Ἐξ ἀφορμῆς τῆς περὶ τῶν Σταυροπηγίων ἀνακοινώσεως (17.11.2023) τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου

Share:

  Δὲν εἶναι μόνον οἱ πολιτικοὶ τοῦ πλανήτου, ποὺ διακατέχονται ἀπὸ Ἀναθεωρητισμὸν τῶν διεθνῶν συνθηκῶν· δυστυχῶς εἶναι καὶ ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἰς τὰ Ἐκκλησιαστικά.

  Πολλάκις ἔχει γραφῆ ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ Ἑλληνικὸν Σύνταγμα ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸ Ἑλληνικὸν κράτος δὲν διοικεῖται μόνον μὲ τὸ κανονικὸν δίκαιον ἐν τῇ στενῇ ἐννοίᾳ τοῦ ὅρου, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς καταστατικοὺς νόμους, τοὺς ὁποίους ἔχει ψηφίσει τὸ Ἑλληνικὸν κοινοβούλιον ἐν συν­εργασίᾳ μὲ τὰς Ἱ. Συνόδους, ποὺ ἰσχύουν εἰς τὸ ἐν Ἑλλάδι ἰδιόμορφον Ἐκκλησιαστικὸν καθεστώς.

   Ἀπὸ τὴν Βυζαντινὴν ἐποχήν, ὅτε τὸ κράτος εἶχε μεταμορφωθῆ εἰς «τὴν ἐπώνυμον τοῦ Χριστοῦ καινὴν Πολιτείαν», Κράτος καὶ Ἐκκλησία συνειργάζοντο. Ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ ἤξερε τὰ ὅριά του καὶ ἐσέβετο τὰ δόγματα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐνομοθέτει παραλλήλως πρὸς τοὺς Ἱ. Κανόνας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, νόμους τῆς Πολιτείας, ποὺ ἐστήριζον τοὺς κανόνας εἰς τὸν Δημόσιον βίον. Ἕνας καὶ ὁ αὐτὸς ἦτο ὁ λαός, ποὺ ἀμφότεροι οἱ θεσμοί: Καῖσαρ καὶ Ἐκκλησία ὑπηρέτουν.

   Ἔτσι λοιπὸν εἰς τὸ νεώτερον Ἑλληνικὸν Κράτος -μετὰ ἀπὸ τοὺς ἀπελευθερωτικοὺς ἀγῶνας τῶν Ἑλλήνων, τὸν 19ον καὶ 20ὸν αἰῶνα, ποὺ ἐχύθησαν ποταμοὶ αἱμάτων- μεταξὺ Πολιτείας καὶ Ἐκκλησίας, διὰ τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Δ)σιν ἐξεδόθησαν «Πατριαρχικοὶ τόμοι καὶ πράξεις», καὶ ἐγένοντο συμφωνίαι Κράτους καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Μεγάλοι Πολιτικοὶ μὲ δάφνας εἰς τὰ πεδία τῶν μαχῶν, εἷς ἐξ αὐτῶν ἦτο καὶ ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος κ.ἄ., ὡς καὶ μεγάλοι καὶ σώφρονες Πατριάρχαι συνειργάσθησαν διὰ τὴν προκύψασαν νέαν Πολιτικὴν πραγματικότητα καὶ τὴν Διοίκησιν τῶν ἐλευθέρων περιοχῶν.

   Καρπὸς τῆς συνεργασίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῶν Πολιτικῶν ἀρχῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ἦτο ἡ ἔκδοσις τοῦ 1) Πατριαρχικοῦ τόμου τοῦ 1850, ποὺ ἐδόθη τὸ Αὐτοκέφαλον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, 2) ἡ Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Πρᾶξις τοῦ 1882, 3) Ἡ σύμβαση Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ Κρητικῆς πολιτείας τῆς 14ης Ὀκτ. 1900. 4) Ἡ Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ πρᾶξις τοῦ 1928, δι’ ἧς ἐρρυθμίσθη τὸ καθεστὼς τῶν νέων χωρῶν καὶ ἐπαναβεβαιώθη τὸ αὐτόνομον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης «τὸ ἄχρι τοῦδε αὐτόνομον αὐτῆς καθεστώς» ὅρος Α΄ (ὅρα Ἰω. Κονιδάρη, θεμελιώδεις διατάξεις… ἐκδ. Σακκούλα 1999).

  Κατόπιν τῆς ἐκδόσεως τῶν τόμων τούτων καὶ Συνοδικῶν Πράξεων ἐψηφίσθησαν οἱ καταστατικοὶ χάρται τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Κρήτης.

