Ἁγία Τριάς καὶ Δημιουργία κατὰ τὸν Θωμᾶν Ἀκινάτην

Share:

Τοῦ κ. Εὐλαλίου Θωμαΐδη, Θεολόγου

Μέρος Γ΄

  Τέσσερις πραγματικὲς σχέσεις στὸ Θεὸ [1]. Προτοῦ μιλήσουμε γιὰ τὶς ἐνδοτριαδικὲς σχέσεις στὸ Θεό, θὰ πρέπει νὰ ὁρίσουμε τὸ τί ἀκριβῶς σημαίνει ὁ ὅρος πραγματικὴ σχέση. Ἡ πραγματικὴ σχέση εἶναι αὐτὴ τῆς ἀμοιβαίας, ἐνῶ ἡ λογικὴ ἐκείνη τῆς μὴ ἀμοιβαίας. Ἀμοιβαία σχέση δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία σχέση ἀντίθεσης, καὶ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο καλὸ εἶναι νὰ ἀποφεύγεται ὁ ὅρος «ἀμοιβαῖος» ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τριάδας, τουλάχιστον ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους θεολόγους [2], καθότι εἰσάγει στὴν ὀρθόδοξη θεολογία τό λατινικὸ δόγμα τῆς ἀντιθετικότητας τῶν σχέσεων, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο, μὲ τὴ σειρά του, ὁδηγεῖ στὴν ἀποδοχὴ τῆς ἀντιπαράθεσης κατὰ τὸ πρὸς τί μεταξὺ τῶν προσώπων τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ λατινικὸ filioque. Στὸν Θωμᾶ Ἀκινάτη ὑπάρχουν δύο ζεύγη πραγματικῶν ἢ ἀμοιβαίων σχέσεων. Τὸ πρῶτο ζεῦγος ἀναφέρεται στὴ σχέση μεταξὺ ἐνεργητικῆς γέννησης καὶ παθητικῆς γέννησης ἤ, ἀλλιῶς, στὴ σχέση πατρότητας καὶ υἱότητας. Τὸ δεύτερο ζεῦγος ἀναφέρεται στὴν ἐνεργητικὴ πνεύση καὶ στὴν παθητικὴ πνεύση. Ἡ ἐνεργητικὴ πνεύση ἀναφέρεται στὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀπὸ τὴν Υἱό, ἐνῶ ἡ παθητικὴ πνεύση ἀναφέρεται στὸ ὅτι τὸ Ἅγ. Πνεῦμα λαμβάνει τὴ θεία οὐσία, τόσο ἀπὸ τὸν Υἱὸ, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ὅμως, τὰ πρόσωπα δὲν εἶναι τέσσερα, ὅπως εἶναι οἱ σχέσεις, ἀλλὰ τρία, καθότι μόνον ἡ παθητικὴ πνεύση ταυτίζεται μὲ τὴν ὑπόσταση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, καὶ τοῦτο, διότι μόνο τὸ Ἅγ. Πνεῦμα λαμβάνει τὴ θεία οὐσία μὴ μεταδίδοντας σὲ ἄλλο πρόσωπο.

   Ἡ ἔννοια τοῦ προσώπου κατὰ τὸ Βοήθιο [3]. Ὁ Βοήθιος ὁρίζει τὸ πρόσωπο ὡς ἀτομικὴ οὐσία τῆς ἐλλόγου φύσεως. Ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης παίρνει αὐτὸν τὸν ὁρισμὸ τοῦ προσώπου ἀπὸ τὸ Βοήθιο καὶ τοῦ ἐφαρμόζει κάποιες διορθώσεις. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ἡ λογικὴ φύση δὲ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει μία γνώση ποὺ κινεῖται διαδοχικά, ὅπως συμβαίνει μὲ αὐτὴν τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μία φύση διανοητική. Δεύτερον, τὸ ἀτομικὸ στὸ Θεὸ δὲ σημαίνει ὅτι ἡ θεότητα ἐξατομικεύεται διὰ τῆς ὕλης [4], ἀλλὰ ὅτι ἡ θεία οὐσία εἶναι διακριτὴ ἀπὸ τὰ κτίσματα καί, ὡς ἐκ τούτου, ἀκοινώνητη. Τρίτον, ἡ οὐσία, ὅταν ἀναφέρεται ἐπὶ τῆς θεότητας, δεικνύει τὴν αὐθυπαρξία τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης, ὁ ὅρος οὐσία μπορεῖ νὰ ἀναφέρεται καὶ στὴν σχέση. Ἡ ταύτιση τῆς οὐσίας μὲ τὴ σχέση μπορεῖ κάλλιστα νὰ θεωρηθεῖ ὡς πρόδρομος τῆς ὀντολογίας τοῦ προσώπου, καθότι ἡ σχέση, ὅπως παρατηρεῖ καὶ ὁ δομινικανὸς G. Emery, φαίνεται νὰ λαμβάνει χαρακτήρα ἀπόλυτης πραγματικότητας [5].

