Γράφει ὁ Ἀρχιμανδρίτης π. Νεκτάριος Ζιόμπολας
Μετὰ ἀπ’ ὅσα ἐγράφησαν εἰς τὸν «Ο.Τ.» καὶ δι’ ἐκεῖνα, ποὺ ἀναφέρθησαν ἐκ μέρους τῶν Ἁγιοταφιτῶν, ἄς ἐπιτραπῆ νὰ ἀναφερθῶ εἰς τὴν προσωπικήν μου ἐμπειρίαν, ἀλλὰ καὶ πολὺ πέραν αὐτῆς.
Κατ’ ἀρχὴν κάθε Μ. Σάββατον καὶ πρὶν ἀρχίση ἡ Ἱερὰ ἐκδήλωσις ἡ λεγομένη καὶ τελετὴ τοῦ Ἁγίου Φωτός, καὶ ἐνῶ ὁ Πατριάρχης εὑρίσκεται εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Ὀρθοδόξου Ναοῦ συνέχεια τοῦ ἱεροῦ Κουβουκλίου, λαμβάνει χώραν τὸ ἑξῆς: Ἔρχονται «κληρικοί» ἐπικεφαλῆς τῶν Ἀρμενίων, Κοπτῶν, Συρίων καὶ Ἰακωβιτῶν, ἐκτὸς παπικῶν, ζητοῦντες τρόπον τινὰ εὐλογίαν ἀπὸ τὸν Πατριάρχην προκειμένου νὰ λάβουν καὶ αὐτοὶ καὶ ὅποιοι ὀπαδοί των μέρος εἰς τὴν ἐκδήλωσιν. Δηλ. ἀναγνωρίζουν ὅτι προέχει καὶ χάριτι Θεοῦ δι’ αὐτοῦ καὶ μόνον κατέρχεται τὸ Ἅγιον Φῶς, καὶ δι’ αὐτοῦ θὰ τὸ λάβουν.
Ἰδιαιτέρως ἀναφέρεται καὶ τὸ ἑξῆς σημαντικόν. Ἀφοῦ ὁ Πατριάρχης σὲ μία τελικὴ φάσι εὑρίσκεται πρὸ τῆς θύρας τοῦ Κουβουκλίου βαστῶντας δύο δεσμίδας κεριῶν εἰσέρχεται ἐντός, τὸν ἀκολουθεῖ ἀμέσως Ἀρμένιος, ὡς γνωστὸν κληρικός, ὡς παρατηρητής, καὶ κλείνει ἡ θύρα. Αὐτὸ ξεκάθαρα φαίνεται σὲ ντοκυμανταὶρ ποὺ ἔχω εἰς τὰς χεῖρας μου ὡς ντοκουμέντο. Θεσπισμένη αἰῶνες ἡ παρουσία του ἐντός. Κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίβλεψί του ἐνεργεῖ ὁ Πατριάρχης καὶ ἀναμένοντας τὴν παρουσίαν τοῦ φωτός. Λαμβάνει ἐντὸς πρῶτος φῶς καὶ δίδει εἰς τοὺς δικούς του ἀπέξω. Ἐὰν μεσολαβοῦσε παράβασι, αὐτὸς πρῶτος θὰ διεμαρτύρετο.
Καὶ τώρα ἡ ἐμπειρία μου: Ἀνέμενα ἔξω συνέχεια τοῦ Κουβουκλίου περὶ τὰ δέκα μέτρα μὲ τὴν δέσμη τῶν 33 κεριῶν εἰς τὸ χέρι. Ἐπὶ τέλους ἀνοίγει ἡ θύρα καὶ ὁ Πατριάρχης μὲ ὑψωμένας τὰς δύο δεσμίδας κεριῶν καὶ ἀναμένας προχωρεῖ δίδοντας φῶς. Λαὸς πολὺς στὸν ὅλο χῶρο ζητωκραυγάζει χαρούμενος “τὸ φῶς”, τὸ φῶς εἰ καὶ σπεύδει τὸ δυνατὸν νὰ πάρη ἀπευθείας φῶς, μὰ ὄχι τοῦτο διὰ ὅλους δυνατόν. Ἡ ἑβραϊκὴ ἀστυνομία προσπαθεῖ νὰ ἐπιβάλη ὅσο γίνεται τὴν τάξιν.
