Η Σύνοδος του Κολυμβαρίου τυγχάνει διάτρητος από πλευράς κανονικότητος. Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος συνερχομένη, δια να συζητήση περί φλεγόντων ζητημάτων δεν δύναται να αντιπαρέλθη λογικάς και θεολογικάς ενστάσεις, αι οποίαι ακυρώνουν την Σύνοδον και τας αποφάσεις της. Πολλά εγράφησαν έως σήμερον και εκτενείς αναλύσεις είδαν το φως της δημοσιότητος, τας οποίας ενίοτε αδυνατούν να παρακολουθήσουν και οι πλέον άριστοι των θεολόγων. Δια τούτο, θέλοντες να επικουρήσωμεν εις το πολυσχιδές και βαρυσήμαντον έργον των Ιεραρχών της Εκκλησίας μας, συνοψίζομεν εις ολίγας γραμμάς όλα όσα θα καταστούν χρήσιμα, δια να αποφανθή η Ιεραρχία.
Η αντικανονική σύνθεσις
Α) Ακόμη και κατά την περίοδον της ζοφεράς Τουρκοκρατίας αι Σύνοδοι επεδίωκον τουλάχιστον την συμφωνίαν των Πατριαρχών. Εις την παρούσαν Σύνοδον απουσίαζον, ανεξαρτήτως των αιτιών, δια τας οποίας χωρεί πολύ συζήτησις, το Παλαίφατον Πατριαρχείον Αντιοχείας αλλά και το Πατριαρχείον της Ρωσίας, το οποίον αποτελεί το πέμπτον της Πενταρχίας των Πατριαρχών συμφώνως προς την Συνοδικήν Απόφασιν του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως του 1693 μ.Χ.
Β) Αι αντιπροσωπίαι είναι αντικανονικαί. Εσυκοφαντήθη ο Ο.Τ. ότι αυτό είναι ψευδές, διότι εις την Γ Οἰκουμενικὴν προσεκλήθησαν ωρισμένοι επίσκοποι μόνον. Εις την Αποστολικήν, εις την Α καὶ εις την ΣΤ Οἰκουμενικὴν μετέβησαν όλοι. Εις την Β Οἰκουμενικὴν προσεκλήθησαν όλοι ανεξαιρέτως οι Επίσκοποι της Ανατολής, διότι ο Αυτοκράτωρ δεν ηδύνατο να καλέση τους Επισκόπους της Δύσεως. Εις δε την Ζ Οἰκουμενικὴν προσεκλήθησαν επιπλέον και 130 ηγούμενοι Ι. Μονών με δικαίωμα λόγου και ψήφου! Μόνον η Γ ἀποτελεῖ την εξαίρεσιν και αυτό οφείλεται εις πολιτικήν απόφασιν του Αυτοκράτορος. Οι Ιεράρχαι είναι διάδοχοι των Αποστόλων δια τουτο μετέχουν αυτοδικαίως εις την Σύνοδον της Ιεραρχίας τους και εις τας Πανορθοδόξους.
Γ) Απεκλείσθησαν από την ισότιμον συμμετοχήν αι λεγόμεναι Αυτόνομοι Εκκλησίαι, ενώ δεν διαφέρουν εις τίποτε προς τας Αυτοκεφάλους παρά μόνον εις την εκλογήν Προκαθημένου.
Δ) Αφηρέθη το δικαίωμα ψήφου εις τους συμμετέχοντας. Δεν υπάρχει Σύνοδος εις την ιστορίαν της Εκκλησίας όπου να μη υφίσταται το δικαίωμα αυτό. Ο λόγος του Επισκόπου είναι η ψήφος του, διότι όταν δεν έχει ψήφον τότε κανείς δεν τον λαμβάνει σοβαρώς υπ’ όψιν. Ακόμη και το δικαίωμα λόγου ήτο περιωρισμένον.
Ε) Η Σύνοδος τελικώς απηρτίσθη από ελαχίστους Επισκόπους, οι οποίοι αποτελούν μόλις το 1/6 του συνόλου των Επισκόπων της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Παραλλήλως, λόγω της απουσίας των τεσσάρων Εκκλησιών δεν μετείχε κατ’ ουσίαν το ήμισυ και πλέον των Ορθοδόξων.
