Γράφει ὁ κ. Εὐλάλιος Θωμαΐδης, θεολόγος
Σὲ παλαιότερό μας κείμενο εἴχαμε κάνει λόγο γιὰ τὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ στὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο. Ἐκεῖ φανερώθηκε ἐναργῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲ μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεὸ μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ σώματος, τόσο στὴν παροῦσα ὅσο καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ (ἀπὸ τὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ ἔπειτα). Ἐκεῖνο ποὺ ὁ ἄξιος ἢ δίκαιος ἄνθρωπος θὰ δύναται νὰ βλέπει μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος, σύμφωνα μὲ τὴν πλατωνικὴ / σωκρατικὴ ἐσχατολογία τοῦ Αὐγουστίνου, θὰ εἶναι ἡ νέα κτίση [1] ἤ, ἀλλιῶς, ἡ Νέα Ἱερουσαλὴμ καὶ ἡ δοξασμένη ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ [2]. Ἡ θεία φύση τοῦ Χριστοῦ θὰ εἶναι μεθεκτή μονάχα ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς τῶν ἁγίων ἢ μακαρίων, ἤτοι μέσῳ τῆς διάνοιας (νοητικὴ ἐνατένιση τῆς θείας οὐσίας).
Τὴν ἀνωτέρω αὐγουστίνεια ἑρμηνεία τῆς θέας τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ νοῦ θὰ ὑποστηρίξει καὶ ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης, ἡ κύρια αὐτοσυνειδησία τῆς παπικῆς ὁμολογίας. Σύμφωνα μὲ τὸν Θωμᾶ Ἀκινάτη, ἡ ψυχὴ ἔχει μία ἄμεση ἐμπειρία / θέα τοῦ Θεοῦ στὸν οὐρανό, μόνο μετὰ τὸν ἀποχωρισμό της ἀπὸ τὸ σῶμα. Τὴν ἴδια στιγμή, ὅμως, ἡ ψυχὴ παραμένει ἀτελὴς μετὰ τὸ θάνατο, καθότι ὁ ἄνθρωπος ὡς ὅλον εἶναι ἕνα ψυχοσωματικὸ ὂν καὶ ὡς, ἐκ τούτου, μία ὑπόσταση ἐλλιπὴς (γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ ἀνάσταση εἶναι θεμελιῶδες δόγμα τοῦ χριστιανισμοῦ, καθὼς προσδίδει ἐκ νέου τὴ χαμένη ἑνότητα τῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασης ἐξαιτίας τοῦ θανάτου). Καὶ ἐδῶ ἔγκειται τὸ παράδοξο στὴν ἀνθρωπολογία τοῦ Ἀκινάτη. Ἀπὸ τὴ μία μεριὰ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅλος ὡς ψυχοσωματικὴ ὀντότητα, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ σῶμα δὲ μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεό, καθότι αὐτὸ ἀποτελεῖ ἐμπόδιο πρὸς τὴν ἐνατένιση τοῦ ἀκτίστου.
Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης, ἡ ἀνθρώπινη διάνοια, καθόσον παραμένει ἑνωμένη μὲ τὸ σῶμα, δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεό. Ἐν ἄλλαις λέξεσιν, τὸ διανοητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς βαρύνεται ἕνεκα τῆς πτώσεως ἀπὸ τὸ διεφθαρμένο σῶμα καί, ὡς ἐκ τούτου, δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει στὴ θεωρία [3] (ἐλεύθερη ἀπόδοση τοῦ συγγραφέα). Οἱ σύγχρονοι θωμιστὲς τώρα ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ θεολογική τους παράδοση δὲν καταφέρεται ἐναντίον τοῦ σώματος ὡς δημιουργήματος ἐκ τῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐναντίον τοῦ ἀποδυναμωμένου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία σώματος. Αὐτὴ ἡ ἀδυναμία μπορεῖ νὰ ξεπερασθεῖ μόνο στὸν οὐρανό, καθότι στὴ γῆ ὁ ἄνθρωπος ἔχει μία φυσικὴ ροπὴ πρὸς τὴν ἁμαρτία [4].