  Ἐν προκειμένῳ δὲν θὰ ἀσχοληθῶμεν μὲ τὸν καταστατικὸν χάρτην τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Σημειοῦμεν ὅμως, ὅτι οὐδέποτε τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἔκτοτε ἐπεχείρησε νὰ διαταράξη, ὅσα εἰς τὰ κείμενα αὐτὰ προνόμια ἐδόθησαν εἰς τὰς Ἐκκλησίας, ποὺ δραστηριοποιοῦνται ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Τοὐναντίον, ὅταν τό Στρατιωτικὸν καθεστὼς τοῦ 1967 ἐπεχείρησε νὰ παραβῇ τοὺς ὅρους τῆς Πράξεως τοῦ 1928, εἰς τὴν σύνθεσιν τῆς Ἱ. Συνόδου ἐπὶ τῇ ἐκλογῇ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου τοῦ Α΄, τό Οἰκ. Πατριαρχεῖον ὑπενθύμισε τὰ ὅσα διαλαμβάνει ὁ τόμος οὗτος καὶ ἐζήτησε τὴν ἐφαρμογήν των, ἅμα, τῇ παραιτήσει τοῦ εἰρημένου Ἀρχιεπισκόπου καὶ τῇ πτώσει τοῦ καθεστῶτος.

   Μετὰ τὴν σύμβασιν τοῦ 1900, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ Κρητικῆς Πολιτείας, ἡ Κρήτη διῳκεῖτο μὲ τὴν εἰρημένην σύμβασιν μέχρι τῷ 1961, ὅτε ἐψηφίσθη ὁ Νόμος 4149/1961,Περὶ καταστατικοῦ Νόμου τῆς ἐν Κρήτῃ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ἄλλων τινῶν διατάξεων, ὅστις ἰσχύει μέχρι σήμερον μὲ τινας τροποποιήσεις τῇ κοινῇ συμφωνίᾳ κράτους, οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης.

   Τὸ καθεστὼς τῆς Κρήτης, ὡς καὶ ἄλλοι ἀρθρογράφοι ἐσημείωσαν ἐπανειλημμένως τὰ τελευταῖα χρόνια, ἐξ ἀφορμῆς μονομερῶν ἐνεργειῶν τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, εἶναι καθεστὼς αἰώνων, ἀφ’ ὅτου καθιερώθη τὸ Μητροπολιτικὸν σύστημα τὸν Δ΄ αἰῶνα. Τὸ Μητροπολιτικὸν σύστημα Διοικήσεως εἶναι κάτι παρόμοιον μὲ τὸ κοινοτικὸν σύστημα διοικήσεως εἰς τὰ Πολιτικά, ὅπου ἐδραστηριοποιεῖτο ὁ Ἑλληνισμός, εἴτε ἐν τῇ πατρώᾳ γῇ, εἴτε εἰς τὴν διασποράν, τὸ ὁποῖον ἔσωσε τὸν Ἑλληνισμὸν ἐν τῇ μακρᾷ καὶ πολυταράχῳ αὐτοῦ ἱστορικῇ πορείᾳ. Τὸ σύστημα αὐτὸ διέλυσε εἰς τὰ Πολιτικὰ ὁ τ. Πρωθυπουργὸς κ. Σημίτης μὲ τοὺς Δήμους καὶ ἐτραυμάτισε εἰς τὰ Ἐκκλησιαστικὰ ἐν προκειμένῳ ἡ ἀτυχὴς ἐπιδίωξις τῶν τότε Ἀρχιερέων τῆς Κρήτης περὶ τῷ 1963, μετὰ τινα ἔτη, ἀφ’ ὅτου ἐψηφίσθη ὁ καταστατικὸς νόμος 4149/1961 νὰ ὀνομασθοῦν οἱ ἐπίσκοποι τῆς νήσου Μητροπολῖται, μὲ τὴν αἰτιολογίαν τότε τῶν γνωριζόντων τὰ τῆς διοικήσεως ἐκ τοῦ σύνεγγυς, ὅτι, ὅταν μετέβαινον εἰς τὰ Ὑπουργεῖα, δι’ ὑποθέσεις διαφόρων θεμάτων οἱ Ὑπουργοί, ὅταν ἤκουον «Ἐπίσκοπος τάδε», ἔλεγον «ποιὸς εἶναι αὐτός;», ὅταν μετ’ ὀλίγον ἐπανήρχοντο λέγοντες: «Μητροπολίτης π.χ. Πέτρας» ἔλεγον «περάστε Σεβασμιώτατε». Ταῦτα ἐν παρόδῳ.

  Μετὰ τὴν παράθεσιν τῶν ἱστορικῶν αὐτῶν καὶ ἠκριβωμένων στοιχείων, εἰσερχόμεθα εἰς τὸ ἐπίκαιρον καὶ ἐπίμαχον θέμα τῆς διοικήσεως τῶν Σταυροπηγίων τῶν λεγομένων Νέων Χωρῶν καὶ τῆς Κρήτης.