Τελικὰ στὸ πέρασμά του λαμβάνω καὶ ἐγὼ φῶς. Ἡ λάμψις πάνω ἀπὸ τὴν δέσμην τῶν κεριῶν μου περὶ τοὺς δέκα πόντους. Τὸ ἕνα μου χέρι βάζω μὲ ἀνοικτὴ τὴν παλάμη μου κάθετα πάνω εἰς τὴν φωτιά. Αἰσθάνομαι κάτι πρωτόγνωρο, θερμή, ζεστὴ τὴ λάβα, ὅμως ἄνετα τὴν ἀντέχω. Ἡ ἀκαΐα ἔντονη δεσπόζει. Βλέπω τὴν παλάμην μου κατακκόκινη, ὅμως ἄνευ κἄν πληγῆς. Ἡ συγκίνησις ἔντονη μέχρι δακρύων. Πέραν τούτου αἰσθάνομαι ὅτι ἡ θερμότης διὰ τῆς χειρὸς εἰσέρχεται ἔντονα εἰς τὸ σῶμα μου. Ἐπὶ τέλους σιγά – σιγὰ αὔξανε ἡ φωτιά, ὁπότε ἀπεχώρησα τὴν κόκκινη συνέχεια παλάμη μου καὶ ἔσβησα τὴν λαμπάδα. Τώρα τὸ τί γενικὰ ἔνοιωσα σὲ μία τοιαύτη ἐμπειρία, ἄς τὸ ἀφήσουμε, ἀναφέροντας μόνο ὅτι συνέβη μέσα μου ἱερὰ μέθη.
Ἐκ τῶν ὑστέρων ἄναψα παρόμοια δέσμη κεριῶν καὶ μὲ τὸ ὡρολόγιον διαπίστωσα ὅτι τὸ χέρι μου ἄνθεξε τὴν ὅλην λαμπάδα – φωτιὰ περὶ τὰ δύο λεπτά. Ὁ χρόνος αὐτὸς μετρᾶ ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ ἀνάβεις τὰ κεριά σου. Κρατάω ἐκείνη τὴν δέσμην, καὶ ὅταν ἀνάβω ἕνα καὶ μόνο κερὶ δὲν τὸ ἀντέχω οὔτε πρὸς στιγμήν, φωτιὰ εἶναι, καὶ ἄνθεξα τόση λάβα δύο λεπτά. Ἰδοὺ ἐκ τῶν πραγμάτων τὸ Θαῦμα τοῦ Ἁγ. Φωτός. Τὸ θέμα αὐτὸ μὲ αὐτὴ τὴν δέσμην κεριῶν, λέγοντας τὰ ἀνωτέρω καὶ ὄχι μόνον τὴν ἔχω παρουσιάσει μερικὲς φορὲς εἰς τὴν τηλεόρασι, καὶ σὲ Ἱεροὺς Ναοὺς καὶ αἴθουσες.
Ἡ ἀκαΐα λοιπὸν εἶναι ἡ σαφὴς ἀπάντησις διὰ τὸ ἐπαναλαμβανόμενο ἱερὸ συμβὰν κάθε Μ. Σάββατον.
Ἐγὼ δὲν ἐπιμένω ὅτι εἶναι μεγάλο θαῦμα. Τὸ ὄντως μεγάλο εἶναι ἡ ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασις τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία πέραν τοῦ θέματος τῆς πίστεως ὅπου σαφῶς προέχει, εἶναι πλέον τεκμηριωμένη καὶ λογικὰ καὶ ἱστορικά, καὶ αὐτὸ ὄχι αὐθαίρετα μὲ τὸ πῶς τὰ τότε συνέβησαν. Τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἐτάφη, «καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν» (Ἰωάν. ιθ΄ 40). Δηλ. διὰ σπαργάνων, μῖγμα σμύρνης καὶ ἀλόης, καὶ τοῦτο διότι οὐδεὶς ἐπίστευεν ὅτι θὰ ἀναστηθῆ. Συνέβη καὶ ἡ φρουρὰ στὸν τάφον. Πρωτάκουστο διὰ ἕνα νεκρόν, ἰδοὺ τὸ λογικὰ καὶ ἱστορικά. Θείᾳ δὲ παραχωρήσει ὑπερδοξάζεται καὶ διὰ τοῦ Φωτὸς χάριτι Ἀναστάντος, ὅπερ διαιωνίζει τὸ τί προηγήθη. Καὶ τὸ ὅτι τὸ Ἅγιον Φῶς παρέχεται μόνο σὲ Ὀρθόδοξο Ἀρχιερέα, δεσπόζει παράλληλα ὁ λόγος Του, ὅτι θὰ ἀφήση ΕΚΚΛΗΣΙΑ καὶ ὄχι «ἐκκλησίες». Τοῦτο πλέον φαίνεται ὅτι τὸ γνωρίζουν οἱ ἐκεῖ χριστιανικὲς αἱρέσεις μὲ πρώτη καὶ τὸν παπισμό, ὅπως θὰ γίνη λόγος.