Ὅταν λέγεται ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἰδωθεῖ πρόσωπο πρὸς πρόσωπον, ἐννοεῖται μόνο μεταφορικὰ [5], καθότι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει σῶμα, γιὰ νὰ ἰδωθεῖ ὡς πρόσωπο (τὸ πρόσωπο ἐννοεῖται ἐδῶ μὲ τὴν ἔννοια τῆς φάτσας καὶ ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς ὑπόστασης). Ἀκόμη, ὅταν ὑποστηρίζεται ὅτι οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν ἀνθρώπων θὰ θεωροῦν τὸ Θεό, ἐννοεῖται ὅτι θὰ θεωροῦν τὸ σῶμα τῆς δοξασμένης ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸν Θωμᾶ Ἀκινάτη πάντοτε. Οἱ ὀφθαλμοὶ δὲ θὰ μποροῦν νὰ δοῦν τὴ θεία οὐσία, γιατί θὰ βλέπουν μονάχα τὸ Θεὸ ὡς ἄνθρωπο. Ἐπίσης, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν θεία ἀνθρωπότητα τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως ἐπισημαίνει ἡ θωμιστικὴ θεολογικὴ ἀνθρωπολογία, οἱ ἀνθρώπινοι ὀφθαλμοὶ θὰ καθοροῦν τὴ θεία δόξα ποὺ θὰ ἀντανακλᾶται στὴν κτιστὴ πραγματικότητα. Συνεπῶς, ἡ θέα τῶν κτιστῶν, ὅπως τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῆς κτιστῆς πραγματικότητας, θὰ ἀφορᾶ στοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ σώματος, ἐνῶ ἡ μακάρια θέα τῆς θείας οὐσίας θὰ ἀφορᾶ στοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς. Ὁ ἄνθρωπος θὰ θεωρεῖ τὴ θεία οὐσία διὰ τῆς βοήθειας τῆς θείας οὐσίας μόνο μὲ τὸν νοῦ, ἐνῶ ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρήσει τὸ σωματικό του στοιχεῖο θὰ εἶναι τὰ κτιστὰ δοξασμένα πράγματα. Μὲ τὴν ἀνάσταση ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει, κατὰ τὸν Θωμᾶ Ἀκινάτη, ἕνα σῶμα δοξασμένο, ἤτοι ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἔτσι, οἱ αἰσθήσεις τοῦ δοξασμένου σώματος θὰ εἶναι τελειοποιημένες, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ γνωρίζουν τὴν νέα κτίση καὶ ἔτσι θὰ ἐντοπίζει σὲ αὐτὴ μία ὁμοιότητα μὲ τὸ Θεὸ ἀκόμη τελειότερη τῆς παρούσας ζωῆς.
