Γράφει ὁ κ. Εὐάγγελος Στ. Πονηρός, Δρ Θ., Μ.Φ.
3ον
Καί συνεχίζει ὁ αὐτός μελετητής ἐξηγώντας τήν κοινωνική κατάσταση τῆς εἰδωλολατρικῆς αὐτοκρατορικῆς Ρώμης κατά τόν Δ΄ αἰώνα:
“Ὡς συνάγεται ἐκ τοῦ διατάγματος τούτου, φαίνεται ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία, καθ’ ἧς τόσον δρυμέως καταφέρεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, εἶχε φθάσει κατά τό πρῶτον ἥμισυ τοῦ 4ου μ.Χ. αἰῶνος μέχρι σημείου, ὥστε οἱ ὁμοφυλόφιλοι δέν ἐδίσταζαν νά συνάπτουν καί “γάμους” μεταξύ των. Καί ναί μέν οἱ γάμοι οὗτοι δέν ἦσαν νόμιμοι, ὡς μή ὑπό τοῦ νόμου ἀναγνωριζόμενοι, ὅμως “φάκτῳ καί προαιρέσει” οἱ ὁμοφυλόφιλοι συνέζων ὡς σύζυγοι, ἀφοῦ προηγουμένως “ἐτέλουν” τήν “τελετήν” τοῦ “γάμου” των. Τοῦτο, ὡς ἦτο φυσικόν, δέν ἠδύναντο νά ἀνεχθοῦν οἱ πρῶτοι χριστιανοί αὐτοκράτορες μέ ἀποτέλεσμα τήν ἔκδοσιν τοῦ ἀνωτέρω διατάγματος ὀλίγα ἔτη μετά τόν θάνατον τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἀπό τούς υἱούς αὐτοῦ Κωνστάντιον καί Κώνσταντα”.[50]
Αὐτό, ἑπομένως, συνέβη τότε: Οἱ πιστοί χριστιανοί, οἱ ἐνστερνιζόμενοι πίστη, ἡ ὁποία ἐπί τρεῖς αἰῶνες ἐθεωρεῖτο ἔγκλημα καί συχνά ἐτιμωρεῖτο ἀπό τήν εἰδωλολατρική ρωμαϊκή αὐτοκρατορία διά τῆς ἐσχάτης τῶν ποινῶν, κατέκτησαν τήν ἐξουσία, αὐτή τήν ἴδια ἐξουσία ἀπό τήν ὁποία κατεδιώκοντο, τή μετέτρεψαν σέ χριστιανική καί ὁδήγησαν τά ἤθη πρός τή φυσική τους πορεία καί κατάσταση. Τό δέ ἀφύσικο τῆς πορείας τῶν εἰδωλολατρικῶν ρωμαϊκῶν ἠθῶν προβλημάτισε σφόδρα τούς δύο χριστιανούς συναυτοκράτορες:
“Τό βασικόν ἐρώτημα τῶν δύο τούτων αὐτοκρατόρων καί τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου ὁλοκλήρου μένει ἀναπάντητον εἰς τούς αἰῶνας: “Ὅταν νυμφεύηται” λέγει τό διάταγμα, “ὁ ἀνήρ ὡς γυνή, ὡς γυνή ὑποβαλλομένη εἰς ἄνδρας, τί ποθεῖ; Ἔνθα τό φῦλον (ἡ φύσις) ἀπώλεσε τήν θέσιν (τόν τόπον) του, ἔνθα ὑπάρχει (πρόκειται) τό ἔγκλημα τοῦτο, ὅπερ οὐδέ νά γνωρίζῃ τις ὠφελεῖ (ἀκατονόμαστον), ἔνθα ἡ συνουσία παραμορφοῦται (μεταβάλλεται εἰς ἄλλην μορφήν). Ἔνθα ἡ ἀγάπη ἐπιζητεῖται ἀλλά δέν εὑρίσκεται (δέν φαίνεται)…[51]”.
