Γράφει ὁ κ. Περικλῆς Νεάρχου, Πρέσβυς ἐ.τ.
Κυκλοφόρησαν ἀνεπιβεβαίωτες πληροφορίες ὅτι ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση, πιεζόμενη ἀπὸ τὴν Ἀμερικανικὴ καὶ τὴ Γερμανικὴ πολιτική, σκέφτεται σοβαρὰ νὰ ἀναστρέψει τὴν πολιτική της στὸ θέμα τοῦ Κοσσυφοπεδίου καὶ νὰ προχωρήσει στὴν ἀναγνώρισή του ὡς ἀναγκαῖο βῆμα γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς ἐντάξεως τῶν Δυτικῶν Βαλκανίων στοὺς Εὐρὼ-Ἀτλαντικοὺς θεσμούς, ΝΑΤΟ καὶ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση.
Ὁ καθένας ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ πρώτη ἄμεση συνέπεια μιᾶς τέτοιας ἀποφάσεως θὰ ἦταν ἡ ρήξη μὲ τὴ φίλη καὶ ὁμόδοξη Σερβία, ἡ ὁποία ἀπειλεῖ παρασκηνιακὰ μὲ ἀναγνώριση τοῦ ψευδοκράτους στὴν Κύπρο, ὡς ἀντίποινα γιὰ τὴν ἐνδεχόμενη αὐτὴ μὴ φιλικὴ πράξη τῶν Ἀθηνῶν. Ἑλλάδα καὶ Σερβία, παρὰ τὶς περιοδικὲς κρίσεις στὶς σχέσεις τους, ἦταν πάντα δύο σύμμαχες, φιλικὲς χῶρες, ἡ σχέση τῶν ὁποίων προσδιόριζε, ὡς ἕνας κάθετος γεωπολιτικὸς ἄξονας, τὴ στρατηγικὴ ἰσορροπία στὰ Βαλκάνια. Ἡ σχέση αὐτὴ εἶχε ἀποτυπωθεῖ καὶ συμβατικὰ στὴ Συνθήκη τῶν Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία προέβλεπε ὡς βασικὴ ἀρχὴ τῶν Ἑλληνο-Σερβικῶν σχέσεων τὴ συνοριακὴ ἐπαφὴ μεταξύ τους. Ἡ ἀρχὴ αὐτὴ σήμαινε, μὲ ἄλλα λόγια, ὅτι οἱ δύο χῶρες δὲν θὰ ἐπέτρεπαν νὰ παρεμβληθεῖ μεταξύ τους τρίτη χώρα. Αὐτὸ ἔγινε μετὰ τὴ διάλυση τῆς Γιουγκοσλαβίας καὶ τὴν ἀναγνώριση τῶν Σκοπίων ὡς ἀνεξάρτητης χώρας. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ὁ Πρόεδρος τῆς Σερβίας Μιλόσεβιτς εἶχε προτείνει μυστικὰ στὸν Ἕλληνα πρωθυπουργὸ Κωνσταντῖνο Μητσοτάκη Σερβία καὶ Ἑλλάδα νὰ μοιράσουν τὰ Σκόπια καὶ νὰ ἀποκαταστήσουν τὴ στρατηγικὴ ἐπαφὴ μεταξύ τους ὡς παράγοντα ἰσορροπίας στὰ Βαλκάνια. Ὁ Ἕλληνας πρωθυπουργὸς φοβήθηκε τὶς ἀντιδράσεις τῶν Ἀμερικανῶν καὶ τῶν Γερμανῶν καὶ δὲν δέχθηκε τὴν πρόταση Μιλόσεβιτς.
