ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Share:

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ
25 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018
Απόστολος: Γαλ. γ΄ 23 – δ 5
Ευαγγέλιον: Λουκ. ιη΄ 18 – 27
Ήχος: α΄ .- Εωθινόν: Δ΄
ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

“έτι εν σοι λείπει· πάντα όσα έχεις πώλησον
και διάδος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν
εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι“ (Λουκ. ΙΗ΄ 22).
Η αξία του Νόμου και το “κάτι πάρα πάνω”

Κάποιος πλούσιος άρχων, πλησιάζει τον Διδάσκαλον και του υποβάλλει ένα ερώτημα: “Διδάσκαλε αγαθέ, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;” Ένα ερώτημα, το οποίον θίγει, τεράστιον ζήτημα και πολυχρόνιον, το οποίον απασχολεί τον άνθρωπον κάθε εποχής, αλλά και κάθε κοινωνικής κατηγορίας. Ένα ερώτημα το οποίον, από την ώραν που ο άνθρωπος συνειδητοποιεί τον εαυτόν του, ευκαίρως τε και ακαίρως, αναπολεί τα … “μετά θάνατον”. Είτε πιστός είναι είτε άπιστος είτε γέρων είτε νέος είτε ακόμη και παιδίον, όταν έρχεται καθημερινώς αντιμέτωπος με την πραγματικότητα του θανάτου, δεν είναι δυνατόν να μην σκέπτεται έστω και δι’ ολίγα δευτερόλεπτα την μετά θάνατον ζωήν. Ακόμη και αν παρασύρεται από τας κοσμικάς σκέψεις και θέλει να πιστεύη ότι εις τον κόσμον τούτον ευρίσκεται η … όποια πραγματικότης, δεν αποστασιοποιείται και από το ενδεχόμενο, ότι ίσως να υπάρχη και η ατελεύτητος ζωή και ανάστασις.
Ο πλούσιος της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής, ανησυχεί δια την αιώνιον ζωήν, την οποίαν και θεωρεί βεβαίαν. Θέλει να την κληρονομήση και ερωτά τον Διδάσκαλον, ως τον μόνον αρμόδιον, να τον πληροφορήση, δια το πως και με ποίους τρόπους, δύναται να επιτύχη αυτήν την επιθυμίαν του. Ο Κύριος, τον παραπέμπει αμέσως εις την τήρησιν και εφαρμογήν των εντολών του Μωσαϊκού νόμου και εκείνος, έχων ακολουθήσει “κατά γράμμα” τας εντολάς, ανακουφισμένος από την απάντησιν του Ιησού, σπεύδει να αναχωρήση, βέβαιος πλέον δια την αιώνιον ζωήν. Όμως ο Κύριος, έχει κάτι ακόμη να του υποδείξη. Είναι εκείνο το ιερόν στοιχείον που κάνει τον άνθρωπον τέλειον και Άγιον. Είναι η τελεία απεξάρτησις του ανθρώπου από κάθε τι το γήϊνον και φθαρτόν και η εμπιστοσύνη του και εξάρτησίς του από την μέριμναν του Κυρίου. Είναι, εκείνο που μας κάνει να νιώθουμε ότι έχομεν Πατέρα, ενεργόν και ζώντα και δραστήριον και μεριμνώντα δια τας ανάγκας των τέκνων του.

Τα υπάρχοντα και ο “πλούσιος”.

“πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι” (Λουκ. ΙΗ 22). Δεν είναι εκείνο που ίσως νομίζουν κάποιοι, ότι δηλαδή, ο Κύριος θέλει τον Χριστιανόν επαίτην και εξαθλιωμένον οικονομικώς! Λάθος! Αλλού αποσκοπεί η υπόδειξις του Κυρίου προς τον συγκεκριμένον πλούσιον άρχοντα! Εις το στοιχείον εκείνο το οποίον και ανωτέρω ετονίσαμεν˙ εις την εμπιστοσύνην του ανθρώπου εις την μέριμναν του Κυρίου.
Ο Κύριος δεν είναι Εκείνος, ο οποίος, παρ’ ότι εχόρτασε πεντακισχιλίους άνδρας αφ’ ενός, αλλά και τετρακισχιλίους εις ετέραν περίπτωσιν, εν τούτοις επέτρεπεν εις τους μαθητάς Του να διατηρούν το “γλωσσόκομον” και να χρησιμοποιούν τα συλλεγόμενα χρήματα δια τας βιοτικάς των ανάγκας; Δεν θα ηδύνατο, άραγε, να καλύπτη τας ανάγκας ταύτας, θαυματουργών διαρκώς; Συν­επώς, ο Διδάσκαλος, δεν βάλλει κατά των χρημάτων και κατά του πλούτου, αλλά κατά της εξαρτήσεως εξ αυτών. Επειδή δε, τα υλικά αγαθά και κυρίως τα χρήματα, αποπροσανατολίζουν τον άνθρωπον και τον υποχρεώνουν να “βλέπη” μόνον εις αυτά και όχι εις τον Κύριον και Πατέρα μας, δια τούτο και καταδικάζει τους πλουσίους! Πλούσιος δε εδώ θα πρέπη να νοήται όχι ο έχων χρήματα και συντηρούμενος εξ αυτών, αλλά ο προσβλέπων εις αυτά και εξαρτώμενος εξ αυτών. Πλούσιος είναι ο φιλάργυρος και ο πλεονέκτης, που έχει δώσει την καρδίαν του εις τα χρήματά του και τον οποίον, ο Θείος Απόστολος Παύλος, ονομάζει “ειδωλολάτρην”. “Νεκρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επί της γης, … και την πλεονεξίαν, ήτις εστίν ειδωλολατρία, δι’ α έρχεται η οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας” (Κολασ. Γ 5-6). Πλούσιος, τέλος, δεν είναι ο έχων και διανέμων και αδιαφορών δια τα ολίγα η πολλά, που ευρίσκονται εις την κατοχήν του, αλλά εκεί­νος ο οποίος έχει εναποθέσει τας ελπίδας του και το μέλλον του και την υγείαν του και παν ο,τι άλλο δύναται να φαντασθή, εις την ματαιότητα του πλούτου.

“πως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται
εις την βασιλείαν του Θεού!” (Λουκ. ΙΗ 24).

Δεν επέτρεψε, φίλε μου αναγνώστα, ο Κύριος εις τους Απόστόλους και Μαθητάς Του, να αποκτήσουν και να φέρουν εις τα θυλάκιά των (τσέπες των), ο,τι δήποτε περιττόν η ακόμη και αναγκαίον! “Μη κτήσησθε χρυσόν μηδέ άργυρον μηδέ χαλκόν εις τας ζώνας υμών, μη πήραν εις οδόν μηδέ δύο χιτώνας μηδέ υποδήματα μηδέ ράβδον• άξιος γαρ εστιν ο εργάτης της τροφής αυτού“ (Ματθ. Ι 9-10). Αντιθέτως, τους υπεσχέθη ότι θα είναι μαζί τους πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος (Ματθ. ΚΗ 20). Αυτή η υπόσχεσις του Διδασκάλου των, ήταν αρκετή, δια να έχουν ανά πάσαν στιγμήν την βεβαιότητα, ότι όπως εις την γην μεριμνούσε ο Ιησούς γι’ αυτούς, πολύ περισσότερον μετά την Θείαν Ανάληψίν Του θα ευρίσκεται δίπλα τους ανά πάσαν στιγμήν. Δεν είναι δε, περιττόν να αναφέρωμεν ότι ουδείς εκ των μαθητών του Κυρίου μας παρεβίασεν αυτήν την εντολήν, αλλά, αντιθέτως, άπαντες εκήρυξαν εις πάντα τα έθνη, ως άποροι και, εν πολλοίς επαίται, εμπιστευόμενοι τους εαυτούς των εις τας ασφαλείς χείρας του Διδασκάλου των.
Ο Θείος Λόγος και μάλλον, Θεία υπόσχεσις, η δια του προφήτου Ησαΐου διδομένη, είναι και πρέπει να είναι αρκετή … για κάθε άνθρωπον του Θεού. “μη επιλήσεται γυνή του παιδίου αυτής του μη ελεήσαι τα έκγονα της κοιλίας αυτής; ει δε και ταύτα επιλάθοιτο γυνή, αλλ ἐγὼ ουκ επιλήσομαί σου, είπε Κυριος” (Ησ. ΜΘ 15). Τούτο δε, είναι η κεφαλαιώδης αλήθεια την οποίαν θα πρέπη να φέρωμεν κατά νουν και καρδίαν. Εάν πιστεύωμεν ότι ο Κύριος είναι ο Θεός Πατήρ ημών και εάν ανατρέξωμεν εις την ιστορίαν της Εκκλησίας και Πίστεώς μας, υπάρχουν πλήθη γεγονότων τα οποία καταδεικνύουν την ανύστακτον μέριμναν του Θεού εις τους αγαπώντας και εμπιστευομένους Αυτόν. Συνεπώς, “εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών, Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα”.

Αρχιμ. Τιμόθεος Γ. Παπασταύρου
Ιεροκήρυξ Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών

Previous Article

ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

Next Article

ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