Τήν πράξη, ἑπομένως, τοῦ “γάμου” μεταξύ ἀνθρώπων τοῦ αὐτοῦ φύλου σαφῶς χαρακτηρίζει τό χριστιανικό ρωμαϊκό δίκαιο “ἔγκλημα”, ἡ ὁποία, ὅπως εἴδαμε ἀνωτέρω στό σχετικό παράθεμα, ὁρίζεται στό πρωτότυπο λατινικό κείμενο διά τοῦ λατινικοῦ ὅρου “scelus”. Ὅμως, ἡ πορεία τῆς ὅλης ὑποθέσεως δέν σταμάτησε ἐκεῖ. Τό χριστιανικό αὐτοκρατορικό δίκαιο προχώρησε καί παρακάτω:
“Διά τούς χριστιανούς αὐτοκράτορας οὐδεμία δικαιολογία χωρεῖ διά τήν ἀνόσιον ταύτην συμπεριφοράν. Ὅθεν καί “ὁπλίζουν” τούς νόμους, δι’ ἐκδικητικοῦ ξίφους πρός τιμωρίαν τῶν τε συμβιούντων ἐν ὁμοφυλοφιλικῷ “γάμῳ” καί τῶν μελλόντων νά ἐπιχειρήσουν τοιαύτην συμβίωσιν. Ὀλίγον δέ κατ΄ ὀλίγον ἀνήχθη εἰς ἔγκλημα καί αὐτή ἀκόμη ἡ ἄνευ συμβιώσεως ὁμοφυλοφιλική γενετήσιος σχέσις”.[52]
Ἴσως, λοιπόν, σήμερα, σέ ὀρθόδοξη χριστιανική πατρίδα, ἐπιχειρεῖται, ὄχι ἁπλῶς νά ἐπιστρέψουμε στά ἤθη καί στά ἔθιμα τῆς εἰδωλολατρικῆς αὐτοκρατορικῆς Ρώμης, ἀλλά καί νά τά ἐφαρμόσουμε μετ’ ἐπιτάσεως, δηλαδή νά τούς δώσουμε καί πλήρη νομική ἰσχύ. Θά πρέπει ὅμως νά ἀναλογισθεῖ ὅποιος ἐπιχειρεῖ κάτι τέτοιο, μήπως εἶναι τό ἐγχείρημά του αὐτό ἐνάντιο στή θεία βούληση, ἐνάντιο στή φύση, ἀλλά καί ἐνάντιο στήν ἱστορία καί τή θέληση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.
Κατά τή ροή τοῦ χρόνου ἐμφανίζονται πλεῖστα ὅσα μή χριστιανικά ἤ καί ἀντιχριστιανικά ρεύματα καί κινήματα, ἰδεολογίες ἤ ἀκόμη καί βίαιοι συρμοί ἤ ἑσμοί καί, ἄλλα διά τοῦ λόγου, συχνά ψευδοῦς καί στρεβλωτικοῦ δηλαδή διά τῆς προπαγάνδας[53], ἄλλα διά τοῦ νόμου, συχνά ἄδικου καί αὐθαίρετου νόμου, ὁ ὁποῖος ἀντί νά ἀποδίδει δίκαιο ἀφαιρεῖ καί ἀποδίδει ἀδικία, καί ἄλλα διά τῆς βίας, συχνά ὠμῆς καί ἀπροκάλυπτης, ἀπαιτοῦν νά ὑποχωροῦμε ἀπό τίς ἀρχές τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί ζωῆς.
Ἐάν, λοιπόν, ἐπιχειροῦμε νά ἱκανοποιοῦμε τίς ἀπαιτήσεις ὁποιουδήποτε νεοεμφανιζόμενου μή χριστιανικοῦ ἤ ἀντιχριστιανικοῦ κινήματος, τό ὁποῖο κατά κανόνα ἀναμασᾶ, ὄχι ἁπλῶς παλαιές ἀλλά, πανάρχαιες ἀπαιτήσεις ἐντός τῆς ροῆς τῆς ἱστορίας, τότε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τήν ἀληθῆ ἐν Χριστῷ πίστη καί ζωή. Ἔχει, μέ ἀρκετά ὀξυδερκῆ τρόπο, παρατηρηθεῖ ἀπό ὀρθόδοξο χριστιανό ἱερομόναχο ἡγούμενο ὅτι:
“Ἡ θλιβερή κατάσταση τοῦ ἀμερικανικοῦ Χριστιανισμοῦ ὀφείλεται στή διαρκῆ προσπάθεια προσαρμογῆς πρός μία κοινωνία πού διαρκῶς ἀλλάζει. Σέ κάθε προσαρμογή, ὅλο καί λιγότερος αὐθεντικός Χριστιανισμός ἀπομένει. Αὐτό θυμίζει τήν παλιά οἰκογενειακή συνταγή γιά ἕνα γλυκό, ὅπου ὅμως κάθε γενιά ἀπορρίπτει ἕνα συστατικό καί τό ἀντικαθιστᾶ μέ κάποιο ἄλλο. Στό τέλος, τό γλυκό θά εἶναι αὐτό πού ἔφτιαχνε ἡ προ-προγιαγιά ἤ κάτι ἄλλο;[54]”.
Ἀρκετά παραστατική ἡ παραβολή μέ τό γλυκό. Ὅμως ἡ συνταγή τοῦ γλυκοῦ εἶναι δυνατόν καί νά χαθεῖ γιά πάντα ἀπό τήν οἰκογένεια. Ἀλλά ἡ ἐν Χριστῷ θεία ἀποκάλυψη, ἡ θεία χάρις καί ἡ ἐν Χριστῷ ἀπολύτρωση καί σωτηρία, οὐδέποτε ἀπόλλυται. Ἐμεῖς ἀπομακρυνόμαστε ἀπό αὐτήν ἐπιχειρώντας νά τή νοθεύσουμε, “συσχηματιζόμεθα τῷ αἰῶνι τούτῳ[55]”, ἀποποιούμενοι τήν σώζουσα θεία χάρη καί ἀπειλοῦντες νά παρασύρουμε καί ἄλλους. Καί ἄν ἡ ἔπαρση μᾶς ὁδηγήσει στό ἐγχείρημα ἀλλαγῆς τῆς φύσεως, τό ὁποῖο ἐγχείρημα θά εἶναι κατ΄ οὐσίαν ἀπόπειρα στρεβλώσεως τῆς φύσεως, ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ φύση δέν στρεβλώνεται, κι ἄν ἐπιχειρήσουμε στρέβλωσή της, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θά ζημιωθοῦμε ἀπομακρυνόμενοι ἀπό αὐτήν.