  Θὰ παραθέσωμεν τὰ κείμενα τοῦ ὅρου τῆς πράξεως τοῦ 1928 διὰ τὰ ἐν τῇ αὐτοκεφάλῳ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος Σταυροπήγια καὶ τῆς Κρήτης, ἄν καὶ πολλάκις ἕτεροι ἀρθρογράφοι καὶ ἀναλυταὶ ἔχουν ἀσχοληθῆ ἐξ ἀφορμῆς τοῦ γεγονότος, ὅτι ἐπὶ Πατριαρχείας τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου καὶ μόνον, ἐπεχειρήθη νὰ παραβιασθῆ τὸ καθεστὸς ἀφ’ ὅτου ἐρρυθμίσθησαν τῷ 1928 διὰ Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς πράξεως, ἥτις ὑπῆρξε καρπὸς τῆς διαβουλεύσεως τῆς τότε Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, ἐὰν δὲν μὲ ἀπατᾷ ἡ μνήμη, τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου. Οὖτος  ἐσέβετο εἰρήσθω ἐν παρόδῳ τὰ δόγματα καὶ τὰ ἤθη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διὸ καὶ ὅταν τοῦ ἐζήτησαν νὰ θεσμοθετήσῃ τὸν Πολιτικὸν Γάμον, ἠρνήθη νὰ τὸ πράξῃ διότι ὡς ᾐτιολόγησε τὴν ἄρνησιν, ἦτο ἀντίθετον μὲ τὴν Ὀρθοδοξίαν. Τί ἆραγε θὰ ἔλεγε ὁ μεγάλος αὐτὸς Ἕλληνας καὶ Πολιτικὸς διὰ τὰ σήμερον νομοθετούμενα περὶ ὁμοφυλοφιλικῶν γάμων καὶ ὄχι μόνον, ἅτινα ὄχι μόνον εἶναι ἀντισυνταγματικὰ καὶ κουρελιάζουν τὸ Σύνταγμα, καὶ ἀκυρώνουν τὰς θυσίας τῶν ἡρῴων τῆς Ἐλευθερίας 1821, 1912-1922, 1940, καὶ ὄχι μόνον τῶν πολιτικῶν, ἀφρόνως ἐνεργούντων, ἀλλὰ καὶ τῶν ὑπευθύνων Ἐκκλησιαστικῶς Ἀρχιερέων, Ἀρχιεπισκόπων καὶ Πατριαρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σιωπώντων καὶ ἀδιαφορούντων καὶ ἀσχολουμένων μόνον μὲ τὸ «τίς ἄν δοκῇ εἶναι μείζων», ἤ μὲ μόνον τὰς οἰκονομικάς των εὐαισθησίας;. Ποίας δάφνας εἰς τὰ πεδία τῶν μαχῶν ἔχουν οἱ σημερινοὶ μὴ μπαρουτοκαπνισμένοι πολιτικοί, ὥστε νὰ μὴ σέβωνται τὴν μακραίωνα καὶ δισχιλιετῆ σχέσιν τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὸν Χριστιανισμόν ψηφίζοντες, ὄχι μόνον ἀντιχριστιανικοὺς καὶ ἀντισυνταγματικοὺς νόμους, ἀλλά, ὡς ᾄδεται, εἶναι καὶ ἕτοιμοι νὰ ὑποκύψουν εἰς πιέσεις Ἀμερικανῶν καὶ Εὐρωπαίων διὰ τὰ συμφέροντα τοῦ ΝΑΤΟ! Νὰ ἀρνηθοῦν τὰ Ἐθνικά μας συμφέροντα καὶ νὰ ἱκανοποιήσουν τὰς ἐκνόμους ἀπαιτήσεις τῆς Τουρκίας, ἡ ὁποία ἀμφισβητεῖ τὴν Ἐθνικήν μας κυριαρχίαν εἰς πλῆθος Ἑλληνικῶν νήσων καὶ βραχονησίδων, κατωχυρωμένων εἰς τὴν Ἑλλάδα διὰ τῆς συνθήκης τῆς Λωζάννης.

   Προσέτι καὶ νὰ δεσμευθοῦν αἱ Ἑλληνικαὶ Κυβερνήσεις εἰς τὸ μέλλον, καὶ ὄχι μόνον ἡ παροῦσα, διὰ παντός, νὰ ἀρνηθοῦν τὸ διεθνὲς δίκαιον τῆς ἐπεκτάσεως τοῦ εὔρους τῶν χωρικῶν ὑδάτων εἰς δώδεκα μίλια.