Ἡ ρήξη στὶς παραδοσιακὲς Ἑλληνο-Σερβικὲς σχέσεις εἶναι ὅμως μόνο μία ἀπὸ τὶς ἀρνητικὲς καὶ βλαπτικὲς γιὰ τὰ Ἑλληνικὰ συμφέροντα συνέπειες ποὺ θὰ εἶχε μία τέτοια κίνηση. Ἡ ἐσπευσμένη ἔνταξη τῶν Δυτικῶν Βαλκανίων στοὺς Εὐρὼ-Ἀτλαντικοὺς θεσμοὺς ἐντάσσεται στὸ μεγάλο σχέδιο τῆς ὁριστικῆς ἐξώσεως «τῶν Ρώσων» ἀπὸ τὴν περιοχὴ καὶ τῆς γεωπολιτικῆς ἀναδιαρθρώσεως τῶν Βαλκανίων. Αὐτὸ πρακτικὰ σημαίνει τὴν ἐνίσχυση καὶ ἐξύψωση τῶν φίλο-Ἀτλαντικῶν παραγόντων καὶ τὴν ταπείνωση καὶ περιθωριοποίηση τῶν θεωρουμένων ὡς «φιλορωσικῶν» παραγόντων, δηλαδὴ αὐτῶν ποὺ ἔχουν φιλορωσικὲς συμπάθειες, εἴτε λόγω ἐθνικῆς καταγωγῆς εἴτε λόγω κοινῆς Ὀρθόδοξης θρησκείας.
Στὸ μεγάλο αὐτὸ σχέδιο, ποὺ διασυνδέεται μὲ τὰ ὅσα συμβαίνουν καὶ ἐπιδιώκονται στὴν Οὐκρανία, ἀξιοποιήθηκε καὶ τὸ αἰχμάλωτο Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ποὺ ἔχει ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη τὴν Ἀμερικανικὴ στήριξη, γιὰ τὴν ἐπιβίωσή του μέσα στὸ ἐχθρικὸ Ἰσλαμιστικὸ περιβάλλον τῆς Τουρκίας.
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἔσπευσε νὰ ἐμπλακεῖ στὴ διαμάχη Ρωσίας – Οὐκρανίας, ἀναγνωρίζοντας τὸ αὐτοκέφαλο τῆς Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπισύροντας τὴν ὀργὴ τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Μόσχας. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης δικαιολόγησε τὴν κίνησή του ὡς ἐπιβεβλημένη ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη καὶ τὸν οἰκουμενικὸ ρόλο τοῦ Πατριαρχείου. Οἱ ἰσχυρισμοὶ ὅμως αὐτοὶ δὲν πείθουν καὶ δὲν μποροῦν νὰ κρύψουν τὸν γεωπολιτικὸ χαρακτῆρα τῆς κινήσεως αὐτῆς, ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν Οὐάσινγκτον, στὸ πλαίσιο τῶν Ἀμερικανικῶν σχεδιασμῶν γιὰ ὑπονόμευση τοῦ ρόλου τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς διπλωματικοῦ ὅπλου τοῦ Πούτιν.
Οἱ σχέσεις Ἑλλάδος – Ρωσίας στὸν θρησκευτικὸ τομέα ἔχουν πολὺ ἰδιαίτερη σημασία, γιατί εἶναι μοναδικὲς ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἑλλάδα, μέσῳ Βυζαντίου, ἔδωσε τὸν Χριστιανισμό, ὑπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ἐκδοχή του, στοὺς Ρώσους. Καὶ τὸν ἔδωσε στὸ Κίεβο, ὅπου κτίσθηκε καὶ ἡ πρώτη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀφιερωμένη στὴ θεία Σοφία, κατ’ ἀπομίμηση τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Ἰουστινιανοῦ στὴν Κωνσταντινούπολη. Δὲν μποροῦν νὰ δεχθοῦν σήμερα οἱ Ρώσοι ὅτι τὸ Κίεβο, ποὺ εἶναι ἡ ἀφετηρία καὶ ἡ πηγὴ τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, ἀντιπροσωπεύει μία ἄλλη Ἐκκλησία.
Τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, γιὰ νὰ μὴ ἀφήσει ἀκάλυπτο τὸ Πατριαρχεῖο, εὐθυγραμμίσθηκε μὲ τὴν πολιτικὴ αὐτὴ καὶ κατέστησε βαθύτερο τὸ ρῆγμα μεταξὺ Ἑλληνικῆς καὶ Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ρῆγμα αὐτὸ ἔρχεται, δυστυχῶς, νὰ προστεθεῖ στὴν ὑποτακτικὴ καὶ μονόπλευρη πολιτικὴ ποὺ ἀκολουθεῖ ἡ Ἑλληνικὴ κυβέρνηση, ὄχι μόνο ἡ σημερινὴ ἀλλὰ καὶ ἡ προηγούμενη, στὰ Βαλκάνια ἀλλὰ καὶ στὸ θέμα τῆς Οὐκρανίας.
Ὁμολογουμένως, ἡ Ἑλληνικὴ πλευρὰ βρίσκεται σὲ δύσκολη θέση, ἐφόσον βρίσκεται μπροστὰ σ’ ἕνα στρατηγικὸ σχέδιο ποὺ τὴν ὑπερβαίνει καὶ τὸ ὁποῖο προωθεῖται κατὰ πρῶτο λόγο ἀπὸ τὶς ΗΠΑ καὶ κατὰ δεύτερο λόγο ἀπὸ τὴν ἡγεμονικὴ δύναμη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, τὴ Γερμανία. Ἐὰν δὲν θίγονταν ἄμεσα τὰ δικά της ἐθνικὰ συμφέροντα, θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι συντάσσεται μὲ τὸν ἰσχυρὸ, γιὰ νὰ μὴ πληρώσει ὑψηλὸ κόστος μόνο γιὰ λόγους ἀρχῆς. Ὅταν ὅμως θίγονται ἄμεσα ζωτικότατα ἐθνικά της συμφέροντα τὰ πράγματα εἶναι πολὺ διαφορετικά. Στὴν περίπτωση αὐτὴ τίθεται σὲ κίνδυνο ἡ ἴδια ἡ ἐθνική της ἀσφάλεια καὶ ἡ ἐθνική της προοπτική. Οἱ ἰσχυρισμοὶ ὅτι οἱ ἀνησυχίες αὐτὲς εἶναι ἀβάσιμες, γιατί ἡ Ἑλλάδα κατοχυρώνεται δῆθεν ἀπὸ τὴ συμμετοχή της στὸ ΝΑΤΟ καὶ στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, εἶναι ἕωλοι. Ἀρκεῖ νὰ δεῖ κανεὶς τί γίνεται μὲ τὴν Τουρκικὴ ἀπειλὴ κατὰ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Κύπρου.
Τὸ πρῶτο παράδειγμα τῶν κινδύνων ποὺ περικλείει ἡ ἄνευ ὅρων σύμπλευση μὲ τὴν πολιτικὴ τῆς γεωπολιτικῆς ἀναδιαρθρώσεως τῶν Βαλκανίων, γιὰ νὰ ἐξαλειφθεῖ ἡ Ρωσικὴ ἐπιρροή, εἶναι ἡ Συμφωνία τῶν Πρεσπῶν. Δὲν χρειάσθηκαν, δυστυχῶς, πολλὲς πιέσεις γιὰ νὰ σπεύσει ἡ Ἑλληνικὴ πλευρὰ νὰ ἐπικυρώσει τὰ ἰδεολογήματα τοῦ Τίτο, ἀναγνωρίζοντας στοὺς Σκοπιανοὺς «Μακεδονικὴ» γλώσσα καὶ «ταυτότητα». Ὁ Ἕλληνας τῆς Μακεδονίας, ὁ πραγματικὸς καὶ μόνο Μακεδόνας, δὲν μπορεῖ σήμερα νὰ προβάλει τὸν ἑαυτό του ὡς Μακεδόνα, χωρὶς νὰ κινδυνεύει νὰ ταυτισθεῖ μὲ τοὺς ψευτο-Μακεδόνες τῶν Σκοπίων.
