Γράφει ὁ κ. Γεώργιος Τραμπούλης, θεολόγος
Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος σέ λόγο του “Σέ πατέρες πού ἐτελειώθησαν” γράφει ὅτι: «βλέπω, Δέσποτα, ὅτι τούς Ἁγίους σου τούς παίρνεις ἀπό τόν μάταιο κόσμο, σάν ἐκλεκτό χρυσάφι, καί τούς φέρνεις στήν ἀνάπαυση τῆς ζωῆς. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ συνετός καί φρόνιμος γεωργός, ὅταν δεῖ ὅτι οἱ καρποί ὡρίμασαν καλά, τούς τρυγᾶ ἀμέσως, γιά νά μή τούς βλάψουν κάποια κτυπήματα πού εἶναι καταστρεπτικά γι’ αὐτούς, ἔτσι καί σύ, Σωτήρ μου, συλλέγεις τούς ἐκλεκτούς σου πού κοπιάζουν ζώντας ἁγία ζωή».
Πέρασε ἕνας χρόνος ἀπό τότε πού ὁ Κύριός μας κάλεσε κοντά του τόν ἐκλεκτό ἐργάτη τοῦ ἀμπελώνα του, τόν ἄξιο λειτουργό του καί πολυαγαπημένο ποιμένα καί πατέρα π. Βασίλειο Βολουδάκη. Ἀπό τότε μέχρι σήμερα δέν ἔπαυσε ἡ μνήμη, ἡ μορφή καί ἡ προσωπικότητά του νά συνεχίζη νά μᾶς συγκινῆ καί νά σκεπτόμαστε πολλά ἀπό τήν «ἐν τῷ νῦν αἰῶνι» ζωή καί τήν πολιτεία τοῦ ἀειμνήστου πατρός, τά ὁποῖα μαρτυροῦν τίς ἀρετές, τόν χαρακτῆρα, τήν πίστη, τό ἀγωνιστικό φρόνημα καί τά βιώματα τοῦ πνευματικοῦ πατρός μας.
Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ συνεχίζει στόν λόγο του, λέγοντας «Ἀλλά ἐμεῖς οἱ ράθυμοι καταντήσαμε πλαδαροί κατά τήν προαίρεση, ἐξαιτίας τῆς τόσης σκληρότητάς μας, καί ὁ καρπός μας ἔμεινε γιά πάντα ἀνώριμος, ἐπειδή δέν ἔχουμε διάθεση, ὥστε νά ὡριμάση καλά μέ τά ἀγαθά ἔργα, καί νά τρυγηθῆ ὁσίως, καί νά ἀποθηκευθῆ στήν ἀποθήκη τῆς ζωῆς· οὔτε ὡστόσο ἔχει κατάνυξη, ὥστε νά γίνη θαλερός ἀπό τήν πνοή τῶν δακρύων· οὔτε πάλι ἔχει ταπείνωση, γιά νά κάνει σκιά ἀπό πάνω του στόν πολύ καύσωνα·… , ὅλες αὐτές οἱ συμφορές, πῶς νά ἀφήσουν τόν καρπό νά ὡριμάση σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά γίνη χρήσιμος στόν Κύριό του, τόν οὐράνιο γεωργό;».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος στόν λόγο του Εἰς τόν Ποιμένα, ἀναφερόμενος στούς πλαδαρούς καί ράθυμους, λέγει ὅτι «Ὁ ἀγαθός Κύριος μᾶς ἔδωσε καί τοῦτο τό φυσικό ἰδίωμα꞉ ὁ ἀσθενής νά χαίρεται βλέποντας τόν ἰατρό, ἔστω καί ἄν δέν ἔχη καμμία ὠφέλεια ἀπό αὐτόν». Ἔτσι καί ἐμεῖς, οἱ ἀσθενεῖς καί ἀνάξιοι, χαιρόμεθα ἀναλογιζόμενοι τόν βίο, τά ἀγωνίσματα καί τό φρόνημα τοῦ ἐκλεκτοῦ πατέρα μας, πού ἀναλώθηκε στήν ὑπηρεσία τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τονίζουν ὅτι ὁ πνευματικός πατέρας εἶναι τό καλό ἀρχέτυπο, τό ὁποῖο ὀφείλουμε νά τό παρατηροῦμε, προκειμένου νά ἐγχαραχθοῦν στόν ἑαυτό μας οἱ καλοί χαρακτῆρες του, οἱ ἀρετές του. Ἔχοντας αὐτό κατά νοῦ κάποιους ἀπό