Ἡ ἔννοια τοῦ θείου προσώπου [6]. Ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης ἔπειτα ἀπὸ τὴν πραγμάτευση τῶν δύο προόδων στὸ Θεό, τῆς νόησης (Υἱὸς) καὶ τῆς βούλησης (Ἅγ. Πνεῦμα), καὶ τῶν 4 προαναφερθέντων σχέσεων, τῆς πατρότητας, τῆς υἱότητας, τῆς ἐνεργητικῆς πνεύσης καὶ τῆς παθητικῆς πνεύσης, ὅπως καὶ ἔπειτα ἀπὸ τὶς διορθώσεις στὸν Βοήθιο καὶ στὸν Ριχάρδο τοῦ Ἁγ. Βίκτωρος, θὰ ὁρίσει τὸ πρόσωπο ὡς σχέση αὐθύπαρκτη. Ἡ σχέση αὐτὴ δὲν εἶναι συμβεβηκός, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἴδια ἡ θεία οὐσία, καθότι τὰ πρόσωπα δὲν ἀντιπαρατίθενται κατὰ τὴν οὐσία παρὰ μόνον κατὰ τί πρὸς τί. Ἡ σχέση ἢ τὸ πρόσωπο εἶναι ἡ πιὸ μικρὴ ὅλων τῶν διακρίσεων ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ στὸ Θεό, δίχως νὰ καταργεῖται ἡ θεία ἑνότητα καὶ ἁπλότητα. Ἡ σχέση δὲν δηλώνει ἄλλο παρὰ τὴν πολλότητα τῶν προσώπων μέσα στὴν ἑνότητα τῆς θείας οὐσίας. Ἔτσι, μὲ βάση τὰ ἀνωτέρω ἐκτεθέντα μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Πατὴρ εἶναι ἡ πατρότητά του, ὁ Υἱὸς εἶναι ἡ υἱότητά του καὶ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα εἶναι ἡ παθητική του πνεύση.

Ἡ ἔννοια τῆς δημιουργίας [7]. Ἔπειτα ἀπὸ  τὴν  πρα­γμάτευση ὅλων ὅσα ἀφοροῦν στὴν ἄκτιστη θεότητα, προχωροῦμε στὴν ἔννοια τῆς δημιουργίας. Ἡ ἔννοια τῆς δημιουργίας διαιρεῖται σὲ δύο κατηγορίες. Ἡ πρώτη εἶναι αὐτὴ τῆς ἐνεργητικῆς, ἐνῶ ἡ δεύτερη ἐκείνη τῆς παθητικῆς. Ἡ ἐνεργητικὴ δημιουργία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος ποὺ ἐνεργεῖ, δηλαδὴ ἡ ἴδια ἡ θεία οὐσία. Ἡ παθητικὴ δημιουργία ταυτίζεται μὲ τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἀκτίστου θείας ἐνεργείας ἢ δημιουργικῆς δυνάμεως, τουτέστιν μὲ τὴν κτιστὴ πραγματικότητα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄκτιστη ἐνέργεια, ἡ ὁποία εἶναι διάφορη τῆς θείας οὐσίας καὶ διάφορη τῶν κτιστῶν ἀποτελεσμάτων. Ἡ ἀνωτέρω θωμιστικὴ διάκριση μεταξὺ ἐνεργητικῆς καὶ παθητικῆς δημιουργίας ἔχει ὑποστηριχθεῖ καὶ ἀπὸ ὀρθόδοξους θεολόγους τῶν περασμένων δεκαετιῶν.

Ὁ Θεὸς ὡς τελικὴ αἰτία [8]. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ ἄκτιστη θεότητα 1) εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερη καὶ 2) ὅτι ταυτίζεται μὲ τὸ ἀγαθό, τὸ ὁποῖο ὅλα τὰ κτιστὰ ὄντα ἐπιθυμοῦν, ἀναζητοῦν, εἴτε ἐνσυνείδητα εἴτε ἀσυνείδητα. Ὁ Θεὸς δρᾶ μόνο καὶ μόνο, γιὰ νὰ κοινοποιήσει τὴ δική του ἀγαθότητα, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ θεία οὐσία.

Ἡ δημιουργία ὡς μεταλλαγὴ [9]. Ἡ δημιουργία ἀπὸ τὸ μηδὲν ἐκφράζει τὸ γίγνεσθαι, ἤτοι τὴν ἀλλαγή, τουλάχιστον ὑπὸ τὴν ἔποψη τῶν κτιστῶν ὄντων. Τὸ γίγνεσθαι σημαίνει κίνηση ἀπὸ τὸ δυνάμει στὸ ἐνεργείᾳ. Ὅμως, τὸ θωμιστικὸ δυνάμει δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν προϋπάρχουσα ὕλη, ὅπως συνέβαινε μὲ τὸν Ἀριστοτέλη, καὶ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο μποροῦμε κάλλιστα νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι τὰ κτίσματα ἔγιναν μετὰ ἀπὸ τὸ μηδὲν ἢ τὸ τίποτα, πρᾶγμα ἀπαράδεκτο γιὰ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία.

