα αγαπήσουν τη δουλεία τους».
Πράγματι, στην προοπτική του Χάξλεϋ περί της ιδεώδους μορφής δουλείας (εκείνης που οι άνθρωποι θα αγαπήσουν τη δουλεία τους, θα την επιθυμούν, θα την επιδιώκουν), είναι προφανώς αδύνατον να εγκαθιδρυθεί η δημοκρατία, όπως το είχε επισημάνει ο Μακιαβέλι στη «Χειραγώγηση του Όχλου»². Το διαδίκτυο, ως προς αυτό, ασκεί στους πληθυσμούς την ασυγκράτητη γοητεία του. Οι άνθρωποι πιστεύουν πως το διαδίκτυο «με τις απεριόριστες δυνατότητές του» τους απελευθερώνει από τους γεωγραφικούς περιορισμούς.
Νιώθουν πως δραπετεύουν από τους εδαφικούς περιορισμούς που συνδέονται με την σωματική τους εμπειρία. Πως βγαίνουν από το συγκεκριμένο πεδίο δράσης και μπαίνουν αυτομάτως με την χρήση της τεχνολογίας σε ένα εικονικό, ψηφιακό και αφηρημένο. Επίσης, πιστεύουν πως μπορούν να κρυφτούν οι ίδιοι και η προσωπική τους ζωή από τον πλησίον τους, να κατασκευάσουν έναν εαυτό έτσι όπως θεωρούν πως οι άλλοι θα ήθελαν να είναι για να αρέσουν. Και αυτό ακριβώς δείχνουν προς τα έξω. Χωρίς ενδεχομένως να συνειδητοποιούν ή να τους ενδιαφέρει πως κάθε φορά που η οθόνη τους κρύβει από τον συνάνθρωπο, τους ξεγυμνώνει μπροστά στον «τεχνοφεουδάρχη ηγεμόνα» τους.
Με πρόσχημα την κατ’ οίκον «απελευθέρωσή» τους οι δυτικοποιημένοι άνθρωποι ενέδωσαν στην χειρότερη μορφή πλήρους ελέγχου, καταστολής και επιτήρησης. Με άλλα λόγια, εισήλθαν οικειοθελώς σε ένα ψηφιοποιημένο πανοπτικόν και έτσι απώλεσαν και την ελευθερία και την ιδιωτικότητα. Διότι, η ελευθερία ενσαρκώνεται σε έναν χώρο όπου τα όρια και τα περιθώριά του τίθενται εξ ορισμού από το άτομο και τους οικείους του. Η λαϊκή θυμοσοφία περιέγραφε την εν λόγω κοινωνική κατάσταση ως εξής: «το ιδιωτικό ξεκινάει εκεί που κλείνει η πόρτα σου».
Μέσα στο ψηφιοποιημένο «πανοπτικόν» του διαδικτύου τα άτομα απεμπολούν την ιδιωτικότητά τους με πρόσχημα το σλόγκαν «γρήγορα – εύκολα – σίγουρα». Ο ιδιώτης-καταναλωτής –πολίτης του κόσμου–, επιρρεπής στις διαφημιστικές καμπάνιες και μαγεμένος από τη σαγήνη των δικτύων, παρότι διαρκώς παραπονείται για τη ζωή που γίνεται όλο και πιο δύσκολη και για τα συναισθήματα ανασφάλειας που βιώνει, στο δια ταύτα, μοιάζει να αποδέχεται την οικοδόμηση του ψηφιακού «πανοπτικού» που τον περιλαμβάνει ως ένδειξη βελτίωσης, καλυτέρευσης των συνθηκών ζωής και προόδου: «Όλα γίνονται με ένα κουμπί από τον καναπέ του σπιτιού σου…».
Όπως χαρακτηριστικά είχε επισημάνει ο Φουκώ στο «Επιτήρηση και Τιμωρία»:³
«με τον πανοπτισμό έχουμε την πειθαρχία-μηχανισμό: ένα λειτουργικό σύστημα που βελτιώνει την άσκηση της εξουσίας, καθιστώντας την ταχύτερη, ελαφρότερη, αποτελεσματικότερη – ένα σχέδιο έντεχνων και αθόρυβων καταναγκασμών που προορίζεται για μια μελλούμενη κοινωνία».
Εν κατακλείδι, «το πανοπτικόν είναι τόπος προνομιούχος για την εφαρμογή πειραμάτων πάνω στους ανθρώπους»⁴. Η αρχιτεκτονική του πανοπτικού μηχανισμού έχει βρει λοιπόν στην οργάνωση και λειτουργία του διαδικτύου το ιδεώδες πεδίο εφαρμογής της.
«Διότι, χωρίς κανένα υλικό όργανο, παρά μόνο με την αρχιτεκτονική και τη γεωμετρία, επενεργεί άμεσα στα άτομα· δίνει στο νου εξουσία πάνω στον νου»⁵.
Ο «ηγεμόνας», δηλαδή οι νέες μορφές τεχνοφεουδαρχικής εξουσίας, οι νέες μορφές καζινοκαπιταλιστικής οικονομίας και διαχείρισης ροών και δεδομένων, εξυπηρετούνται απόλυτα από ένα «πανοπτικό» σύστημα παγκοσμιοποιημένης επιτήρησης των ανθρώπινων μονάδων-νομάδων που αποτελούν το ανθρώπινο πλεόνασμα των «ούτε καν δούλων», συγχρόνως άμεσα αξιοποιήσιμων και αναλώσιμων, έτοιμων να «πεταχτούν στον κάλαθο των αχρήστων» της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Μέσα από το ψηφιοποιημένο, διαδικτυακό «πανοπτικόν» απαντάται στην πράξη το ερώτημα, όπως το έθετε ο Julius στα «Μαθήματα περί φυλακών» γύρω από το «πώς να παρέχεται σ’ έναν μικρό αριθμό ανθρώπων –ή και σε έναν μόνο άνθρωπο– η στιγμιαία θέα ενός μεγάλου πλήθους»⁶.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το ανωτέρω κείμενο αποτελεί εμπλουτισμένη εκδοχή του άρθρου της συγγραφέως που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, σελ. 59.