Αι αντικανονικαί υπογραφαί
Α) Η αντιπροσωπία της Εκκλησίας της Ελλάδος έπραξε διαφόρως της εντολής, την οποίαν είχε λάβει από την Ιεραρχίαν. Βεβαίως, θα επικαλεσθούν κάποιοι ότι δεν υπήρχε χρόνος και ότι δεν είχαν άλλην επιλογήν. Είτε επιέσθησαν, δια να αλλάξουν είτε οικειοθελώς ήλλαξαν τα όσα τους είχε ενεπιστευθή η Ιεραρχία παρήκουσαν την εντολήν της. Τι νόημα έχει να συνέρχεται η Ιεραρχία, εάν οι εντεταλμένοι υλοποιούν εκείνο το οποίον οι ίδιοι κρίνουν ως ορθότερον από εκείνο το οποίον απεφάσισεν η Ιεραρχίαν τους; Μία ομάς θα αποφασίζη δια τους 80; Ας μη προτάξη κανείς ότι αυτό γίνεται και με την ΔΙΣ, διότι αι κρίσιμοι αποφάσεις ανήκουν εις την ολομέλειαν. Επομένως, όχι μόνον δεν δεσμεύει η υπογραφή των 25 κανένα, αλλά είναι παντελώς άκυρος.
Β) Κάποια κείμενα δεν υπεγράφησαν καθόλου η υπεγράφησαν με την σημείωσιν «μετ’ επιφυλάξεως». Από αυτά διακρίνεται το κείμενον περί των διαχριστιανικών σχέσεων, το οποίον δεν υπέγραψαν 27 Ιεράρχαι. Εφ’ όσον το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως παρά το γεγονός αυτό δεν παρέπεμψε το θέμα, αλλά θεωρεί ως εγκεκριμένον το κείμενον, τίθεται εν αμφιβόλω ολόκληρος η Σύνοδος, διότι παρατηρείται η εγγενής αντίφασις, άλλα κείμενα να είναι υπογεγραμμένα από όλους και άλλα από το ήμισυ.
Γ) Παρεβιάσθη η Αρχιερωσύνη Επισκόπων της Κύπρου, όταν ο Αρχιεπίσκοπός τους υπέγραψεν αντί αυτών. Πρόκειται δια απαράδεκτον ενέργειαν, η οποία καθιστά τον Αρχιεπίσκοπον κανονικώς υπόδικον και εμβάλλει αμφιβολίας σχετικώς με τον αν ησκήθη πίεσις εις τους υπολοίπους που υπέγραψαν. Υπογραφή άνευ συγκαταθέσεως είναι παράνομος.
Αι αντικανονικαί αποφάσεις
Α) Η απόφασις δια την «Διασποράν» είναι αντικανονική, όπως αναφέρεται από το ίδιον το κείμενον της Συνόδου.
Β) Η απόφασις δια τους μεικτούς γάμους είναι αντικανονική, διότι αντιβαίνει προς τους προγενεστέρους Κανόνας Οικουμενικών Συνόδων, αλλά και ως παρεδέχθη ο παρών εις το Κολυμπάρι Καθηγούμενος της Ι. Μ. Σταυρονικήτα Αγ. Όρους η διατύπωσις του κειμένου περί γάμου επιτρέπει εμμέσως τον δεύτερον γάμον των κληρικών.
Γ) Η απόφασις δια τας Αυτονόμους Εκκλησίας είναι αντικανονική, τόσον διότι κατέστησε προσωπικώς ένα πρόσωπον, τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως κριτήν μεταξύ Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, όσον και επειδή θεσμοθετεί την συμμετοχήν του Προκαθημένου μιας Αυτονόμου Εκκλησίας εις δύο Συνόδους. Τέλος, η όλη λογική περί Αυτονόμων Εκκλησιών είναι εσφαλμένη ιστορικώς.
Δ) Η επίμαχος φράσις «η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν των μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής άλλων ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών» ερμηνευομένη συμφώνως προς την συνάφειάν της εντός του υπολοίπου κειμένου αλλά και με την εγκύκλιον του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως του 1920 αναγνωρίζει τον Οικουμενισμόν.