αὐτούς τούς καλούς χαρακτῆρες θά προσπαθήσουμε νά σκιαγραφήσουμε, τό κατά δύναμιν, ἀπό τούς πολλούς πού χαρακτήριζαν τόν πατέρα Βασίλειο, καί σέ αὐτή τήν προσπάθειά μας θά ἔχουμε ὡς πυξίδα, ὡς ὁδηγό τόν λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κλίμακος «Εἰς τόν Ποιμένα». Διότι, ὅταν ἔχουμε ἀσφαλῆ καί ἔγκυρο ὁδηγό, μποροῦμε νά συμπεράνουμε εὐκρινέστερα τό πνευματικό μέγεθος τοῦ πατρός, διότι ἡ ραθυμία καί ἡ ἀμέλεια μᾶς ἐμποδίζει νά ἔχουμε καθαρή κρίση, ὥστε νά ἀντιληφθοῦμε τό τί εἴχαμε καί τί χάσαμε. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης δίνει στόν ποιμένα τῶν λογικῶν προβάτων ἐκτός ἀπό τόν χαρακτηρισμό τοῦ Ποιμένος καί ἐκείνους τοῦ Κυβερνήτη, τοῦ Ἰατροῦ καί τοῦ Διδασκάλου. Σημειώνει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης꞉
Ποιμήν στήν κυριολεξία εἶναι ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ἀναζητήση καί νά θεραπεύση τά ἀπολωλότα λογικά πρόβατα μέ τήν ἀκακία του, τόν ζῆλο του καί τήν προσευχή του.
Κυβερνήτης εἶναι αὐτός πού ἀπό τόν Θεό καί τούς κόπους του ἀπέκτησε πνευματική δύναμη, καί μπορεῖ ὄχι μόνον ἀπό τήν τρικυμία, ἀλλά καί μέσα ἀπό τήν ἄβυσσο νά ἀνασύρη καί νά σώση τό πλοῖο.
Ἰατρός εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχει ἀποκτήσει σωματική καί ψυχική ἀνοσία καί δέν χρειάζεται κανένα φάρμακο γιά τήν ὑγεία του.
Διδάσκαλος πραγματικός εἶναι αὐτός πού ἔλαβε ἀπό τόν Θεό πνευματικό βιβλίο, γραμμένο διά «δακτύλου Θεοῦ», δηλαδή διά τῆς ἐνεργείας τῆς θεϊκῆς ἐλάμψεως καί δέν ἔχει πλέον ἀνάγκη ἀπό τά ἄλλα βιβλία. Δέν ἁρμόζει στούς διδασκάλους νά διδάσκουν ἀπό ἀντίγραφα καί χειρόγραφα, ὅπως καί στούς ζωγράφους νά ἀντιγράφουν παλαιούς πίνακες.
Ὁ μακαριστός πατήρ Βασίλειος καθ’ ὅλη τήν πολυετῆ ἱερατική του διακονία εἶχε ἀπόλυτη συναίσθηση τοῦ ὕψους τῆς πνευματικῆς του ἀποστολῆς ὡς κληρικοῦ καί τήν ἴδια στιγμή διακατείχετο ἀπό δέος γιά τήν ποιμαντική του εὐθύνη. Ἔτσι, οἱ χαρακτηρισμοί τοῦ Ποιμένος, τοῦ Κυβερνήτου, τοῦ Ἰατροῦ καί τοῦ Διδασκάλου ἐπιβεβαιώνονται καί στό πρόσωπό του. Ποιός μπορεῖ νά ἀμφισβητήση ὅτι δέν δαπανήθηκε ὡς Ποιμήν στό νά ἀναζητήση καί νά θεραπεύση τά ἀπολωλότα λογικά πρόβατα, ἔχοντας ὡς πρωταρχικό γνώρισμα τήν ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο, ἀφιερώνοντας ὄχι μόνον ἀπεριόριστο χρόνο μέσα ἀπό τό μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης καί τοῦ πνευματικοῦ καταρτισμοῦ μέ τό νά σπέρνη τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί νά ἐνδιαφέρεται ἀκόμα καί γιά τά πιό ἁπλά προβλήματα τοῦ κάθ’ ἑνός μας.