Δ΄. Οἱ ἱεροί κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας
Χριστιανοί ἤ μή, δέν ἔπαυαν οἱ αὐτοκράτορες Κωνστάντιος καί Κώνστας νά ἐπιβάλλονται αὐτοκρατορικῶς, ὅμως ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἐπιβάλλεται, καί οὐδέποτε ἐπιβλήθηκε, δι’ “ἐκδικητικοῦ ξίφους”. Ἡ παράβαση δύναται, κατά τήν ἀποστολική διδασκαλία, τήν ὁποία ἤδη εἴδαμε, νά ἰαθεῖ διά τῆς δυνάμεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ κάθαρση ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἡ συγχώρηση ἀπό τήν θεία χάρη μέλλει νά ἐπέλθει ἐφ’ ὅσον ὁ ἄνθρωπος ἔμπρακτα μετανοήσει. Τοῦτο θά συμβεῖ ἀδιαφόρως τοῦ ἄν ἡ πολιτεία, ὅποια καί ἄν εἶναι αὐτή, ἀποφασίσει ἤ ὄχι νά ἐπανεισαγάγει τά ἤθη τῆς εἰδωλολατρικῆς αὐτοκρατορικῆς Ρώμης καί μάλιστα νά τά ἐνισχύσει δίνοντάς τους καί κῦρος καί ἰσχύ νόμου.
Γιά τό Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό ὀνομαζόμενο “Κανονικό Δίκαιο”, τό ὁριζόμενο ἀπό τούς κανόνες της, τούς ἐμπνεόμενους ἀπό τήν ἐν Χριστῷ Ἀποκάλυψη τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, οὐδέποτε ὑπῆρξε κάποια ἀσάφεια ἤ κάποια ἀμφιταλάντευση ἐπί τοῦ ἐν λόγῳ θέματος. Παρατηρεῖ σχετικῶς ὁ Π. Ε. Χριστινάκης:
“Oἴκοθεν βεβαίως νοεῖται ὅτι κατά τό Κανονικόν τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν Δίκαιον εἶναι ἀξιόποινος πᾶσα τοιαύτη σχέσις καί δή σωρευτικῶς κατά τε τάς περί ἀρσενοκοιτίας, παιδοφθορίας κ.λπ. εἰδικάς διατάξεις καί τάς τοιαύτας περί “ἀκαθαρσίας”, “σκανδάλου” καί μοιχείας”.[56]
Στοιχοῦσα πρός τήν ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία θέσπισε, ἐπινεύσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τούς ἱερούς της κανόνες. Σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς σχετικούς κανόνες ἀποσαφηνίζεται, ὅτι ἡ συμπεριφορά αὐτή εἶναι ἐφάμαρτη, χρήζει δέ ματανοίας καί ἐπιτιμίου.
Γιά τό θέμα, τό ὁποῖο ἐδῶ μᾶς ἀπασχολεῖ, διαλαμβάνουν οἱ κανόνες, τῶν ἁγίων αὐταδέλφων Βασιλείου Καισαρείας τοῦ Μεγάλου καί Γρηγορίου Νύσσης, οἱ ὁποῖοι, ὡς γνωστόν ἔζησαν κατά τόν 4ο αἰώνα, καί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ, ἁγίου τοῦ 6ου αἰῶνος. Οἱ κανόνες τῶν ἁγίων Βασιλείου καί Γρηγορίου ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπό τόν Β΄ κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (692 μ.Χ.). Γι’ αὐτό καί ἔχουν οἰκουμενική καί αἰωνία ἰσχύ. Ἐπιπροσθέτως, ὁ αὐτός κανόνας τῆς αὐτῆς συνόδου ἀπαγορεύει τήν ἀνατροπή αὐτῶν, ἀλλά καί ὅλων τῶν κανόνων τούς ὁποίους ἐπικυρώνει: “Εἰ δέ τις ἁλῶ Κανόνα τινά τῶν εἰρημένων καινοτομεῖν, ἤ ἀνατρέπειν ἐπιχειρῶν, ὑπεύθυνος ἔσται κατά τόν τοιοῦτον Κανόνα ὡς αὐτός διαγορεύει τήν ἐπιτιμίαν δεχόμενος, καί δι’ αὐτοῦ ἐν ᾧπερ πταίει θεραπευόμενος”.