Η Καθηγήτρια της Οικουμενικής Κινήσεως κ. Β. Σταθοκώστα ερμηνεύει την Πατριαρχικήν Εγκύκλιον του 1920 και γράφει εις το βιβλίον της «Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και Διαχριστιανικός Διάλογος»: «Η θέση της εγκυκλίου ότι οι Εκκλησίες δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζουν η μία την άλλη ως «ξένας και αλλοτρίας αλλ’ ως συγγενείς και οικείας εν Χριστώ και συγκληρονόμους και συσσώμους της επαγγελίας του Θεού εν Χριστώ’ (Εφ. 3,6)» δεν μπορεί να θεωρείται ως μη θεολογική. Το αντίθετο, μάλιστα, στο συγκεκριμένο σημείο υπάρχει σαφής εκκλησιολογική αναφορά, όχι τόσο επειδή αναγνωρίζεται από την πλευρά της Ορθόδοξης Εκκλησίας η ιστορική οντότητα των «Εκκλησιών» της Δύσης, όσο επειδή εκφράζεται επίσημα η εν Χριστώ συγγένειά της με αυτές…». Επομένως, η επίμαχος φράσις του κειμένου περί των διαχριστιανικών σχέσεων της Συνόδου «αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν άλλων ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών» απηχεί πλήρως την Πατριαρχικήν οικουμενιστικήν θέσιν. Ας μη αντιτείνη κανείς την χρήσιν της λέξεως «οντότητα» αντί «ονομασίαν», διότι δεν υπάρχει αυτή εις την εγκύκλιον του 1920.
Ε) Η απόφασις δια την συμμετοχήν εις το ΠΣΕ προσκρούει εις δύο σημεία. Πρώτον, παρέκαμψε την Ιεραρχίαν, καθώς εκκρεμεί ήδη από διετίας το κείμενον που κατετέθη από έξι Μητροπολίτας δια το ΠΣΕ εις την Ιεραρχίαν, αλλά δεν συνεζητήθη. Πως δεν συνεζητήθη εσωτερικώς, αλλά υπεγράφη εις το Κολυμβάρι; Δεύτερον, ο ισχυρισμός του τελικού κειμένου ότι το ΠΣΕ δεν προωθεί την ένωσιν δεν ευρίσκει συμφώνους τους οικουμενιστάς, που έχουν αντίθετον άποψιν. Η Καθηγήτρια της Οικουμενικής Κινήσεως κ. Β. Σταθοκώστα γράφει εις το βιβλίον της «Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και Διαχριστιανικός Διάλογος»: «Πρωτίστως, ο όρος Una Sancta χρησιμοποιήθηκε στη Δύση ‘για να δηλώσει την ενότητα του λαού του Χριστού, η οποία παραμένει αδιάσπαστη παρά τις πολλές διαιρέσεις που υπάρχουν ανάμεσα σε όλους εκείνους που αυτοπροσδιορίζονται ως χριστιανοί –μία ενότητα η οποία αγωνίζεται να βρει ορατή έκφραση μέσω των οικουμενικών δραστηριοτήτων του ΠΣΕ και άλλων χριστιανικών οργανισμών’… όσο πιο κοντινός θα διακρίνεται ο στόχος (της ενότητας), τόσο περισσότερο θα αυξάνονται οι απαιτήσεις, όπως προκύπτει από τη μέχρι σήμερα εμπειρία, διότι το ζητούμενο είναι η απόλυτη συμφωνία στην πίστη, την εκκλησιαστική τάξη και τη συμμετοχή στο κοινό ευχαριστιακό δείπνο στο απώτατο μέλλον».
Η αντικανονική μεθόδευσις
Α) Ο Σεβ. Ναυπάκτου κατήγγειλεν ότι εξυβρίσθη και επιέσθη, γεγονός που δεν συνάδει με εκκλησιαστικόν γεγονός. Το ίδιον ισχύει και δια τον Σεβ. Περγάμου, ο οποίος κατεφέρθη, ως επληροφορήθημεν από την έκθεσιν του Καθηγουμένου της Ι. Μ. Σταυρονικήτα, κατά του Αγίου Όρους.
Β) Εις την εγκύκλιον της Συνόδου ανεφέρθησαν μόνον ωρισμέναι Σύνοδοι, που εξυπηρετούν λόγους εντυπώσεων, ενώ απεσιωπήθησαν επιμελώς αι Σύνοδοι των ετών 1722, 1727, 1838, 1848 και 1895, προφανώς λόγω των αποφάσεών τους κατά του Παπισμού.