Διαφορετικὴ διδασκαλία, ὅμως, πάνω στὴ θέα τοῦ Θεοῦ μᾶς παρουσιάζουν οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ Θεὸς ὁρᾶται ἀπὸ τοὺς ἀξίους ἢ ἁγίους ἀκόμη καὶ μὲ σωματικοὺς ὀφθαλμούς, διανοιγμένους ἀπὸ τὴ θεοποιὸ δύναμη τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ σῶμα, ὄχι μόνο δὲν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο στὴ θέα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ μία ἀπὸ τὴ βασική της προϋπόθεση. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο οἱ Ἕλληνες Πατέρες δὲν ἔχουν κανένα πρόβλημα στὸ νὰ ἀποδεχθοῦν θέα τοῦ Θεοῦ καὶ πρὶν τὸν θάνατο, τουλάχιστον γιὰ ὅσους καθαίρονται, φωτίζονται καὶ θεοποιοῦνται. Ὁ Ἀκινάτης, ἀρνούμενος τὴ θέα τοῦ Θεοῦ διὰ σωματικῶν ὀφθαλμῶν, ἀρνεῖται τόσο τὴν ἄμεση θεωρία τοῦ Θεοῦ στὴν παροῦσα ζωὴ ὅσο καὶ στὴν μέλλουσα. Ἐν ἄλλαις λέξεσιν, ὅταν ἀφαιρεῖται τὸ σωματικὸ στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ θέα τοῦ Θεοῦ, τότε ἀκυρώνεται ὁ δοξασμὸς τοῦ ἀνθρώπου. Συνοψίζοντας, λοιπόν, μποροῦμε νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς βλέπεται (τὸ μεθεκτό του στοιχεῖο / οἱ ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες) τόσο διὰ τῆς ψυχῆς ὅσο καὶ διὰ τοῦ σώματος, ὄχι ὅμως μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμη τοῦ θείου Πνεύματος. Ἔτσι, ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ βλέπει τὸν ἑαυτό του στὸν θεούμενο, καὶ ἔτσι ὁ Θεὸς φανερώνεται, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ ἅγ. Μάξιμος Ὁμολογητής, τόσο διὰ τῆς ψυχῆς ὅσο καὶ διὰ τοῦ σώματος ἑνὸς τεθεωμένου.
Ὡς ἐκ τούτου, τὸ θεοποιημένο ἢ φωτιζόμενο σῶμα δὲν μπορεῖ νὰ μὴ βλέπει τὸν Θεό, τόσο διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς, ὅσο καὶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ σώματος, σύμφωνα μὲ τὴν βιβλικὴ καὶ πατερικὴ θεολογία.
Σημειώσεις:
[1] Ὁ Αὐγουστῖνος, λοιπόν, θεωρεῖ ὅτι ὁ δίκαιος ἄνθρωπος θὰ βλέπει τὴ νέα κτίση καὶ θὰ ἀναγνωρίζει σὲ αὐτὴν τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Θὰ φροντίσει μάλιστα νὰ δώσει καὶ ἕνα κάπως παράξενο παράδειγμα σχετικὰ μὲ τὸ ἀδύνατο τῆς ἐνατένισης τοῦ Θεοῦ διὰ σωματικῶν ὀφθαλμῶν. «Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἔβλεπε μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος τὴ θεία οὐσία, ὅταν θὰ τά ἔκλεινε, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ βλέπει τὴ θεία οὐσία συνεχῶς, καὶ ἄρα ἡ θέα θὰ διακοπτόταν ἀπὸ τὸ ἀνοιγοκλείσιμο τῶν ματιῶν… Ἑπομένως, ἡ θεία οὐσία δὲν βλέπεται μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος, ἀλλὰ διὰ τοῦ νοῦ. Βλέπουμε πόσο ἀνθρωπομορφικὰ φαντάζεται ὁ Αὐγουστῖνος τὴ θέα τοῦ Θεοῦ. [2] Τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει ὅλο τὸ πλῆθος τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν μέσα του στὸ πρόσωπο τοῦ Λόγου, κατὰ τοὺς Λατίνους πάντοτε, οὔτε ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Ἄρα, ἡ ἔννοια δοξασμὸς ἑρμηνεύεται διαφορετικὰ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ ἀπὸ τοὺς Λατίνους, Γιὰ τοὺς πρώτους ὁ δοξασμὸς εἶναι ἄκτιστος, ἐνῶ γιὰ τοὺς δεύτερους κτιστός. [3] Io. C. 11, n. 213. [4] Γιὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες ἡ ροπὴ πρὸς τὸ κακὸ δὲν εἶναι τὸ ἴδιο τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὸ σωματοειδὲς φρόνημα ἤ, ἀλλιῶς, τὸ γνωμικὸ θέλημα. Αὐτὸ εἶναι ποὺ προκάλεσε καὶ συνεχίζει νὰ προκαλεῖ τὴν πτώση. [5] Ἰ Ψόρ., ψ. 13, Ι. 4, n. 802.