Ὁ πατήρ Βασίλειος εἶχε ἀπόλυτη συναίσθηση τῆς ὑψηλῆς καί θείας ἀποστολῆς τοῦ ποιμένα, μίας ἀποστολῆς πού ἔχει ὡς ἀφετηρία της τήν εὐαγγελική προσταγή τοῦ Κυρίου πρός τόν ἀπόστολο Πέτρο «ποίμαινε τά πρόβατά μου». Διακατεχόμενος ἀπό αὐτήν τήν συναίσθηση λειτουργοῦσε ὡς Κυβερνήτης, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀποκτήσει τήν πνευματική δύναμη πού ὄχι μόνον ἀπό τήν τρικυμία, ἀλλά καί μέσα ἀπό τήν ἄβυσσο εἶχε ἀνασύρει καί σώσει ἀνθρώπινες ψυχές. Καί ὡς ἱκανός κυβερνήτης πού ἦταν ὄχι μόνον διέσωσε πλοῖα, ἀλλά καί στήν συνέχεια ὡς καλός ποιμήν ζωογόνησε καί θεράπευσε τίς ἀρρωστημένες ψυχές μέ τόν λόγο του, τό ἐνδιαφέρόν του ἀλλά πάνω ἀπό ὅλα τήν ἀγάπη του.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος σέ λόγο του Περί ἱερωσύνης σημειώνει, μέ ἀφορμή τόν εὐαγγελικό λόγο «ποίμαινε τά πρόβατά μου», ὅτι ὁ Χριστός δέν ζήτησε ἀπό τόν ἀπόστολό του, ἀλλά καί στήν συνέχεια ἀπό κάθε πραγματικό ποιμένα του νά φροντίση γιά τήν προσωπική προκοπή του, ἀλλά κυρίως καί πρωτίστως γιά τήν οἰκοδομή τοῦ ποιμνίου τοῦ Θεοῦ. Γιά αὐτό ἄλλωστε ἡ ὑψηλή αὐτή εὐθύνη πού ἔχουν οἱ ποιμένες ἔναντι τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ εἶναι πού τούς καθιστᾶ πολύ διαφορετικούς ἀπό τούς ποιμαινόμενους.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, γιά νά καταδείξη πιά εἶναι ἡ ἀληθινή ἱερωσύνη, παίρνει ἀφορμή ἀπό τό κεφάλαιο 17 τοῦ βιβλίου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Ἀριθμοί καί λέγει ὅτι ἡ ἱερωσύνη εἶναι κάτι τό ἱερό καί ὄχι ἀνθρώπινο. Καί τό διδάσκει μέ τόν ἑξῆς τρόπο. Πλησιάζει ὁ Μωυσῆς στό θυσιαστήριο δώδεκα ράβδους, μία ἀπό κάθε φυλή τοῦ Ἰσραήλ, σημειώνοντας σέ αὐτές τό ὄνομα ἐκείνων πού τίς ἔδωσαν, γιά νά γίνη ἡ ράβδος μάρτυρας τῆς χειροτονίας ἐκ τῶν ἄνω, μέ θεϊκό θαῦμα, τό ὁποῖο θά τήν ξεχώριζε ἀπό τίς ἄλλες. Καί ὅταν ἔγινε αὐτό οἱ ἄλλες ράβδοι ἔμειναν ὅπως ἦταν, ἐνῶ τοῦ ἱερέα Ἀαρών, αὐτή ἀφοῦ ρίζωσε ἀπό μόνη της καί ὄχι ἀπό ξένη ὑγρασία, ἀλλά μέ τήν θεϊκή δύναμη, πού ἐναποτέθηκε μέσα της, ἀναβλάστησε κλαδιά καί ἔδωσε καρπό καί ὁ καρπός ἔφθασε στήν ὡρίμανση, ὁ καρπός της ἦταν καρύδι. Καί ὅταν ἔγινε αὐτό ὅλοι διδάχθηκαν νά ὑπακούουν. Ἐπιβάλλεται νά σκεπτόμαστε, λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, διά μέσου τοῦ καρποῦ, τί εἴδους ζωή πρέπει νά εἶναι ἡ ἱερατική, δηλαδή μία ζωή σωματικῆς ἐγκράτειας, κακοπάθειας καί σκληραγωγίας, πού μέσα της θά περικλείη τόν φαγώσιμο, κρυφό καί ἀφανῆ καρπό. Αὐτόν ὁ ὁποῖος θά παρουσιασθῆ τότε, ὅταν θά ὡριμάση μέ τόν χρόνο ἐκεῖνο πού τρώγεται, καί θά σπάση τό σκληρό περίβλημα καί θά τριφτῆ ἐκεῖνο τό ξύλινο περικάλυμμα τοῦ καρποῦ.