Οἱ Δυτικοὶ σύμμαχοι ἤθελαν νὰ ἐντάξουν τὰ Σκόπια στὸ ΝΑΤΟ καὶ στὴν ΕΕ. Γιατί ὅμως ἔπρεπε νὰ προτρέχει γι’ αὐτὸ ἡ Ἑλλάδα καὶ νὰ κάνει ἀσύλληπτες παραχωρήσεις, πανηγυρίζοντας μάλιστα γιὰ τὴ μεγάλη «ἐπιτυχία»; Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ προβληματισθοῦμε σοβαρὰ γιὰ τὴν ἐπέλαση ἑνὸς ἰδιότυπου, ἀλλὰ πολὺ ἐπικίνδυνου ἐθνομηδενισμοῦ στὴ χώρα, ὁ ὁποῖος εἶναι, δυστυχῶς, δικέφαλος καὶ ἐκπορεύεται τόσο ἀπὸ μία ναρκισσευόμενη ψευτοαριστερὰ ὅσο καὶ ἀπὸ μία διεθνιστική, νεοφιλελεύθερη δεξιά. Ἡ ἐθνομηδενιστικὴ προπαγάνδα ἔχει ὡς κοινὴ πηγὴ τὴν παγκοσμιοποίηση, ποὺ συγχέεται σκοπίμως καὶ ἐπιτηδείως μὲ τὴν Εὐρωπαϊκὴ ἑνοποίηση καὶ ὑποβάλλει τὴν ἰδέα ὅτι τὸ ἔθνος καὶ τὸ ἐθνικὸ κράτος εἶναι δῆθεν παρωχημένες ἰδέες καὶ δομὲς ποὺ ἀνήκουν στὸ παρελθόν.
Ἡ Ἑλλάδα προτρέχει τώρα γιὰ «τὴν ἔνταξη τῶν Δυτικῶν Βαλκανίων στοὺς Εὐρὼ-Ἀτλαντικοὺς θεσμούς». Γιατί πρέπει ἡ Ἑλλάδα νὰ προτρέχει; Γιατί πιστεύει ὅτι τὰ Σκόπια, ὅταν θὰ ἔχουν γίνει χώρα-μέλος τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, θὰ γίνουν πιὸ διαλλακτικὰ καὶ θὰ ὑποστείλουν τὴ σημαία τοῦ Μακεδονισμοῦ, ποὺ τόσο ἁπλόχερα καὶ ἄκριτα τούς ἔδωσε ἡ Ἑλλάδα; Γιατί νὰ προτρέχει ἡ Ἑλλάδα γιὰ τὴν ἔνταξη τοῦ Κοσσυφοπεδίου, ποὺ προϋποθέτει τὴν ἀναγνώρισή του; Γιατί πιστεύει ὅτι ἡ Μεγάλη Ἀλβανία, ποὺ θὰ προκύψει ἐκ τῶν πραγμάτων, εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον της; Γιατί νομίζει ὅτι αὐτὸ θὰ συνέβαλε στὴ διαμόρφωση μίας πλεονεκτικότερης γι’ αὐτὴν γεωπολιτικῆς καταστάσεως στὰ Βαλκάνια; Ἀπὸ ποῦ προκύπτει ὅτι ἡ Ἀλβανία θὰ ἐγκατέλειπε τὴν πολιτικὴ στρατηγικῆς συμμαχίας μὲ τὴν Ἄγκυρα ἢ θὰ ἄλλαζε τὴν πολιτικὴ της ἀπέναντι στὴν Ἑλληνικὴ μειονότητα τῆς Βορείου Ἠπείρου;
Ἔχει ἀναλογισθεῖ ἡ Ἑλληνικὴ κυβέρνηση τί θὰ σήμαινε γιὰ τὴν ἴδια ἡ ἀναγνώριση τοῦ Κοσσυφοπεδίου, ὡς προηγούμενου ἀποσπάσεως μίας μειονότητας ἀπὸ ἕνα ἐθνικὸ κράτος, τὴ στιγμὴ ποὺ ἐντείνει ἡ Ἄγκυρα τὴν ὑπονόμευσή της στὴ Θρᾴκη καὶ βυσσοδομεῖ, μὲ τὴ σημαία μίας μειονότητας, νὰ θέσει ὑπὸ τὸν ἔλεγχό της ὁλόκληρη τὴν Κύπρο; Μπορεῖ κανεὶς νὰ προτάξει ὡς ἀντίλογο ὅτι καὶ ἡ μὴ ἀναγνώριση ἔχει πολὺ ὑψηλὸ κόστος, ἐφόσον ὅλες σχεδὸν οἱ ἄλλες χῶρες-μέλη τῆς ΕΕ ἔχουν προχωρήσει στὴν ἀναγνώριση.