   Ἔτσι ὅμως ὄχι μόνον ἀκυρώνουν τὴν συνθήκην τῆς Λωζάννης καὶ τοὺς ἀπελευθερωτικοὺς ἀγῶνας τοῦ Ἑλληνικοῦ στόλου τῷ 1912-1922, ποὺ ἐστοίχισαν ἑκατόμβας νεκρῶν καὶ ποταμοὺς αἱμάτων Ἑλλήνων στρατιωτῶν, ἀλλὰ καὶ θὰ δώσουν μονίμως τὸ δικαίωμα εἰς τὴν Τουρκίαν εἰς τὰ Διεθνῆ ὕδατα τοῦ Αἰγαίου, νὰ διακινῇ μονίμως τὰ ἀεροπλάνα καὶ τὰ ἀεροπλανοφόρα, ποὺ ναυπηγεῖ, ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Βόλον, τὴν Θεσσαλονίκην καὶ τὰς Ἀθήνας. Τί θὰ ἐπακολουθήσῃ, ἐὰν οἱ ἄφρονες πολιτικοὶ τῆς σήμερον, ἀποστρατικοποιήσουν καὶ τὰς νήσους τοῦ Αἰγαίου, εἶναι εὐκολονόητον. Θὰ ἐπαναληφθῇ εἰς τὸ Αἰγαῖον ἡ Κυπριακὴ Τραγῳδία.  Ἆραγε θὰ τολμήσουν νὰ βάλουν ὑπογραφές, νὰ ἀκυρώσουν τὸ διεθνὲς δίκαιον τῆς θάλασσας καὶ τῶν Διεθνῶν συνθηκῶν, χωρὶς παλλαϊκὴν ἀντίδρασιν; Κλείω τὴν μακροσκελῆ παρένθεσιν καὶ ἐπανέρχομαι εἰς τὸ κύριον θέμα τοῦ ἄρθρου, τὴν Πατριαρχικὴν καὶ Συνοδικὴν πρᾶξιν τοῦ 1928. Μόνον ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, μονομερῶς, ἀδικαιολογήτως καὶ αὐθαιρέτως ἐπεχείρησε νὰ ἀκυρώσῃ δίς: α. Εἰς τὸ θέμα τοῦ καθεστῶτος τῶν Ν. Χωρῶν καὶ τῆς διοικήσεώς των. β. Εἰς τὴν διοίκησιν τῶν Σταυροπηγίων, μετὰ τὴν ἀποτυχίαν εἰς τὴν πρώτην περίπτωσιν.

   Καὶ ναὶ μὲν δὲν ἐπέτυχε εἰς τὴν αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος λόγῳ ἀντιδράσεως Ἀρχ. Χριστοδούλου καὶ Κράτους οὔτε εἰς τὸ β) θέμα τῶν Σταυροπηγίων, χάριν εἰς τὴν ἀντίδρασιν καὶ τὴν σώφρονα στάσιν ἐν προκειμένῳ καὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου· τὸ ἀπεπειράθη ὅμως παρανόμως καὶ ἐναντίον τοῦ οἰκείου ἄρθρου τοῦ Ν. 4149/1961 τοῦ Καταστατικοῦ χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ἐπὶ Ἀρχιεπισκοπικῆς περιόδου Διοικήσεως τοῦ τέως Ἀρχιεπισκόπου Εἰρηναίου. Ὁ Πατριάρχης ἐκμεταλλεύθη τὴν εὐκαιρίαν νὰ ἐπισκοποιήσῃ πνευματικὸν τέκνον του, εἰς τὸ Σταυροπήγιον τῆς Δυτικῆς Κρήτης, δεδομένου, ὅτι εἶχε ἀποτύχει νὰ τὸν ἐκλέξῃ ἡ Ἱ. Ἐπαρχιακὴ Σύνοδος ὡς βοηθόν του, ὅν ἐδικαιοῦτο συμφώνως τότε τοῖς ἄρθροις 41 -45. Οὐδεὶς ἄλλος βοηθὸς Ἐπίσκοπος ἐπιτρέπει ὁ ν. 4149/4961 νὰ ἐκλεγῇ εἰς Κρήτην.

   Τὴν παραβίασιν τοῦ Νομικοῦ καθεστῶτος περὶ τῶν Σταυροπηγίων τῆς Κρήτης ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου, χωρὶς ἀντίδρασιν τοῦ τότε Συνοδικοῦ μέλους τῆς Συν­όδου ἐν Φαναρίῳ κ. Εἰρηναίου, ἔλαβε γνῶσιν ἐκ τῶν ὑστέρων ἡ Ἱερὰ Ἐπαρχιακὴ Σύνοδος. Οἱ Μητροπολῖται καίτοι ῥιζικῶς ἀντίθετοι μὲ τὴν γενομένην παρανομίαν εἰς τὸ Ἀκρωτήριον εἰς τὴν συντριπτικήν των πλειοψηφίαν, δὲν ἀντέδρασαν συνοδικῶς καὶ γραπτῶς, πρὸς τὸν Πατριάρχην. Ποικίλοι λόγοι τῆς τότε ἱστορικῆς συγκυρίας, ἐν οἷς καὶ ἡ ἐπικειμένη Ἀρχιεπισκοπικὴ διαδοχή, ὡς καὶ ὁ μὴ ὑγιὴς σεβασμὸς εἰς τὸν Πατριάρχην. Σημειοῦμεν ὅτι ἡ διαφορετικὴ  γνώμη πρὸς τὸν Πατριάρχην, δὲν εἶναι ἀσέβεια διὰ τὰ Συνοδικὰ μέλη, ὅταν ὑπάρχουν λόγοι συν­ειδήσεως, ὡς καὶ παραβίασις κανόνων καὶ νόμων Ἐκκλησιαστικῶν. Τοὐναντίον εἶναι ὀφειλή. Ὁ Πατριάρχης δὲν εἶναι ἀλάθητος. Χρέος εἶναι καὶ  ἡ διαφορετικὴ ψῆφος, ὅταν πρέπει, διότι προέχει, ὁ ἄνω θρόνος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καὶ ἡ ἀπολογία εἰς τὸ φοβερὸν βῆμα.