Σέ δύο κανόνες του ὁ ἅγιος Βασίλειος Καισαρείας ὁ Μέγας ἀσχολεῖται μέ τό συγκεκριμένο ζήτημα, στόν 7ο καί στόν 62ο. Τό ἐπιτίμιο τῆς συμπεριφορᾶς αὐτῆς τοποθετεῖ, εἰς ἀμφοτέρους τούς κανόνες του, στά δεκαπέντε ἔτη ἀκοινωνησίας[57]. Ἐδῶ ὀφείλουμε νά τονίσουμε ὅτι ὁρίζει τό ἐπιτίμιο τῆς ἐν λόγῳ πράξεως τέσσαρα ἤ πέντε ἔτη περισσότερα ἀπό τόν ἀκούσιο φόνο, τοῦ ὁποίου τό ἐπιτίμιο ὁρίζει δι’ ἄλλων κανόνων του στά δέκα ἤ ἕνδεκα ἔτη[58], καί πέντε ἔτη ὀλιγότερα ἀπό τόν ἑκούσιο, τοῦ ὁποίου τό ἐπιτίμιο ὁρίζει στά εἴκοσι[59]. Δηλαδή, ὡς πρός τή βαρύτητα τοῦ ἐγκλήματος, τοποθετεῖ τό συγκεκριμένο ἁμάρτημα κατά πενῆντα τοῖς ἑκατό σέ ὑψηλότερο βαθμό ἀπό τόν ἀκούσιο φόνο καί μόλις κατά εἰκοσιπέντε τοῖς ἑκατό ὀλιγότερο ἀπό τόν ἑκούσιο.
Πλήν ὅμως, ὅπως εἶναι εὐρύτερα γνωστό, ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική ποιμαντική θέτει τά ἐπιτίμια σέ δεύτερη μοῖρα, δέν εἶναι ἄτεγκτη, καί ἀποσκοπεῖ στήν εἰλικρινῆ μετάνοια καί σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι στήν ἐξουθένωσή του. Κατά ταῦτα, ὅπως θά δοῦμε καί ἀμέσως κατωτέρω στούς κανόνες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ἡ εἰλικρινής μετάνοια δύναται νά σημάνει δραστική μείωση τοῦ χρόνου ἐφαρμογῆς τοῦ ἐπιτιμίου.
Περί τό θέμα διαλαμβάνει καί ὁ Δ΄ κανών τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου Νύσσης. Στό κανόνα αὐτό ὁ ἱερός πατήρ ὁρίζει τό ἐπιτίμιο γιά τήν ἐν λόγῳ πράξη στά δεκαοκτώ ἔτη. Τό αὐτό ἐπιτίμιο ὁρίζει καί γιά τήν μοιχεία καί τήν κτηνοβασία. Ἐπισημαίνει, ὅτι “μία ἐστίν ἡ νόμιμος συζυγία, καί γυναικός πρός ἄνδρα, καί ἀνδρός πρός γυναῖκα”. Τήν δέ ζωοφθορία, ὅπως καί τήν παιδεραστία χαρακτηρίζει “φύσεως μοιχεία”, διότι ὅπως ὁ ἴδιος ἐξηγεῖ, “εἰς γάρ τό ἀλλότριον τε καί παρά φύσιν γίνεται ἡ ἀδικία”, τοῦτο σημαίνει ὅτι οἱ πράξεις αὐτές παραβιάζουν τή φύση. Τά χαρακτηρίζει “ἀπαγορευμένα κακά” καί μάλιστα χρησιμοποιεῖ καί τόν αὐστηρό χαρακτηρισμό “τῇ κατά τοῦ ἄρρενος λύσσῃ”, ὥστε νά καταδείξει ὅτι πρόκειται γιά κάτι ἀφύσικο:
“Ἐπεί δέ τῶν ἐν πορνείᾳ μολυνθέντων ἀδικία τις τῇ ἁμαρτίᾳ ταύτῃ οὐ καταμέμεικται, διά τῶν διπλασίων ὡρίσθη τῆς ἐπιστροφῆς ὁ χρόνος τοῖς ἐν μοιχείᾳ μιανθεῖσι, καί ἐν τοῖς ἄλλοις τοῖς ἀπαγορευμένοις κακοῖς, ζωοφθορίᾳ καί τῇ τοῦ ἄῤῥενος λύσσῃ· διπλασιάζεται γάρ, ὡς εἶπον, ἐπί τῶν τοιούτων ἡ ἁμαρτία, μία μέν ἡ κατά τήν ἄθεσμον ἡδονήν, ἑτέρα δέ ἡ κατά τήν ἀλλοτρίαν ἀδικίαν συνισταμένη”.[60]
Εἶναι, κατά τά ἀνωτέρω, διπλό τό παράπτωμα, δηλαδή κατ’ ἀρχήν ἡ “ἄθεσμη ἡδονή” καί ἔπειτα ἡ εἰς βάρος ἄλλου ἀδικία, γι’ αὐτό καί ἐπιτιμᾶται διπλάσια ἀπό τήν πορνεία.
