Στὴν Φλώρινα τὴν Πέμπτη 21 Αὐγούστου 2025, ἡμέρα ἐκ μεταθέσεως τῆς ὀνομαστικῆς ἑορτῆς του, ὁ Μητροπολίτης Φλωρίνης Εἰρηναῖος καὶ μετ᾽ αὐτοῦ ὅλη ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία ἐτίμησαν στὸν μητροπολιτικὸ ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος τὸν ἀρχιμ. Ἱερόθεο Λ. Κοκονὸ γιὰ τὴν πολυετῆ ἐκεῖ διακονία του. Σὲ ἕνα ὅμως μῆνα, τὴν Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου, ὁ τιμηθεὶς κληρικὸς μετέστη ἐν εἰρήνῃ στοὺς οὐρανούς. Ἡ ταφή, ἀφοῦ τὸ σκήνωμά του ἐξετέθη σὲ τριήμερο προσκύνημα μὲ Τρισάγια, ἀνάγνωσι Εὐαγγελίου καὶ ἰσάριθμες ἀγρυπνίες, ἔγινε τὸ Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου τὸ μεσημέρι στὸν αὔλειο χῶρο τῆς γυναικείας ἱ. κοινοβιακῆς μονῆς Ἁγ. Αὐγουστίνου Φλωρίνης, τῆς ὁποίας ὁ μεταστὰς ἀνέκαθεν ὑπῆρξε πνευματικὸς πατὴρ καὶ κτίτωρ. Πρὸ δὲ τῆς ἐκδημίας του εἶχε καθορίσει καὶ ὑποδείξει ὁ ἴδιος τὸ σημεῖο, ὅπου ἤθελε νὰ ταφῇ, σὲ μικρὴ ἀπόστασι νοτιοδυτικὰ τοῦ μνήματος τοῦ ἀοιδίμου ἐπισκόπου Αὐγουστίνου· ὅπως καὶ ἔγινε.
Ἀνεχώρησε ἐκ τοῦ ματαίου τούτου κόσμου σὲ ἡλικία 92,5 ἐτῶν. Ὑπῆρξε πνευματικὸ ἀνάστημα τοῦ μακαριστοῦ ἐπισκόπου κυροῦ Αὐγουστίνου καὶ μετ᾽ αὐτοῦ κτίτωρ τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης. Ἐχρημάτισε, ἐκτὸς ἄλλων θέσεων, προϊστάμενος τοῦ ναοῦ καὶ πνευματικὸς ἐπὶ μία 30ετία, καθὼς καὶ ἡγούμενος τῆς ἀνδρῴας ἱ. μονῆς Κλαδορράχης – Φλωρίνης.
Ἀξιοσημείωτη ἡ ἑξῆς σύμπτωσις. Τὴν ἴδια ἡμέρα καὶ ὥρα τῆς ἐκδημίας του στὴν ἱ. μονὴ Μηλοχωρίου – Πτολεμαΐδος ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον καὶ ὁ ἡγούμενος αὐτῆς ἀρχιμ. Μάξιμος Δ. Καραβᾶς! Οἱ δύο αὐτοὶ ἱερομόναχοι ἦσαν οἱ ἡγούμενοι τοὺς ὁποίους ὥρισε τὴν δεκαετία τοῦ ᾽70 ὁ ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος στὰ μοναδικὰ τότε ἐν λειτουργίᾳ δύο μοναστήρια τῆς μητροπόλεώς του.
Σημαντικὸ ἐπίσης τοῦτο. Πρὸ τῆς κηδείας τοῦ ἱερομονάχου Ἱεροθέου προσῆλθε στὸ σκήνωμά του, στὸ κέντρο τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Ἁγ. Αὐγουστίνου, καθήμενος ἐπὶ ἀναπηρικοῦ ἁμαξιδίου καὶ τὸν ἀποχαιρέτησε ὁ Σεβ. Μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης Θεόκλητος. Ἀσπάσθηκε δὲ τὸ χέρι του ἐξάγοντάς το ἄνευ δυσκολίας (εὐκαμψία) ἀπὸ τὸ φέρετρο. Οἱ δύο αὐτοί, ὁ τότε Ἰωάννης (καὶ ἔπειτα Ἱερόθεος Κοκονός) μαζὶ μὲ τὸν τότε Θωμᾶ Πασσαλῆ (μετέπειτα πρωτοσύγκελλο τοῦ Φλωρίνης Αὐγουστίνου καὶ τελικὰ διάδοχό του στὸν θρόνο), ἦταν οἱ θεολόγοι – μέλη τῆς ἀδελφότητος «Σταυρός», ποὺ μαζὶ μὲ τὸν Ἀλέξανδρο Φωκᾶ ἦταν ἡ τριάδα ποὺ ὁ π. Αὐγουστῖνος, ὅταν ἔγινε ἐπίσκοπος τὸν Ἰούλιο τοῦ 1967, ἀπέσπασε καὶ ἔφερε μαζί του ἐρχόμενος ἐξ Ἀθηνῶν· μετὰ δὲ τὶς χειροτονίες των ἔγιναν οἱ στενώτεροι συνεργάται του κληρικοί.