  Μετὰ τὰς δύο χειροτονίας τῶν ἐν Ἀκρωτηρίῳ Σταυροπηγίων, χωρὶς νὰ τροποποιηθῆ ὁ Νόμος, -καὶ ἄρα αὗται ἐγένοντο παρανόμως, -ἀφοῦ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κατέστη ἐνήμερος τῶν ἀντιδράσεων τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν Μητροπολιτῶν τῆς Κρήτης, ὅτε ὁ Πατριάρχης ἐσχεδίαζε νὰ ἐγκαταστήσῃ ἐπισκόπους καὶ εἰς τὰ 12 Σταυροπήγια, εἰς τὴν πρώτην νέαν Συνοδικὴν Συνεδρίαν, ὅτε προετάθη χειροτονία Ἐπισκόπου εἰς Σταυροπήγιον τῆς Ἀνατολικῆς Κρήτης, ὁ κ. Εἰρηναῖος ἐξέφρασε τὴν διαφωνίαν του! καὶ ὁ προταθεὶς κατεψηφίσθη συνοδικῶς. Ἡ Ἱ. Ἐπαρχιακὴ Σύνοδος ἐδραστηριοποιήθη ἀργότερον Συνοδικῶς ἐξ αἰτίας τοῦ οἰκονομικοῦ σκανδάλου εἰς Ἱ. Μ. Ἁγ. Τριάδος, ὑπὸ τοῦ ἐκεῖ ἡγουμένου – Ἐπισκόπου ἀναλογισθεῖσα τὰς ἐκ τοῦ νόμου 4149/1961 εὐθύνας της.

  Τὸ καθεστὼς τῶν Σταυροπηγίων τῆς Κρήτης, πανομοιότυπόν ἐστι, ὅπως τὸ καθορίζει καὶ ἡ Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ πρᾶξις 1928 διὰ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος ὅρος Ι (10).

  Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρομεν ἀπόσπασμα τοῦ ἄρθρου 89 τοῦ ν. 4149/1961, ποὺ ἐν προκειμένῳ ἁρμόζει: ἄρθρ. 89, παρ. 2.

  «Διατηροῦνται ἀπαραμείωτα τὰ κανονικὰ δικαιώματα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐπὶ τῶν ἐν Κρήτῃ Ἱερῶν Πατριαρχικῶν καὶ Σταυροπηγιακῶν Μονῶν, μνημονευομένου ἐν αὐταῖς τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καὶ ἑκάστοτε ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Κρήτης διὰ τοῦ Προέδρου αὐτῆς ἀνακοινουμένης πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην τῆς ἐκλογῆς τῶν νέων Ἡγουμενοσυμβουλίων αὐτῶν. Ἀλλ᾿ ἡ διοίκησις τῶν Μονῶν καὶ ἡ ἐν γένει διαχείρισις καὶ ὁ ἐπ᾿ αὐτῶν ἔλεγχος ὑπάγονται ὑπὸ τὴν ἄμεσον δικαιοδοσίαν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, ἐφαρμοζούσης καὶ ἐπὶ τῶν Μονῶν τούτων τὰς ἰσχυούσας διὰ τὰς λοιπὰς ἐν Κρήτῃ Μονὰς διατάξεις…» (ὅρα Ἰω. Κονιδάρη θεμελιώδεις διατάξεις σελ. 262).

