«ΠΑΝ ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ» 2ον.-Τελευταῖον

Share:

Τὴν ὑπερβολὴ συχνὰ τὴ βλέπουμε καὶ στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ἄμετρο κήρυγμα, πυκνὲς συναντήσεις τῶν πιστῶν μὲ τοὺς κληρικοὺς καὶ συνεχεῖς διηγήσεις θαυμάτων. Ἡ πνευματικὴ ἐπικοινωνία γίνεται μὲ τρόπο ὑπερβολικό.

Οἱ ὑπεύθυνοι διηγοῦνται περιστατικὰ ἐμπλουτισμένα μὲ φανταστικὰ στοιχεῖα. Λόγοι ἁγίων γερόντων ἀπολυτοποιοῦνται καὶ δημιουργεῖται μιὰ ἀδικαιολόγητη ἀνησυχία, ἐνῶ λησμονεῖται ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῶν ἐντολῶν. Πολλοὶ κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ ἀνησυχοῦν γιὰ τοὺς κοσμικούς, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὸ κοσμικὸ φρόνημα!

Δὲν πρέπει οἱ ἄνθρωποι νὰ ἔχουν ὑπερβολικὴ μέριμνα γιὰ τὸ σῶμα καὶ νὰ ἀφήνουν τὴν ψυχή τους «νὰ πεθαίνει ἀπὸ τὴν πεῖνα». Πρέπει νὰ προσφέρουν καὶ στὴν ψυχή τους, ποὺ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὸ σῶμα, τὴν κατάλληλη καὶ ταιριαστὴ τροφή. «Ἐμεῖς ὅμως βλάπτουμε καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα. Τὸ μὲν σῶμα τὸ παχαίνουμε περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι πρέπει, τὴν δὲ ψυχὴ τὴν ἀναγκάζουμε νὰ πεθαίνει ἀπὸ τὴν πεῖνα»,2 ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.

Ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀναφερόμενος στὸ θέμα τῶν ὑπερβολῶν, ποὺ παρατηροῦνται καὶ στοὺς συνειδητοὺς χριστιανούς, λέει: «Ὁ καλύτερος ὅρος καὶ τὸ καλύτερο μέτρο ἐγκράτειας ἄς εἶναι τὸ νὰ μὴ ἀποβλέπουμε οὔτε στὴν ἀπόλαυση οὔτε στὴν κακοπάθεια τοῦ σώματος, ἀλλὰ νὰ ἀποφεύγουμε τὴν ἔλλειψη τοῦ μέτρου (τὴν ὑπερβολή) καὶ πρὸς τὴ μιὰ καὶ πρὸς τὴν ἄλλη κατεύθυνση, ὥστε τὸ  σῶμα μας οὔτε ἀπὸ τὴν παχυσαρκία νὰ διαταράσσεται οὔτε ἀπὸ τὴν καχεξία νὰ ἀδυνατεῖ νὰ ἐκτελεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ἡ ψυχὴ βλάπτεται ἐξίσου καὶ ἀπὸ τὶς δύο ἀκρότητες, καὶ ἀπὸ τὴν ἀνυποταξία τῆς σάρκας καὶ ἀπὸ τὴν εὐρωστία ἐξαιτίας τῆς ὁποίας σκιρτάει ἀπὸ ἄτοπες ὁρμές· ὅταν πάλι εἶναι χαλαρὴ καὶ παραλυμένη καὶ ἀδρανής, ὑποφέρει ἀπὸ πόνους. Γιατὶ μὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση τοῦ σώματος ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι ἀπερίσπαστη νὰ βλέπει πρὸς τὰ ἄνω (πρὸς τὸν οὐρανὸ) ἐλεύθερα, ἀλλὰ ἀναγκαστικὰ ἀπορροφᾶται ἀπὸ τὴν αἴσθηση τοῦ πόνου καὶ ἀσχολεῖ­ται συνεχῶς μὲ αὐτόν, ταπεινωμένη ἀπὸ τὴν κακοπάθεια τοῦ σώματος»3.

Γιὰ τὴν ζωή τους οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ὑπερβολικὲς ἀπαιτήσεις, ἐνῶ γιὰ τὸν πλησίον ἀδιαφοροῦν. Δὲν τοὺς συγκινοῦν οἱ πτωχοί, οἱ ἀσθενεῖς, οἱ ἀνήμποροι καὶ οἱ ἀδικούμενοι. Δὲν ἔχουν ἴχνος ἀγάπης. Καὶ ὅμως γιὰ τὸν πλησίον πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπερβολικὴ ἀγάπη. Νὰ ἐπιδιώκουμε οἱ ἄλλοι νὰ βρίσκονται σὲ καλύτερη κατάσταση ἀπὸ μᾶς. Ἡ ὑπερβολικὴ ἀγάπη ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, πρέπει νὰ στραφεῖ πρὸς τὸν πλησίον καὶ τότε ἡ καρδιά μας θὰ πλημμυρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ!

Σημειώσεις:

2. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Α΄, Ἀθήνα 1993, σελ. 466-467.

3. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, τόμος Α΄, Ἀθήνα 2002, σελ. 347-348.

Πρεσβ. Διονύσιος Τάτσης

Previous Article

Χριστοφόροι ἐργάται εἰς την Ἐκκλησίαν

Next Article

Πατρολογία – Βασίλειος καί Εὐνόμιος -3