Συμβαίνει καὶ τοῦτο, πρὶν ἐξέλθη ὁ Πατριάρχης, πέραν τὸ τί λαμβάνει χώραν ἄνωθεν κυρίως τοῦ Κουβουκλίου μὲ ποικίλας λάμψεις, σὲ ἐξαϋλωμένες ὑπάρξεις προσκυνητῶν, χάριτι θείᾳ στὸν ὅλον ἐκεῖ χῶρον ἀνάβουν αὐτόματα οἱ λαμπάδες, ποὺ ἔχουν στὰ χέρια των καὶ λαμβάνουν καὶ οἱ πέριξ αὐτῶν. Τοῦτο συνέβη καὶ σὲ μιὰ κυρία τοῦ δικοῦ μας γρούπ, ὡς ἔγινε εἰς τὴν συνέχειαν γνωστόν.
Ἐπὶ τροχάδην καὶ τοῦτο: Ἡ προσωπικὴ μαρτυρία τοῦ Ἁγιοταφίτου καὶ διὰ χρόνια φύλακος τοῦ Παναγίου Τάφου Γέροντες μοναχοῦ Μητροφάνους. Τὸ θέμα αὐτὸ ἔγραψε ὁ μακαριστὸς Ἀρχιμ. Σάββας Ἀχιλλέως ὅπου ἔδρασε ὡς πνευματικὸς εἰς τὸν Ἅγ. Γεώργιον Καρέα μὲ τίτλο «Εἶδα τὸ Ἅγιο Φῶς», τὸ ὁποῖον ἐκυκλοφόρησε σὲ πολλαπλὲς ἐκδόσεις. Νέος εὑρέθηκε εἰς τὴν Ἁγίαν Πόλιν ὡς προσκυνητής. Ἄκουσε περὶ τοῦ Ἁγίου Φωτὸς καὶ θέλοντας νὰ ἔχη ἔντονη προσωπικὴ ἐμπειρία, τόλμησε τὸ ἑξῆς: πρὶν ἀρχίση ἡ ἐν λόγῳ τελετή, κρυφὰ ἀνέβη στὸ Κουβούκλιο καὶ ἀκριβῶς πάνω ἀπὸ τὸν κυρίως τάφο, ὅπου ὑπάρχει σχετικὰ μεγάλο ἄνοιγμα γιὰ τὶς ἀναθυμιάσεις τῶν πολλῶν κανδηλιῶν, ὅπου ἔβλεπε κάτω τὸν Πατριάρχην ὅτι εἰσῆλθε καὶ τί ἐλάμβανε χώρα: «…Ἤκουσα ἐλαφρὸν συριγμὸν καὶ ἀμέσως εἶδα ἕνα γαλάζιο Φῶς νὰ γεμίζη τὸν στενὸν ἱερὸν χῶρον τοῦ τάφου… Εἶδα εἰς τὴν πλάκα τοῦ Τάφου τὶς δεσμίδες τῶν κεριῶν καὶ τὸν Πατριάρχην κατανυκτικῶς νὰ ἀναγινώσκει εὐχάς… Ἐκεῖνο δὲ τὸ Φῶς ἄρχισε μίαν ἀνήσυχον κίνησιν… Ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ἤναψεν ἡ Κανδήλα καὶ οἱ δεσμίδες τῶν κεριῶν, ὁπότε ἐξῆλθε πρὸς μετάδωση τοῦ φωτός». Αὐτὴ ἡ ἐνθουσιώδης ἐμπειρία ἔγινε αἰτία νὰ μὴ γυρίση εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ νὰ παραμείνῃ ἰσοβίως ὡς ἁγιοταφίτης, εἰδικὰ εἰς τὸν Πανάγιο Τάφο. Γνωστὸς καὶ εἰς ἐμένα ὁ μακαριστὸς πλέον Μητροφάνης, ἁγιασμένη μορφή.
Τέλος καὶ ἡ περίπτωσις ὅπου οἱ παπικοί – σταυροφόροι δυναμικὰ ἀπεμάκρυναν τοὺς Ἕλληνες ὀρθοδόξους κληρικοὺς ἀπὸ τὸν τάφο. Ταῦτα ἀναφέρει ὁ κυρὸς Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν.