Τό ἐδῶ ὁριζόμενο ἐπιτίμιο εἶναι διπλάσιο ἀπό τό ὁριζόμενο ὑπό τοῦ αὐτοῦ ἁγίου πατρός καί διδασκάλου στόν Ε΄ κανόνα του γιά τόν ἀκούσιο φόνο, ὁ ὁποῖος ἐπιτιμᾶται μέ ἐννέα ἔτη ἀκοινωνησίας, καί κατά τό ἕνα τρίτο ἐλαφρύτερο ἀπό τό ὁριζόμενο γιά τόν ἑκούσιο, ὁ ὁποῖος ἐπιτιμᾶται μέ εἰκοσιεπτά ἔτη[61]. Ὅπως εἴδαμε, καί ὁ αὐτάδελφός του Βασίλειος ὁ Μέγας ὁρίζει γιά τό ἐν λόγῳ ἁμάρτημα ἐπιτίμιο αὐστηρότερο τοῦ ἀκουσίου καί ἐπιεικέστερο τοῦ ἑκουσίου φόνου.
Ὅμως, ὀφείλουμε νά τονίσουμε ὅτι, ὁ ἅγιος πατήρ καί διδάσκαλος δέν στερεῖται φιλανθρωπίας, διότι δηλώνει, κατ’ ἀρχήν, ὅτι:
“ὁ μέν γάρ ἀφ’ ἑαυτοῦ πρός τήν ἐξαγόρευσιν τῶν ἁμαρτιῶν ὁρμήσας, αὐτῷ τῷ καταδέξασθαι δι’ οἰκείας ὁρμῆς γενέσθαι τῶν κρυφίων κατήγορος, ὡς ἤδη τῆς θεραπείας τοῦ πάθους ἀρξάμενος, καί σημεῖον τῆς πρός τό κρεῖττον μεταβολῆς ἐπιδειξάμενος, ἐν φιλανθρωποτέροις γίνεται τοῖς ἐπιτιμίοις”.[62]
Τό ἐπιτίμιο εἶναι, ἑπομένως, κατά τόν ἱερό πατέρα, φιλανθρωπότερο, ἐάν ὅποιος τή διέπραξε κρυφίως, αὐτοβούλως ὁμολογήσει τήν πράξη αὐτή.
Ἀντιθέτως, ἐάν κάποιος συλληφθεῖ νά διαπράττει τήν ἐν λόγῳ πράξη, ἤ ὁμολογήσει κατόπιν βάσιμης ὑποψίας καί ἐλέγχου, ἀπαιτεῖται παρατεταμένο διάστημα μετανοίας, ἕως ὅτου γίνει δεκτός στή θεία κοινωνία: “φωραθείς ἐπί τῷ κακῷ, ἤ διά τινος ὑποψίας, ἤ κατηγορίας ἀκουσίως ἀπελεγχθείς, ἐν ἐπιτεταμένῃ γίνεται τῇ ἐπιστροφῇ· ὥστε καθαρισθέντα δι΄ ἀκριβείας αὐτόν, οὕτως ἐπί τήν τῶν Ἁγιασμάτων κοινωνίαν παραδεχθῆναι”.[63]
Δίδεται, ἄρα, ἡ δυνατότητα συγχωρήσεως καί καθαρισμοῦ ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀφοῦ, ἄλλωστε, γι΄ αὐτό ἔπαθε καί ἀνέστη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Γι’ αὐτό καί τονίζει ὁ ἱερός πατήρ:
“Ὥσπερ γάρ τό τοῖς χοίροις ῥίπτειν τόν μαργαρίτην ἀπείρηται, οὕτω τό ἀποστερεῖν τοῦ τιμίου Μαργαρίτου τόν ἤδη ἄνθρωπον, διά τῆς ἀπαθείας τε καί καθαρότητος γενόμενον, τῶν ἀτόπων ἐστίν.”[64]
Εἶναι, κατά τά ἀνωτέρω, ἄτοπο, νά ἀποστερεῖται τῆς Θείας Κοινωνίας ὅποιος ἔχει ἤδη διά τῆς πίστεως καί τοῦ ἀγῶνος του ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη. Συνεπῶς εἶναι θεμιτή ἡ σύντμηση τοῦ χρόνου ἐπιτιμίου, ἐφ΄ ὅσον ὁ πταίσας ἔχει ἤδη μετανοήσει.
Μέ τό ἐν λόγῳ ζήτημα ἀσχολεῖται καί ὁ Ἰωάννης ὁ Νηστευτής, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος εἶναι ἅγιος τοῦ 6ου αἰῶνος καί ὁμοίως Καππαδόκης, ὅπως καί οἱ δύο προηγούμενοι ἅγιοι πατέρες καί διδάσκαλοι. Οἱ κανόνες του, ὀφείλουμε νά ἐπισημάνουμε ὅτι, δέν ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο, τ.ἔ. δέν ἔχουν οἰκουμενική ἰσχύ. Τοῦτο συνέβη, μᾶλλον ἐπειδή θεωρήθηκαν ἀρκετά αὐστηροί. Ὅμως, ὡς ἔργα ἑνός ἁγίου πατρός τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι δυνατόν, ἀφ’ ἑνός νά χρησιμεύσουν στούς πνευματικούς, ὅσο καί στόν ὁποιονδήποτε χριστιανό θά ἤθελε νά τούς συμβουλευθεῖ, ὡς δείκτης ὀρθῆς πορείας στή διακονία καί στή ζωή του. Ἀφ’ ἑτέρου, ἐπειδή ὡς πρός τό τί εἶναι δίκαιο καί τί δέν εἶναι, δέν ἀντιτίθενται στόν ὁποιονδήποτε κανόνα συντεταγμένο ἤ ἐπικυρωμένο ἀπό οἰκουμενική ἤ τοπική σύνοδο, ἀποτελοῦν δέ μία ἀκόμη μαρτυρία ἐπί τοῦ ζητήματος τῆς συμφωνίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας γιά ζητήματα χριστιανικῆς πίστεως καί ζωῆς.