Τὸ διπλὸ ἀξίωμα τῶν ad extra ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ [10]. Ὑπάρχει ἑνότητα στὴ δράση ἢ ἐνέργεια τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας, καθότι τόσο ἡ οὐσία τῆς θεότητας ὅσο καὶ ἡ κτιστὴ δημιουργία εἶναι ἑνικὰ πράγματα. Ὅμως, κάθε πρόσωπο δρᾶ σύμφωνα μὲ τὸ δικό του τρόπο ὕπαρξης, σύμφωνα μὲ τὸ Θωμᾶ Ἀκινάτη, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ Πατὴρ δρᾶ ὡς Πατήρ, ὁ Υἱὸς δρᾶ ὡς Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα δρᾶ ὡς Ἅγ. Πνεῦμα διὰ τῆς οὐσίας των, καθότι ἄκτιστη ἐνέργεια καὶ ἄκτιστη οὐσία εἶναι τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ στοὺς Λατίνους. Τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο, ὅμως, μᾶς λέει ὁ ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, τουτέστιν ὅτι τὰ πρόσωπα τὶς Ἁγίας Τριάδας ἐνεργοῦν ὡς Θεὸς καὶ ὄχι ὡς πρόσωπα. Τὸ ἀξίωμα ὅτι ὁ τρόπος τοῦ δρᾶν ἀκολουθεῖ καὶ ἀποκαλύπτει τὸν τρόπο τοῦ εἶναι δὲ μπορεῖ νὰ γίνει δεκτὸ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καθότι δὲ μποροῦμε νὰ μεταφέρουμε τὰ τῆς οἰκονομίας στὴ θεολογία.

Τὰ θεῖα πρόσωπα ὡς αἴτια τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς «θέωσης» τῶν κτισμάτων [11]. Οἱ ὑποστατικὲς πρόοδοι κατὰ τὸ Θωμᾶ Ἀκινάτη εἶναι αἰτίες τόσο τῆς ἐξόδου τῶν κτισμάτων, ἤτοι τῆς δημιουργίας ἀπὸ τὸ μηδέν, ὅσο καὶ τῆς ἐπιστροφῆς των στὸ Θεό, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο θεμελιώνει μία ὀντολογία τοῦ προσώπου, καθότι τὸ ἀξίωμα ὅτι ἡ ἔξοδος καὶ ἡ ἐπιστροφὴ τῶν κτισμάτων ἀπὸ καὶ πρὸς τὸ Θεὸ δὲ σημαίνει τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ ἴδια τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας.

Στὸ ἑπόμενο καὶ τελευταῖο ἄρθρο αὐτῆς τῆς σειρᾶς κειμένων, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν στὴ σχέση Ἁγίας Τριάδας καὶ Δημιουργίας κατὰ τὸ Θωμᾶ Ἀκινάτη, θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴν ἰδιοποίηση, τὴν σύγχυση κοινῶν καὶ ἀκοινώνητων στὴν θεότητα, τὸν ἐξεικονισμὸ τῶν προσώπων στὴν κτίση καὶ τῶν ἀποστολῶν ὡς μέθεξη στὰ ἴδια τὰ θεῖα πρόσωπα.

Σημειώσεις:

[1] ST I, q. 28 a. 1; q. 28 a. 4.  [2] N. Loudovikos, Analogical Identities: The Creation of the Christian Self, Volume 2, Intermeaningfulness Self-Catholicization, Meta-Narcissism, and Christian Theology, Brepols Publishers, Turnhout / Belgium 2024, p. 18. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ π. Ν. Λουδοβῖκος ἀποδίδει τὸν ὅρο ἀμοιβαιότητα στὴν ἴδια τὴν Ἁγία Τριάδα, πρᾶγμα ποὺ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴν ἀποδοχὴ τοῦ filioque. [3] ST I, q. 29 a. 3 ad 4; q. 29 a. 4 ad 3. [4] Σύμφωνα μὲ τὸν Ἀκινάτη, ἐκεῖνο ποὺ κάνει ἕνα ὂν νὰ εἶναι ἄτομο, τουλάχιστον τὰ σωματικὰ ὄντα, εἶναι ἡ ὕλη.  [5] G. Emery, The Trinitarian Theology of St. Thomas Aquinas, translated by F. A. Murphy, Oxford University Press, Oxford 2007, p. 94-95.  [6] ST I, q. 29 a. 4.  [7] ST I, q. 45 a. 1 co.; q. 45 a. 2 ad 2; q. 45 a. 3 ad 1; q. 45 a. 3 ad 3.  [8] ST I, q. 44 a. 4 co.  [9] ST I, q. 45 a. 2 ad 2. [10] ST I, q. 45 a. 6 co. [11] Sent. I, d. 14 q. 2 a. 2 co.

Previous Article

Ἡ «ὀνοματολογικὴ» κακοδοξία τῆς διαθρησκειακῆς πίστεως εἰς τὸν ἴδιον Θεὸν

Next Article

Η αποβολή του Εσταυρωμένου πίσω από την Αγία Τράπεζα: Μία οδυνηρή πληγή στο σώμα της Εκκλησίας