Οὗτος ὡς καθηγητὴς εἶχε χρηματίσει διευθυντὴς τῆς τότε Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Σταυροῦ τῶν Ἱεροσολύμων. Τὸ 1910 ἔγραψε περισπούδαστον ἔργον «Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων». Ἐδῶ εἰς ὅ,τι μᾶς ἀφορᾶ διὰ τὸ θέμα τοῦ Φωτός.
«…Ἀφοῦ οἱ Σταυροφόροι ἔσφαξαν χιλιάδες Σαρακηνῶν ὡς καὶ ἑβραίους ἔκαυσαν εἰς Συναγωγάς… Τὸ 1099 ὡρίσθηκε παπικὸς Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, τὸν ὁποῖον ἐπεκύρωσεν ὁ Πάπας, ἀφοῦ δὲ ἐξεδίωξαν τὸν Ὀρθόδοξον Ἕλληνα.
…Τῷ 1101 οἱ λατῖνοι, ἀφοῦ παρηγκώνισαν Ἕλληνες κληρικούς, εἰσῆλθον οἱ «κληρικοί» των μὲ πρῶτον τὸν «πατριάρχην» των. Παρὰ τὰς λιτανείας καθ’ ἅς ἐψάλλετο ἔντονα καὶ τὸ «Κύριε Ἐλέησον», Φῶς οὐδαμῶς ἐπεφαίνετο. Κατελήφθησαν ὑπὸ μεγίστης λύπης καὶ θλίψεως …Ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐσκέφθησαν ὅτι τοῦτο ἕνεκα ἁμαρτιῶν συνέβη. Τὸ Ἅγιον Φῶς δὲν ἐφαίνετο οὔτε κατὰ τὴν πρωΐαν τοῦ Πάσχα. Ὁ βασιλεύς των Βαλδουΐνος ἄπελπις προσηύχετο πρὸ τοῦ Ἁγίου Τάφου. Ὁ λατινικὸς κλῆρος εὑρέθη εἰς δυσάρεστον θέσιν, ἀγνοῶν ἄν ἔπρεπε νὰ τελέση τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα, ἄνευ τοῦ Ἁγ. Φωτός.
Ἐν ἀγωνιώδῃ καταστάσει ἤρχισαν νὰ ἐξέρχωνται τοῦ Ναοῦ. Πάραυτα οἱ ἐναπολειφθέντες κληρικοὶ Ἕλληνες ἀλλὰ καὶ λαὸς θερμότερα ἐλιτάνευσαν καὶ ἱκέτευσαν τὸν Θεὸν καὶ τὸ Ἅγιον Φῶς ἐπεφάνη πληρῶσαι τὸν Ναόν. Ἐν ἀλαλαγμῷ προσέτρεξαν καὶ οἱ λατῖνοι, ἵνα λάβωσι παρὰ τῶν Ἑλλήνων πιστῶν τὸ φῶς. Ἀναντίρρητα ταπεινώθησαν, οἱ δὲ Ἕλληνες ἐξυψώθησαν. Ἔκτοτε ἡ τελετὴ τοῦ Ἁγίου Φωτός, ἀρχικὰ καὶ ἐπὶ Σταυροφόρων παρέμεινε ὡς καθαρῶς ἑλληνικὴ τελετὴ μέχρι τοῦ σήμερον…» (σ. 390).
Γνωστός μου ἁγιοταφίτης μοῦ ἔχει ἀναφέρει ὅτι οἱ ἐκεῖ παπικοὶ ὅπου γενικὰ ἔχουν ὑλικὴ δύναμη καὶ πλῆθος ἀνθρώπων, ἐὰν δὲν ὑπῆρχε τὸ θαῦμα τοῦ Φωτός, ἀγνοῶ, ἄν θὰ εἴχαμε τὴν ὅποια παρουσία ποὺ ἔχουμε.
Ἡ τελετὴ αὐτῶν καὶ σήμερα ὅταν Μ. Σάββατον δι’ αὐτοὺς εἶναι κρύο πρᾶγμα, καὶ δὲν ἔχει σχέσιν μὲ τὴν εἰδικήν μας σὲ ἱερὸ παλμό, ὅπως ἔγινε λόγος.
Ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα ἔρχονται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ ὅσα τολμηρὰ ὄντως τόνισε ὁ Ἐπίσκοπος Γεράσων Θεοφάνης καὶ ὄχι μόνος. Ὄντως μεγάλης ἀπορίας ἄξιον. Δίδουν «ὑλικὸ» σὲ ἀθέους, μηδενιστές, ἀδιαφόρους ἐχθροὺς κατὰ βάθος τῆς Ἐκκλησίας.