Ὁρίζει, λοιπόν, ὁ ΙΗ΄ κανών τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τά ἑξῆς:
“Tόν ἀῤῥενομανήσαντα τρία ἔτη τῆς Κοινωνίας εἴργεσθαι ἔδοξε, κλαίοντα καί νηστεύοντα, καί πρός τήν ἑσπέραν ξηροφαγοῦντα, καί μετανοίας διακοσίας ποιοῦντα· περί πλείονος δέ τήν ῥαστῴνην ποιούμενος, τά ιε΄ ἔτη πληρούτω”.[65]
Ὁ χαρακτηρισμός τῆς πράξεως παραμένει καί ἐδῶ, παρά τήν πάροδο δύο αἰώνων ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ὁμοίως αὐστηρός[66]. Τήν πράξη, εἴδαμε ὅτι χαρακτηρίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος “λύσσα”, ὁ δέ ἅγιος Ἰωάννης “μανία”, δηλώνοντας, ἀμφότεροι οἱ ἅγιοι, ὅτι πρόκειται περί πράξεως ἔξω τοῦ φυσικοῦ, ἡ ὁποία κατά κανόνα δέν ἔχει τό χαρακτηριστικό τοῦ στιγμιαίου, ἀλλά τείνει νά καταστεῖ πάθος. Σέ αὐτῆς τῆς ἐντάσεως τήν ἀξιολόγηση ἀκολουθοῦν οἱ ἅγιοι πατέρες τήν Ἁγία Γραφή, ὅπου, ὅπως εἴδαμε, ἡ πράξη οὐδέποτε χαρακτηρίζεται ἀποδεκτή.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἐπιβάλλει ἐπιτίμιο ἀπαγορεύσεως τῆς μετοχῆς στή Θεία Κοινωνία τρία ἔτη, κατά τά ὁποῖα ὁ πταίσας ὀφείλει νά κλαίει, νά νηστεύει καί νά καταναλώνει ξηρά τροφή ἑκάστη ἑσπέρα, καί νά πραγματοποιεῖ διακόσιες μετάνοιες. Ὅμως δύναται νά ἐκταθεῖ ἡ περίοδος τοῦ ἐπιτιμίου ἕως καί στά δεκαπέντε ἔτη, ἐάν καί ἐφ΄ ὅσον ὁ ἁμαρτήσας δέν δείχνει τήν κατάλληλη προθυμία. Τοῦτο ταυτίζεται μέ τό ἐπιτίμιο, τό ὁποῖο, ὅπως ἀνωτέρω εἴδαμε, ὁ μέγας Βασίλειος ἐπιβάλλει στό ἐν λόγῳ ἁμάρτημα.
Ὁ αὐτός πατήρ ἐπιτιμᾶ τόν ἀκούσιο φόνο μέ τριετῆ ἀκοινωνησία, τόν δέ ἑκούσιο μέ πενταετῆ. Aὐτή συνοδεύεται ἀπό νηστεία μέχρι τήν ἑσπέρα, κατόπιν ξηροφαγία, καί καθημερινά τριακόσιες μετάνοιες[67]. Ὅπως παρατηροῦμε, τό ἐπιτίμιο τῆς ὑπό ἐξέταση πράξεως εὑρίσκεται σέ ἐπιεικέστερη θέση ἀμφοτέρων τῶν περιπτώσεων φόνου. Πλήν ὅμως, καί σέ αὐτή τήν περίπτωση, ἐφ΄ ὅσον ὁ πταίσας ραθυμήσει, τ.ἔ. δέν τηρήσει τά περί ξηροφαγίας καί μετανοιῶν ὑπό τοῦ Ἰωάννου ὁριζόμενα, προβλέπει ὁ κανών: “τόν ὅρον τῶν Πατέρων πληρούτω”, δηλαδή νά ἀκολουθεῖ ὅσα οἱ πρό αὐτοῦ πατέρες, εἴδαμε ὅτι ἔχουν ὁρίσει.