Χαρακτηριστικὸ τῆς τιμῆς καὶ τοῦ σεβασμοῦ ὅλων στὸν μεταστάντα π. Ἱερόθεο ἦταν τὸ πλῆθος κλήρου καὶ λαοῦ ποὺ τὸν συνώδευσε στὴν τελευταία κατοικία του. Πρὸς τιμήν του τὸ περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Σπίθα», ποὺ ἐκδίδει ἡ ἱ. μονὴ Λογγοβάρδας Πάρου, εἶχε δημοσιεύσει τὸ ἀκόλουθο βιογραφικό.
Γεννήθηκε στὶς 25 Μαρτίου 1933 στὸν συνοικισμὸ Κούτουρλα – Μετοχίου Εὐβοίας καὶ στὸ ἅγιο βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἰωάννης. Οἱ ταπεινοὶ πολύτεκνοι γονεῖς του ἔφεραν στὸν κόσμο –μὲ πρῶτον αὐτόν– 6 παιδιά, 4 ἀγόρια καὶ 2 κορίτσια.
Στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς ὡς μαθητὴς ἔφθασε μόνο μέχρι τὴν Δ΄ τάξι τοῦ Δημοτικοῦ· ὁ ἐμφύλιος δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ τελειώσῃ τότε τὸ Δημοτικὸ σχολεῖο.
Μικρὸ παιδὶ βόσκοντας τὸ κοπάδι τῆς οἰκογενείας του δέχθηκε τὴν ἀπειλὴ Ἰταλοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ περίστροφο στὸν κρόταφο τοῦ ζητοῦσε νὰ μαρτυρήσῃ ποῦ κρύβονται οἱ ἀντάρτες.
Στὰ ἐφηβικά του χρόνια, ἐργαζόμενος ὡς ἀρτοποιὸς στὴν Κύμη – Εὐβοίας, ἐγνώρισε τὸν ἱεροκήρυκα τῆς μητροπόλεως Καρυστίας ἀρχιμανδρίτη Αὐγουστῖνο Καντιώτη, παρακολουθοῦσε τὰ κατηχητικὰ μαθήματά του στὰ ἐργαζόμενα παιδιά, καὶ τὸν ἔκανε πνευματικό του πατέρα· ἡ γνωριμία μαζί του ἔμελλε νὰ σφραγίσῃ ἀποφασιστικὰ τὴ ζωή του.
Ὅταν τὸ 1951 ὁ π. Αὐγουστῖνος βρέθηκε ἱεροκήρυκας τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν καὶ σκέφθηκε νὰ συστήσῃ ἐκεῖ οἰκοτροφεῖο σπουδαστῶν, ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη νὰ ἔλθῃ πλησίον του καὶ αὐτὸς ἀνταποκρίθηκε εὐχαρίστως. Ἐργαζόμενος κοντὰ στὸν π. Αὐγουστῖνο σὲ διάφορες διακονίες ἀποφάσισε πλέον ὁριστικὰ ν᾽ ἀκολουθήσῃ τὸν πνευματικό του πατέρα, ὅπου ἤθελε κληθῆ. Ἁπλῆ ἐπιθυμία καὶ πόθος του ἀφιλόδοξος ἦταν, νὰ προσφέρῃ στὸν Γέροντα «ἕνα ποτήρι νερό», γιὰ νὰ κηρύττῃ ἐκεῖνος ἀπερίσπαστος τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴν προτροπὴ καὶ εὐχὴ ἐκείνου τότε ἐπέστρεψε στὰ θρανία. Ὡλοκλήρωσε τὸ ἡμιτελὲς Δημοτικό (τάξεις Ε΄ καὶ ΣΤ΄), καὶ συνέχισε στὸ νυκτερινὸ Γυμνάσιο, ἀπ᾽ τὸ ὁποῖο ἀποφοίτησε τὸ 1960.
Ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ ἐπιμέλειά του τὸν ὤθησαν νὰ δώσῃ ἐξετάσεις καὶ νὰ εἰσαχθῇ στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Α.Π.Θ.. Ἔτσι κατὰ τὰ ἔτη 1961-1966 συνέχιζε μὲν νὰ μένῃ καὶ νὰ ἐργάζεται ἱεραποστολικὰ στὴν Ἀθήνα, διδάσκοντας σὲ κατηχητικὰ σχολεῖα ἐνοριῶν τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, ἀνέβαινε δὲ στὴν Θεσσαλονίκη μόνο στὶς ἐξεταστικὲς περιόδους μέχρι ποὺ πῆρε τὸ πτυχίο.
Τότε περίπου γύρω ἀπὸ τὸν γέροντα Αὐγουστῖνο εἶχε σχηματισθῆ μία ἄτυπη συνοδεία ἀφωσιωμένων στὸν Κύριο ἀνδρῶν – τέκνων του, ἀπὸ διάφορα διαμερίσματα τῆς χώρας, καὶ ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται μὲ τὸ ὄνομα Ὀρθόδοξος Ἱεραποστολικὸς Σύνδεσμος «Ὁ Σταυρός». Ἡ πρώτη ἰδέα ἱδρύσεως ἱεραποστολικῆς ἀδελφότητος εἶχε γεννηθῆ ἀπὸ τὰ ἔτη 1945-1947. Μετὰ ἀπὸ μία 20ετία, τὸν Μάιο τοῦ 1967, ἡ ἀδελφότητα τοῦ «Σταυροῦ» ἱδρύθηκε καὶ ἐπισήμως.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ π. Αὐγουστῖνος ἐκλέγεται ἐπίσκοπος καὶ ὁ Ἰωάννης ὡς ἀφωσιωμένος μαθητής του τὸν ἀκολουθεῖ στὴν Φλώρινα. Σὲ λίγο ὁ καλὸς ὑποτακτικὸς κείρεται μοναχός, λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἱερόθεος καὶ χειροτονεῖται διάκονος μὲν στὶς 21 Ἰανουαρίου, πρεσβύτερος δὲ στὶς 14 Ἀπριλίου 1968. Ὑπηρετεῖ ἀρχικὰ ὡς ἐφημέριος στὴν ἐνορία Ἄνω Κλεινῶν – Φλωρίνης καὶ ἀργότερα τοποθετεῖται προϊστάμενος τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ Ἁγ. Παντελεήμονος, γενικὸς ἀρχιερατικὸς ἐπίτροπος, ὑπεύθυνος τοῦ Γενικοῦ Φιλοπτώχου Ταμείου, καὶ ὡς ἀρχιμανδρίτης ὁρίζεται ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς Μονῆς Κλαδορράχης Φλωρίνης. Τὰ ἔτη 1971-72 πρωτοστατεῖ στὶς ἐργασίες ἀνεγέρσεως τοῦ νέου ναοῦ τοῦ Ἁγ. Παντελεήμονος. Στὸ ἑξῆς ἐξειδικεύεται στὴν ἀνέγερσι ναῶν καὶ κτηρίων σὲ ὅλη τὴ Μητρόπολι, σὲ χρόνια ἑνὸς πρωτοφανοῦς οἰκοδομικοῦ ὀργασμοῦ, κατὰ τὸν ὁποῖον ἡ τοπικὴ ἐκκλησία ἁμιλλᾶτο ἢ καὶ ὑπερέβαινε τὴν πολιτεία σὲ ἔκτασι καὶ ὄγκο ἐργασιῶν.
Ἕνα ἀπὸ τὰ τελευταῖα πλέον ἔργα του ἦταν ἡ ἀνοικοδόμησις τοῦ ἱ. ναοῦ Ἁγ. Αὐγουστίνου στὴν Φλώρινα, καθολικοῦ τῆς ἐν συνεχείᾳ ἱδρυθείσης ὁμωνύμου γυναικείας κοινοβιακῆς μονῆς, τῶν μοναζουσῶν τῆς ὁποίας ἦταν πνευματικὸς πατὴρ καὶ πρὸ τῆς ἱδρύσεώς της.