Αὐτό ὅμως σημαίνει ὅτι γιά νά καταστῆ ὁ ἱερέας πραγματικός ποιμήν τοῦ Ὑψίστου, πρέπει ὡς Ἰατρός νά ἔχη ἀποκτήσει σωματική καί ψυχική ἀνοσία. Θά τονίση ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ὅτι μακαρία καί ἀξιέπαινη γιά τούς ἰατρούς ἡ «ἀναυσία» καί γιά τούς Ποιμένες ἡ ἀπάθεια. Διότι οἱ μέν πρῶτοι, ἐφ’ ὅσον δέν αἰθάνονται ναυτία καί ἀκηδία, χωρίς κόπο θά ἐπιχειρήσουν τήν θεραπεία κάθε δυσωδίας. Καί οἱ δεύτεροι πάλι κάθε νεκρωμένη ψυχή θά μπορέσουν νά τήν ἀναστήσουν. Τήν στιγμή μάλιστα πού ἡ ἀντιμετώπιση τῶν πνευματικῶν ἀσθενειῶν τῶν ποιμαινόμενων ἀπό τόν ποιμένα ἀπαιτεῖ μεγάλη σύνεση, διότι ἡ χορήγηση λανθασμένης θεραπείας ἐνδέχεται νά ἐπιδεινώση τήν πνευματική ἀσθένεια παρά νά τήν βελτιώση.
Ὁ πνευματικός μας πατέρας Βασίλειος εἶχε ἀποκτήσει αὐτήν τήν σωματική καί ψυχική ἀνοσία πού λέγει ὁ Ἅγιος, τήν στιγμή πού τόσες καί τόσες ψυχές ὄχι ἁπλῶς ξεκουράσθηκαν ἤ θεραπεύθηκαν κοντά του, ἀλλά νεκρωμένες μπόρεσαν νά ἀναστηθοῦν καί ἔχοντάς τον χειραγωγό κατάφεραν νά συμφιλιωθοῦν μέ τόν βασιλέα Χριστό καί νά ψηλαφήσουν τήν δόξαν Του.
Κατά κοινή ὁμολογία ἡ ἱερατική διακονία ἀπαιτεῖ πολλά προσόντα, διότι ἀκόμα καί ἄν ὁ κληρικός εἶναι ἐνάρετος καί μέ τήν ζωή του ἀποτελεῖ παράδειγμα γιά τό ποίμνιο, ὅμως εἶναι ἀπαραίτητο γιά τήν ὁλοκληρωμένη οἰκοδομή τῶν πιστῶν νά συνδυάζη ἐκτός ἀπό τήν ἠθική ἀκεραιότητα, καί τήν ἱκανότητα τῆς διδακτικῆς ἀποστολῆς.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης λέγει ὅτι Διδάσκαλος πραγματικός εἶναι αὐτός πού ἔλαβε ἀπό τόν Θεό πνευματικό βιβλίο, γραμμένο διά «δακτύλου Θεοῦ». Καί ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος, ἀναφερόμενος στήν κατάκτηση τῆς θείας σοφίας καί τοῦ τίτλου τοῦ Διδασκάλου σημειώνει ὅτι «ἄνευ τῶν Ἁγίων δέν ὑπάρχουν ἀληθινοί διδάσκαλοι καί παιδαγωγοί οὔτε ἀληθινή παιδεία ἄνευ ἁγιότητος. Μόνον ὁ Ἅγιος εἶναι ἀληθινός παιδαγωγός καί διδάσκαλος. Ἡ ἀληθινή παιδεία, ὁ ἀληθινός φωτισμός, δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ ἀκτινοβολία τῆς ἁγιότητος».