  Ὡς ἐκ τούτου κατὰ τὸν Καταστατικὸν χάρτην διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ὁ ὁποῖος μονομερῶς κατὰ τὴν ἀκροτελεύτιον διάταξιν αὐτοῦ δὲν τροποποιεῖται: «τροποποίησις τοῦ παρόντος γίνεται μετὰ γνώμην τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης μετὰ τῆς Πολιτείας, ἐπὶ δὲ κανονικῆς φύσεως ζητημάτων κατόπιν συνεννοήσεως καὶ μετὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, προκύπτει ὅτι κακῶς καὶ παρανόμως ὁ Πατριάρχης ἀναμιγνύεται εἰς τὴν διοίκησιν τῶν Σταυροπηγίων τῆς Κρήτης μὲ τὴν τοποθέτησιν ἐκεῖ Ἐπισκόπων. Ἡ ἀτυχὴς καὶ ἐσφαλμένη ἐνέργειά του, αὕτη, ἐδημιούργησε τὸ πρόβλημα τοῦ σκανδάλου κακῆς διαχειρήσεως τῶν οἰκονομικῶν τοῦ ἑνὸς Σταυροπηγίου.

  Ἐν ὅσῳ ἡ Ἱερὰ Ἐπαρχιακὴ Σύνοδος ἤσκει ἐνεργῶς τὴν διοίκησιν τῶν Σταυροπηγίων, δὲν ἐδημιουργήθη ποτὲ τοιοῦτον σκάνδαλον. Ἡ ἐποπτεία ἀσκεῖται ἐκ τοῦ σύνεγγυς καὶ πλησίον εἶναι μόνον ὁ Μητροπολίτης τῆς περιοχῆς καὶ ἡ Ἱερὰ Ἐπαρχιακὴ Σύνοδος. Ἡ Ἱερὰ Ἐπαρχιακὴ  Σύνοδος εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε ἀντιδράσῃ εἰς τὴν Πατριαρχικὴν αὐθαιρεσίαν καὶ εἰς τὴν κακὴν σύμπραξιν εἰς τὴν αὐθαιρεσίαν τοῦ πρῴην Ἀρχιεπισκόπου κ. Εἰρηναίου.

  Ἔστω ὅμως καὶ καθυστερημένως, ὀρθῶς καὶ ὀφειλετικῶς, συμφώνως πρὸς τὸν Νόμον 4149/1961 ἐδραστηριοποιήθη ἡ Ἱ. Ἐπαρχιακὴ Σύνοδος.

  Ἀπομένει νὰ ἐνημερώσῃ καὶ γραπτῶς τὸν Πατριάρχην διὰ τὴν ἀναρμοδιότητα καὶ παρανομίαν τῶν ἐπεμβάσεών του εἰς τὰ Σταυροπήγια τῆς Κρήτης.

  Οὐδεμία λοιπὸν μονομερὴς ἐνέργεια τῆς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, χωρὶς τὴν σύμπραξιν τῆς Πολιτείας, ἤτοι τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους καὶ τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιαρκῆς Συνόδου ἐπιτρέπεται.

  Τοιαύτη κοινὴ δρᾶσις, καὶ συνεννόησις μέχρι σήμερον, δὲν ἔχει λάβει χώραν. Ἆρα 1) ἡ ἐπισκοποίησις τῶν ἡγουμένων τῶν δύο Σταυροπηγίων ἐν τῇ Ἱ. Μητροπόλει Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου εἶναι παράνομος καὶ πρέπει νὰ τοὺς πάρῃ ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Πατριάρχης, νὰ τοὺς χρησιμοποιήσῃ εἰς ἄλλας σπουδαιοτέρας ἀνάγκας του καὶ 2) ὀρθῶς ἡ Ἱερὰ Ἐπαρχιακὴ Σύνοδος, ἐσχάτως ὑπὸ τὴν ἡγεσίαν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Εὐγενίου, ἀφοῦ ἐνημερώθη ἀπὸ τὸν οἰκεῖον Μητροπολίτην Κυδωνίας κ. Δαμασκηνὸν διὰ τὸ οἰκονομικὸν σκάνδαλον ἐν τῇ Ἱ. Μονῇ Ἁγίας Τριάδος, Τσαγκαρόλων, συνειδητοποίησε τὰς ἐν τῇ ἁρμοδιότητι Αὐτῆς ὑποχρεώσεις, ὡς ἀνωτάτη νομικὴ ἀρχὴ διοικήσεως τῶν Σταυροπηγίων, βάσει τοῦ Νόμου 4149/1961 καὶ παρέπεμψε τὸ θέμα εἰς τὴν Ἑλληνικὴν Δικαιοσύνην πρὸς ἀπόδοσιν εὐθυνῶν εἰς τοὺς κατηγορουμένους, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχουν.

  Τὰ Σταυροπήγια κατὰ τὸ Συνταγματικῶς κατοχυρωμένον καθεστώς διοικοῦνται ἀπὸ τὴν Ἱερὰν Ἐπαρχιακὴν Σύνοδον. Οὐδεὶς δύναται νὰ τὸ τροποποιήσῃ ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ κράτους καὶ τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας.

  Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, ἐὰν θέλη νὰ δώση μήνυμα, εἰς ὅσους ἐπιβουλεύονται τὸ Διεθνὲς καθεστώς του ἐν Κων/λει, ὀφείλει νὰ λαμβάνῃ ὑπ’ ὄψιν τὰ ἱστορικὰ δεδομένα, τὰ νομικὰ κείμενα καὶ νὰ τηρῇ τὰς νομικὰς ὑποχρεώσεις του, εἰς ἅ ἔχει δεσμευθῇ τόσον ἐν Ἑλλάδι, ὅσον καὶ ἐν τῇ Ἀλλοδαπῇ, διαχρονικῶς.

  Ἡ ἱστορία καὶ αἱ ἐξελίξεις εἰς τὴν σύγχρονον Ἐκκλησιαστικὴν κατάστασιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸ σύνολόν της, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ κλῖμα Διοικήσεως τῆς εὐθύνης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀπέδειξεν, ὅτι ἡ ἀναθεωρητικὴ πολιτικὴ τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου εἰς ὅσα οἱ προκάτοχοί του Πατριάρχαι καλῶς ἐνομοθέτησαν, πρέπει νὰ σταματήσῃ, διότι διχάζει τὴν Ὀρθοδοξίαν. Πρέπει νὰ τηρηθοῦν τὰ κατὰ τὸ παρελθὸν καλῶς θεσμοθετηθέντα εἰς τὰς ἑκασταχοῦ διοικήσεις, ἵνα ἐπανέλθῃ ἡ ἑνότης τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς παγκόσμιον καὶ τοπικὸν ἐπίπεδον. Καὶ αὐτὸ χρειάζεται ταπείνωσιν. Ἡ «συγγνώμη» καὶ τὸ «εὐλόγησον», διορθώνει τὸ κακόν.

  Αὐτὸ ποὺ δὲν εἶπε ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα εἰς τὸν Θεόν, διὸ καὶ ἐγένετο αἰτία διαιωνίσεως τοῦ κακοῦ καὶ τῆς εἰσόδου τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὁ Πατριάρχης δὲν εἶναι Ἀλάθητος.

  Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον σήμερον δὲν ἔχει κύριον πρόβλημα τὴν ἔλλειψιν οἰκονομικῶν πόρων. Τὸ Πατριαρχεῖον βοηθεῖται καὶ ἀπὸ τὸ Κράτος τῆς Ἑλλάδος καὶ ἀπὸ τὴν «λογίαν» τῶν ἀνὰ τὸν κόσμον Ἐπαρχιῶν του. Τὸ φιλότιμον τῶν Ἑλλήνων δὲν ἔχει ἐκλείψει.

  Τὸ Πατριαρχεῖον ἔχει κυρίως πρόβλημα, εἰς τὴν ἕδραν του, ἐλλείψεως ἀνθρώπων, δηλ. ποιμνίου λόγῳ συρρικνώσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ στοιχείου εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν.

  Εὐτυχῶς τὴν ἔλλειψιν, τὸ γε νῦν ἔχον ἀναπληρώνουν ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸν καὶ τὴν Ἑλλάδα. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶναι καλοὶ καὶ σοβαροί, δυστυχῶς ὅμως ὄχι ὅλοι. Ὅλοι μας πρέπει πρωτίστως νὰ φρονῶμεν καὶ νὰ ζῶμεν χριστιανικά, διὰ νὰ εἴμεθα χρήσιμοι, ὅπου ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη. Ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν ὑποκρισίαν, τὴν διπλῆ ζωήν, τὴν δοξομανίαν καὶ τὴν φιλαργυρίαν. Ὁ Χριστὸς εἶπε τὸ οὐαὶ μόνον εἰς τοὺς Φαρισαίους.

  Ἡ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τὴν ἐχάραξεν ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ νὰ κηρύττῃ καὶ νὰ πράττῃ: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος· διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα, ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν».

  Οἱ φρονοῦντες τὰ τῆς Νέας Τάξεως πραγμάτων, Πολιτικοὶ καὶ θρησκευτικοὶ ἡγέτες, μὲ προεξάρχοντα τὸν πάπαν καὶ τὸν προτεσταντισμόν, δείχνουν ἄλλους δρόμους, δῆθεν συγχρόνους, ὡς ἀποστολὴν καὶ μαρτυρίαν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸν κόσμον.

  Ἡ δρᾶσις ὅμως τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸν κόσμον ἅπαξ καὶ διὰ παντὸς ἔχει καθορισθῇ ἀπὸ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρας. Αἱ αἱρέσεις καὶ οἱ ἀμετανόητοι αἱρετικοὶ ἐτέθησαν ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι πλάνη νὰ φρονοῦν σήμερον οἱ ὀρθόδοξοι, ὅτι θὰ μετανοήσουν οἱ αἱρετικοὶ μετὰ ἀπὸ παρέλευσιν χιλιετιῶν καὶ αἰώνων παραμονῆς των ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν μετανοήσῃ ὁ διάβολος, θὰ μετανοήσουν καὶ οἱ αἱρετικοί.