Ὁ ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος, λόγῳ τῶν ἐκκλησιαστικῶν, ἐθνικῶν καὶ κοινωνικῶν ἀγώνων του, ῥιψοκινδύνευε, ἔβλεπε τὸν ἑαυτό του συχνὰ ἐγγὺς ἐκθρονίσεως καὶ ἔσπευδε νὰ μὴ ἀφήσῃ ἐκκρεμότητες, λέγοντας «Βιάζομαι!». Παρὰ ταῦτα, ἐπὶ 33 σχεδὸν χρόνια, ὅλο καὶ ὑπερνικοῦσε τοὺς κινδύνους καὶ συνέχιζε, χωρὶς πάλι νὰ ἐπαναπαύεται. Κοντά του δὲ ὅλοι οἱ συνεργάται του «συναθλοῦσαν», ἀντιμετωπίζοντας καὶ ξεπερνώντας μεγάλες ὑλικὲς καὶ πνευματικὲς δυσκολίες. Κινητήριος μοχλὸς ἦταν ἡ κοινὴ πατροπαράδοτος πίστις καὶ ὁ ὁμόψυχος ἀγωνιστικὸς ἐνθουσιασμός. Συντελεστικὰ μέσα ἦταν, ἡ ἑνότητα ὀρθοδόξου φρονήματος, ἡ κοινοβιακὴ ὀλιγάρκεια καὶ ἀφιλαργυρία καὶ ἡ ἀκεραιότης βίου. Ἀσφαλιστικὰ μέτρα ἦταν ἡ νομιμότης, ἡ διαχειριστικὴ τιμιότης, μία ἀνεξάντλητη «τράπεζα» χρηματοδοτήσεων ἀπὸ τὸν πιστὸ λαό, καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη ἀπὸ μέρους τῶν κρατικῶν ὑπηρεσιῶν. Μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸ κλῖμα κινούμενος καὶ ὁ π. Ἱερόθεος, χωρὶς νὰ σπουδάσῃ σὲ πολυτεχνεῖο καὶ μόνο μὲ τὴν διαρκῆ ἀσχολία μὲ τὰ οἰκοδομικά, ἀπέκτησε ἐμπειρία καὶ τὸ ὄνομα τοῦ «παπα-μηχανικοῦ».
Τὸ μεγαλύτερο ὅμως ἔργο του δὲν ἦταν αὐτό. Ἡ σπουδαιότερη προσφορά του ἦταν ἡ ἀθόρυβη οἰκοδομὴ τῶν ψυχῶν στὸ ἐξομολογητήριο. Οἱ κόποι του στὸ μυστήριο τῆς μετανοίας θὰ ἀπαιτοῦσαν εἰδικὴ ἀναφορά, ποὺ δὲν εἶνε τοῦ παρόντος. Ἐκεῖ ἐνέπνεε τὸν φόβον Κυρίου, τὴν ἁγία μετάνοια, τὸ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, τὴν ἀκεραιότητα πίστεως καὶ ζωῆς. Ἐκεῖ λευκάνθηκε καὶ ἀνάλωσε κυριολεκτικὰ τὸν ἑαυτό του. Αὐτὴ ἡ προσφορά του τὸν ἐπέβαλε ὡς πνευματικὸ πατέρα πλήθους πιστῶν.
Ὅλα αὐτὰ τώρα, μετὰ τὴν κοίμησί του, ἂς εἶνε καὶ ἐκεῖ στὸν κόσμο τῶν πνευμάτων, ὅπου τὸν ἐκάλεσε ὁ Κύριος, παρηγορία καὶ ἀνάπαυσίς του. Αὐτὰ τέλος ἂς σταθοῦν καὶ ὑπερασπισταί του ἐνώπιον τοῦ δικαιοκρίτου Κυρίου ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως.
Τὰ πνευματικά του τέκνα, συγγενεῖς, φίλοι, συνεργάται, ἀκόμη καὶ ἐχθροὶ μαρτυροῦν πῶς τὸν ἐγνώρισαν· τίμιο, ἁπλό, συνεπῆ, καθαρό, σταθερό, καλοκάγαθο, ἄκακο, ταπεινό, θυσιαστικό· πρότυπο κληρικοῦ, σέμνωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
[Τὸ κείμενο αὐτὸ δημοσιεύτηκε σὲ πρώτη μορφὴ στὸ περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Σπίθα» φ. 794/2025, σσ. 4-5].