Αὐτήν τήν ἀκτινοβολία ἐξέπεμπε ὁ θεῖος πατήρ, τόσο στόν προφορικό, ὅσο καί στόν γραπτό του λόγο. Λόγος καταρτισμένος, μεστός θείας ἀλλά καί ἀνθρώπινης σοφίας, μέ μοναδικό σκοπό πάντα τήν οἰκοδομή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί ποτέ πρός ἴδιον ἤ ἀλλότριον ὄφελος. Ἐπίσης, τό ὅτι ὁ πατήρ Βασίλειος καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς πνευματικῆς διακονίας του εἶχε τήν ἱκανότητα νά πρό-βλέπη τά προβλήματα πού ἔμελλε νά ἀντιμετωπίση ἡ κοινωνία μας, ὅπως οἱ σχέσεις τῶν ἀνδρογύνων, ἡ ἀνατροφή τῶν παιδιῶν, τό ἐγχείρημα τῆς παρατάξεως Κοινωνία, ὁ ἰός τοῦ κορωνοϊοῦ, ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἦταν Διδάσκαλος, πού ἔλαβε ἀπό τόν Θεό πνευματικό βιβλίο, γραμμένο διά «δακτύλου Θεοῦ».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος σέ λόγο του Περί ἱερωσύνης τονίζει ὅτι ἀπαιτεῖται ἡ ψυχή τοῦ Διδασκάλου νά εἶναι γενναία, ὥστε νά τιμωρῆ τήν ἄτακτη καί ἀνούσια ἡδονή τοῦ πλήθους καί ταυτόχρονα νά μπορῆ νά φέρη τήν ἀκρόαση σέ ὠφελιμότερη κατεύθυνση. Πρέπει, τονίζει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ὁ λαός νά ἀκολουθῆ καί νά ὑπακούη σέ αὐτόν καί ὄχι αὐτός νά ἄγεται ἀπό τίς ἐπιθυμίες τοῦ λαοῦ. Αὐτό εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθῆ μόνον μέ τά δύο τοῦτα, τήν παραθεώρηση τῶν ἐπαίνων καί τήν δύναμη τοῦ λόγου.
Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητήση ὅτι ἡ ψυχή τοῦ Διδασκάλου πατρός Βασιλείου ἦταν ΠΟΛΥ γενναία, γιά αὐτό τιμωροῦσε πάντα τήν ἄτακτη καί ἀνούσια ἡδονή τοῦ πλήθους καί ταυτόχρονα πάντα ἔφερνε τήν ἀκρόαση σέ ὠφελιμότερη κατεύθυνση. Καί ἐπειδή κανείς δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητήση ὅτι εἶχε δυνατό λόγο, ἄρα σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Χρυσόστομο, ἡ πατήρ παραθεωροῦσε τούς ἐπαίνους καί διατηροῦσε ἀπαρασάλευτη, καθαρή καί ἀτάραχη τήν ψυχή του ἀπό ἁμαρτωλές κινήσεις.
Ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ ὁλοκληρώνεται, γράφοντας: Ἐπειδή πολέμησαν ἐνάντια στα ἀχρεῖα πάθη τους καί νίκησαν τόν Ἐχθρό, φύλαξαν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου. Γι’ αὐτό μακαρίζουν οἱ Ἄγγελοι τούς Ἁγίους καί λένε σέ αὐτούς· «Εἶστε μακάριοι ἐσεῖς, πού χάρη στόν πόθο τοῦ Χριστοῦ κυβερνήσατε καλά τό πλοῖο σας με τήν φρόνηση καί τήν μεγάλη ὑπομονή σας, κατευθύνοντάς το μέ ἀσφάλεια στήν στεριά, σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ τοῦ Ἀγαθοῦ Δεσπότου. Γι’ αὐτό φτάσατε στό γαλήνιο λιμάνι, καί ἀπολαύσατε τόν Χριστό πού ποθήσατε. Καί τώρα χαιρόμαστε μαζί μέ ἐσᾶς , μακάριοι, διότι ξεφύγατε τίς παγίδες τοῦ Ἐχθροῦ καί ἤλθατε στόν Χριστό, πού σᾶς στεφάνωσε, καί εἶστε κληρονόμοι τῆς βασιλείας του, δοξάζοντας ὁλόψυχα τήν Ἁγία Τριάδα, στήν ὁποία ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση, στούς αἰῶνες». Ἀμήν
«Βασιλείου, Κύριε, τοῦ πρωθιερέως, τήν ψυχήν ἀνάπαυσον, ἐν Παραδείσου ταῖς σκηναῖς, καί τάς ψυχάς παραμύθησον, ἡμῶν πενθούντων, τῇ σῇ ἀγαθότητι».