Γ) Η ομολογία πολλών Επισκόπων ότι ήτο μία Συναξις Προκαθημένων επιβεβαιώνει αυτό που και άλλοτε υπεστηρίχθη ότι η Σύνοδος έγινεν, ώστε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως να ελέγχη τους «Πρώτους», δια να ελέγχη τας Ιεραρχίας. Το ίδιον σύστημα ακριβώς εφήρμοσε με επιτυχίαν εις το Άγιον Όρος, όπου ελέγχων τους ηγουμένους ελέγχει όλους τους αγιορείτας.
Δ) Η επίσημος δήλωσις ότι θα ακολουθήση σειρά παρομοίων Συνόδων δι’ αντιπροσωπεύσεως επιχειρεί την εγκαθίδρυσιν θεσμού Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Ορθοδοξίας. Ο θεσμός αυτός είναι αντικανονικός προωθείται όμως από το Φανάρι, διότι με τον ίδιον ακριβώς ελεγχόμενον τρόπον αποφασίζει το Πατριαρχείον, το οποίον αντί της συγκλήσεως της Ιεραρχίας του αρκείται εις εξαμηνιαίας διαρκείς Συνόδους συνεχώς εναλλασομένων προσώπων.
Ε) Ως είναι γνωστόν ακόμη και η αρχή της ομοφωνίας, την οποίαν συνεφώνησαν, κατεπατήθη κατά τας διεργασίας.
Τι δέον να αποφασίση η Ιεραρχία;
Η Ιεραρχία φέρει φοβεράν ευθύνην δια την ενότητα της Ορθοδοξίας. Είναι γνωστόν ότι υφίσταται ο κίνδυνος σχίσματος, ως συνέβη με την αλλαγήν του ημερολογίου, καθώς ήδη έχουν αποτειχισθή μερικοί σεβαστοί πατέρες, ενώ αναμένουν τας αποφάσεις της Ιεραρχίας πολλοί περισσότεροι, δια να σταθμίσουν την στάσιν των. Οι Ιεράρχαι της Εκκλησίας της Ελλάδος θα αποτελέσουν το βαρόμετρον δια τας διεθνείς εξελίξεις, καθώς όλαι αι Εκκλησίαι αναμένουν την στάσιν της. Κάθε κίνησις και απόφασις θα έχη αμέσου συνεπείας δια το πλήρωμα της Εκκλησίας.
Είναι καθήκον της Ιεραρχίας να συστήση σύνεσιν εις όλους, αλλά και να υπενθυμίση εις τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως τα ίδια του τα λόγια κατά την Σύναξιν της 16ης Ιανουαρίου ε.ε. εις το Σαμπεζύ: «Μία τοιαύτη Σύνοδος, τελούσα υπό την απειλήν της διαλύσεως, είναι προτιμότερον να μη γίνη ποτέ…». Αν τότε ίσχυε αυτό, σήμερον δεν θα πρέπη να ισχύση το: «Μία τοιαύτη Σύνοδος, αποτελούσα απειλήν διαλύσεως της ενότητος, είναι προτιμότερον να μη είχε γίνει ποτέ…».
Η μη επικύρωσις της Συνόδου θα επιτύχη την αποφυγήν σχίσματος καθώς όσοι διαφωνούν δεν θα προχωρήσουν εις κάτι τέτοιο. Οι οικουμενισταί όσον και αν δυσαρεστηθούν δεν πρόκειται να αποσχισθούν ούτως η άλλως.
Όλοι αναγνωρίζουν ότι αυτή η Σύνοδος δεν έλυσε κανένα ζήτημα, απεναντίας εδημιούργησε πολλά. Εφ’ όσον όλοι το αναγνωρίζουν διατί όχι και η Ιεραρχία; Άλλωστε αι Εκκλησίαι που απουσίασαν δεν έχουν αποφανθή ακόμη δια την στάσιν τους. Ας μη γίνη αφορμή η Εκκλησία της Ελλάδος δια ρήξιν με αυτάς.
Ο Μακαριώτατος ως Θηβών και Λεβαδείας είχεν αποστείλει εγκωμιαστικήν νεκρολογίαν δια την κοίμησιν του π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου, ας αναλογισθή ποία θα ήτο η στάσις του μεγάλου αυτού Κανονολόγου δια την εν λόγω Σύνοδον, διότι «όλο λόγια, λόγια, λόγια λέγονται, αλλά χρειαζόμεθα τον λόγον».