  Ἡ μοναδικὴ καὶ πρώτη καὶ κυρία ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας σήμερον εἶναι νὰ κηρύξῃ μετάνοιαν τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν, ὅσων καὶ δι’ ὅσα δὲν φρονοῦν ὀρθοδόξως καὶ δὲν ζοῦν χριστιανικῶς εἰς τὴν συντριπτικήν των πλειοψηφίαν. Ἐκτρώσεις, πορνεῖες, μοιχεῖες, ὁμοφυλοφιλίες, φιλαργυρίες, ἄρνησις τῶν μυστηρίων εἶναι ἐκεῖνα, ποὺ χαρακτηρίζουν τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸν σύγχρονον κόσμον καὶ φεῦ πολλοὺς ἐκ τῶν ὀρθοδόξων.

  Τὸ πνεῦμα τῆς Πανθρησκείας, καὶ τοῦ ἀνόμου βίου, ποὺ καλλιεργεῖ παγκοσμίως ἡ «Νέα Τάξις  Πρα­γμάτων» ἔχει διαβρώσει Πατριάρχας, Ἀρχιεπισκόπους, Ἀρχιερεῖς, Θεολόγους, Πολιτικοὺς καὶ τὸν λαόν. Ἡ νεολαία, οὔτε κἄν διδάσκεται τὸ χριστιανικὸν ἦθος καὶ τὸ Ὀρθόδοξον φρόνημα εἰς τὰ σχολεῖα. Διδάσκεται μόνον τὴν τεχνητὴν «νοημοσύνην» =παραφροσύνην, ὄχι νοημοσύνην.

  Τὴν πρώτην εὐθύνην ἔχουν διὰ τὴν ἀποστασίαν οἱ ὑπεύθυνοι ποιμένες, οἱ Ἐπίσκοποι. Τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τῶν Ὁμολογητῶν καὶ τῶν Μαρτύρων, εἶναι ἀνάγκη σήμερον νὰ ἐνθυμηθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι Ποιμένες Ἀρχιερεῖς, κλῆρος καὶ λαός.

  Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης πρέπει πρῶτος νὰ δεικνύῃ μὲ τὴν περὶ Αὐτὸν σεπτὴν Ἱεραρχίαν τὸ παράδειγμα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.

  Δυστυχῶς, χωρὶς νὰ ἀμφισβητῶμεν τὰς ἐξαιρέσεις ὑπάρξεως τῶν ἀξίων, ὑπάρχουν καὶ οἱ λῦκοι. Αὐτοὶ οἱ ψευδοποιμένες φαίνονται ἀπὸ τοὺς καρπούς των.

Τὸ Πατριαρχεῖον δὲν εἶναι μόνον διὰ νὰ ἀναφέρεται εἰς τὴν ἁγιότητα τῶν κεκοιμημένων Ἁγίων τοῦ παρελθόντος! Πρέπει νὰ εἴμεθα ὅλοι Ἅγιοι, ὁ λαὸς καὶ πρωτίστως ὁ Κλῆρος, Ἱερεῖς καὶ Ἐπίσκοποι τῆς σήμερον.

Τὸ κουκούλωμα τῶν προκλητικῶς καὶ ἀναξίως τοῦ σχήματός των ζώντων, δὲν λύει καὶ δὲν θεραπεύει τὴν ἀσθένειαν. Ἡ ὑπό τινων Ἀρχιερέων διαφήμισις, ἡ φιλαργυρία, ἡ δοξομανία μὲ τὴν προβολὴν εἰς τὸ διαδίκτυον, σαλπιζόντων τὴν δοξομανίαν των, διὰ πλήθους φωτογραφιῶν δὲν εἶναι ποιμαντική, ὅπως ὀρθῶς ἐπεσήμανεν ὁ σεπτὸς Πατριάρχης μας κ. Βαρθολομαῖος. Ὅμως εἰς ὦτα μὴ ἀκουόντων Ἀρχιερέων, δυστυχῶς καὶ τῆς ἰδικῆς του δικαιοδοσίας. Τὸ σύνθημα λοιπὸν τοῦ Πατριάρχου σήμερον εἰς τὸν κόσμον πρέπει νὰ εἶναι: «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ (ὁ Κύριος) Ἅγιός εἰμι». Αὕτη ἐστίν ἡ πρώτη καὶ κυρία ποιμαντικὴ δραστηριότης.

Ν.Β.

Διδάκτωρ Νομικῆς

Previous Article

Ἔκνομος ἡ ἀνάμειξις τοῦ Πατριάρχου εἰς τὴν Κρήτην

Next Article

Ὁ Κωνσταντινουπόλεως καλεῖ «Διαρκῆ Σύνοδον» τῶν θρησκειῶν