Στ΄. Τό ἰσχῦον Σύνταγμα τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας
Τό Σύνταγμα τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας εἶναι χριστιανικό, διότι ἡ πολιτεία, στήν ὁποία αὐτό ἀνήκει, εἶναι χριστιανική, ἱδρυμένη ἀπό χριστιανούς, τούς προγόνους μας, οἱ ὁποῖοι ἐπανεστάτησαν “ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος”, πρῶτα μετελάμβαναν τῶν ἀχράντων μυστηρίων καί ἔπειτα πήγαιναν νά πολεμήσουν, καί ἔτσι μᾶς χάρισαν τήν ἐλευθερία. Ἤδη στό πρῶτο Ἑλληνικό Σύνταγμα τῆς Ἐπιδαύρου, δημοσιευμένο τήν 1η/1ου/1822, ὅρισαν ὅτι: “Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικρατείας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, εἰσίν Ἕλληνες καί ἀπολαμβάνουσιν ἄνευ τινός διαφορᾶς ὅλων τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων.”[68] Τό ἄρθρο αὐτό εἶναι ἡ πλέον περίτρανη ἀπόδειξη, ὅτι οἱ ἀγωνιστές ἐπαναστάτες πρόγονοί μας θεωροῦσαν ἑαυτούς Ἕλληνες, ἀκριβῶς ἐπειδή ἦταν χριστιανοί.
Ἀλλά καί ἡ ἐπίκληση στήν Ἁγία Τριάδα, ἡ ὁποία προηγεῖται τοῦ πρώτου ἑλληνικοῦ Συντάγματος, ἀποδεικνύει κατά τόν πλέον ἀδιαμφισβήτητο τρόπο, ὅτι τό κράτος στό ὁποῖο ἐμεῖς σήμερα ζοῦμε καί εὐημεροῦμε, καί ἐλπίζουμε ὅτι τό αὐτό θά συνεχίσουν νά πράττουν οἱ ἀπόγονοί μας καί οἱ ἀπόγονοι τῶν ἀπογόνων μας, εἶναι χριστιανικό, διότι τό ἵδρυσαν μέ τούς ἀγῶνες τους καί τό θεμελίωσαν μέ τίς θυσίες καί τό αἷμα τους οἱ ἀγωνιστές πρόγονοί μας. Λέγει λοιπόν σαφῶς ἡ εἰσαγωγική ἐπίκληση τοῦ Συντάγματος τῆς Ἐπιδαύρου: “Ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος”.
Τό ἰσχῦον σήμερα Σύνταγμα τῶν ἐτῶν 1975/1986/2001/2008/2019, εἶναι ἐπίσης συντεταγμένο “Εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος”. Τό γεγονός αὐτό ἀνέκαθεν προκαλεῖ τή μῆνι ὁρισμένων ἀντιχριστιανικῶν κύκλων, οἱ ὁποῖοι ἐξανίστανται καί ἀπαιτοῦν τήν ἀπαγόρευσή του[69]. Ἡ εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος σύνταξη δέν εἶναι τυχαῖο καί ἄνευ σημασίας γεγονός. Δηλώνει ὅτι ἡ πολιτεία, τήν ὁποία συντάσσει, εἶναι χριστιανική. Δέν τήν μετατρέπει αὐτό τό ἴδιο σέ χριστιανική, ἀλλά ἀποτυπώνει τήν ἀπό αἰώνων διαμορφωμένη πραγματικότητα[70]. Κατά συνέπεια εἶναι, καί αὐτό τό ἴδιο τό Σύνταγμα, χριστιανικό.
Σημειώσεις:
[50] Π. Χριστινάκης, ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 690. [51] ἔνθ΄ ἀνωτέρω. [52] ἔνθ’ ἀνωτέρω. [53] Ἡ λέξη propaganda εἶναι ἐπίσης λατινική, προερχόμενη ὅμως ἀπό τήν παπική μετασχισματική Ρώμη. Δηλώνει τό συστηματικό ψεῦδος, συχνά βαρύτατα δυσφημιστικό ἕως καί συκοφαντικό, προερχόμενο ἀπό ὁμάδα εἰς βάρος ὁμάδας. Ὡς λέξη δέ καί τεχνικός ὅρος δέν ὑπάρχει στήν ἑλληνική γλώσσα, διότι ἀντίκειται στήν ἀπό τήν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα ἑλληνική φιλοσοφία. [54] Γέροντας Τρύφωνας τοῦ Βάσον, Μικρά ἑωθινά, Καθημερινά ἀναγνώσματα πνευματικῆς ἐγρήγορσης, Μετάφρ. Πολυξένη Τσαλίκη – Κιοσόγλου, ἐκδ. Ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2017, σ. 83. [55] Ρω. 12,2. [56] Π. Χριστινάκης, ἔνθ΄ ἀνωτέρω. [57] Ἀγαπίου, Νικοδήμου, Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός τῆς Μιᾶς Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, ἤτοι ἅπαντες οἱ Ἱεροί καί Θεῖοι Κανόνες, (ἀρχική ἔκδοση: Λειψία 1800), ἀνατύπωση: ἐκδ. Ἀστήρ Ἀ. & Ε. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 1982, σ. 593, σ. 622. [58] Κανόνες ια΄, νζ΄, ἔνθ΄ ἀνωτέρω σελ. 598, 621. [59] Κανών νστ΄, ἔνθ΄ ἀνωτέρω σελ. 620. [60] Κανών Δ΄, ἔνθ΄ ἀνωτέρω σελ. 655. [61] Κανών Ε΄, ἔνθ΄ ἀνωτέρω σελ. 657. [62] Κανών Δ΄, ἔνθ΄ ἀνωτέρω σελ. 655. [63] Κανών Δ΄, ἔνθ΄ ἀνωτέρω. [64] Κανών Δ΄, ἔνθ΄ ἀνωτέρω σελ. 656. [65] ἔνθ΄ ἀνωτέρω σελ. 709. [66] Ὁμοίως αὐστηροί ἦταν καί οἱ χαρακτηρισμοί της κατά τήν κλασσική ἑλληνική ἀρχαιότητα. Στόν πλατωνικό Γοργία ὁ Σωκράτης δηλώνει τά ἑξῆς, καί ὁ Πλάτων, παραθέτοντας τά λόγια τοῦ διδασκάλου του, προφανῶς τά ἐγκρίνει: “κιναίδων βίος δεινός, αἰσχρός καί ἄθλιος” (Πλάτωνος Γοργίας 494e). [67] Κανών Κ΄, ἔνθ΄ ἀνωτέρω σελ. 710. [68] Τμῆμα Β΄, β΄. [69] Οἱ ἰσχυρισμοί τῶν ἐν λόγῳ ἀτόμων δύνανται νά συνοψισθοῦν στά ἑξῆς σημεῖα: 1. Ἐφ΄ ὅσον εἶναι χριστιανικό τό σύνταγμα καί τό κράτος τό ὁποῖο συντάσσει, ἄρα εἶναι καί ἄδικα γιά τούς μή χριστιανούς. 2. Ἐφ΄ ὅσον ἐντός τοῦ χριστιανικοῦ κράτους διαβιοῦν καί μή χριστιανοί, ἔχουν κάθε δικαίωμα νά ὁρίζουν αὐτοί τά πρακτέα. 3. Ἀπαγορεύεται παγκοσμίως νά ὑπάρχουν χριστιανικά κράτη. Τά ὡς ἄνω σημεῖα ἰσχυρισμῶν εὔκολα ἀνασκευάζονται: 1. Ἐάν ὑπάρχει δικαιοσύνη στά χριστιανικά κράτη, τόσο γιά χριστιανούς, ὅσο καί γιά μή χριστιανούς, ὀφείλεται καθαρά στίς χριστιανικές ἀρχές δικαίου, οἱ ὁποῖες τά διέπουν. 2. Τήν ταυτότητα κάθε κράτους ὁρίζει ἡ ἱστορία του, οἱ ἀγῶνες, καί ἡ πίστη τοῦ λαοῦ του, δέν τήν ὁρίζουν ὅσοι θέλουν νά ἐξαιροῦνται ἀπό αὐτά, οὔτε οἱ τυχόν φιλοξενούμενοι. 3. Ἐφ’ ὅσον ὑπάρχουν πολλά καί διάφορα κράτη μέ ταυτότητα ὁριζόμενη ἀπό συγκεκριμένα θρησκεύματα συνυφασμένα μέ τήν ἱστορία τους, δέν εἶναι δυνατόν νά ἀπαγορευθεῖ ἡ χριστιανική ταυτότητα σέ ὅποια κράτη ὑπάρχει, ἐπειδή εἶναι ἄμεσα συνυφασμένη μέ τήν ἱστορία τους καί μάλιστα μέ αὐτή τήν ἴδια τήν ὕπαρξή τους. [70] Κι ἐπειδή εἶχε ἀποτολμηθεῖ ἡ διατύπωση τοῦ ἰσχυρισμοῦ ὅτι: “Δέν μπορεῖ νά δημιουργεῖται δεύτερο συμβολικό θεμέλιο δίπλα στή λαϊκή κυριαρχία. Τό Σύνταγμα θεμελιώνεται στή λαϊκή κυριαρχία, στό ὄνομα τοῦ λαοῦ, δέν χρειάζεται τό “Eἰς τό ὄνoμα τῆς Ἁγίας καί Ὁμooυσίoυ καί Ἀδιαιρέτoυ Tριάδoς”. Ὀφείλουμε νά ἐπισημάνουμε, γιά μία φορά ἀκόμη, ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ δηλώσεις ἅμα καί ἀπαιτήσεις, ἀποκρύπτουν τό πῶς προέκυψε ἡ ἑλληνική λαϊκή κυριαρχία. Προέκυψε αὐτή, λοιπόν, ἀπό τήν ὀρθόδοξη χριστιανική ταυτότητα τῶν ἐπαναστατῶν προγόνων μας, χωρίς τήν ὁποία θά εἶχαν ἐξισλαμισθεῖ καί ἐκτουρκισθεῖ καί ὁδήγησε στήν ἀγωνιστική ἀρχή “μάχου ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος”, ἡ ὁποία διεῖπε τήν Ἐπανάσταση ἀπό τήν ἀρχή ἕως καί τό τέλος της, δίχως τή χριστιανική ταυτότητα δέν θά ὑπῆρχε ἑλληνική ἐπανάσταση, διότι θά εἶχαν ὅλοι οἱ πρόγονοί μας ἐκτουρκισθεῖ, ἄς τό χωνεύσουν πλέον ὅσοι δυσκολεύονται!