Ὅλες οἱ χῶρες-μέλη ποὺ ἔχουν προχωρήσει στὴν ἀναγνώριση δὲν ἔχουν κάποιο εἰδικὸ πρόβλημα, τὸ ὁποῖο νὰ τοὺς ἐμπνέει φόβο γιὰ τὸ προηγούμενο τοῦ Κοσσυφοπεδίου. Αὐτὲς ποὺ ἔχουν, ὅπως ἡ Ἱσπανία, ἡ Ρουμανία, ἡ Ἑλλάδα καὶ ἡ Κύπρος, δὲν τὸ ἀνεγνώρισαν. Σὲ κάθε περίπτωση, ἡ Ἑλλάδα δὲν ἔχει κανένα λόγο νὰ προτρέχει, ἐφόσον εἶναι ὁρατὴ ἡ ἐθνικὴ ζημιὰ ποὺ θὰ προκύψει ἄμεσα, ἀλλὰ καὶ μακροπρόθεσμα, ἀπὸ τὴ δημιουργία μίας νέας στρατηγικῆς ἰσορροπίας στὰ Βαλκάνια, μὲ ἔντονα ἐνισχυμένη τὴν Τουρκικὴ παρουσία καὶ ἐπιρροή, σὲ συνεργασία μὲ τὴ Γερμανία.
Ἡ ἀναβάθμιση τῶν Ἑλληνο-Ἀμερικανικῶν σχέσεων, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς Ἰσλαμιστικῆς καὶ μεγαλεπήβολης πολιτικῆς Ἐρντογάν, ἔχει ὡς δυσάρεστη παράμετρο τὴν ἄσκηση πιέσεων στὴν Ἑλλάδα γιὰ τὴν ἔνταξή της σ’ ἕνα ἐνεργὸ ἀντὶ-Ρωσικὸ μέτωπο. Οἱ πιέσεις αὐτὲς συνδέονται μὲ τὴν ἀναβίωση μίας πιεστικῆς Ἀμερικανικῆς πολιτικῆς στὰ Βαλκάνια, ποὺ θέλει νὰ συνεχίσει καὶ νὰ ὁλοκληρώσει αὐτὸ ποὺ ἄρχισε μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ ΝΑΤΟ στὴ Γιουγκοσλαβία, τὴ γεωπολιτικὴ δηλαδὴ μετάλλαξη τῶν Βαλκανίων.
Οἱ ἀντὶ-Ρωσικὲς δυνάμεις δὲν εἶναι καὶ οἱ πιὸ φιλικὲς γιὰ τὴν Ἑλλάδα στὰ Βαλκάνια. Ἡ Ἑλλάδα δὲν εἶναι ἐπίσης οὔτε Πολωνία οὔτε Βαλτικὰ κράτη, ποὺ ἔχουν ἱστορικοὺς λόγους ἀντιπάθειας καὶ ἐχθρότητας πρὸς τὴ Ρωσία. Γιὰ τὴν Ἑλλάδα ἡ Ρωσία εἶναι μία μεγάλη, φίλη καὶ ὁμόδοξη χώρα, ποὺ διαδραματίζει καίριο ρόλο στὶς Ἑλληνο-Τουρκικὲς σχέσεις, στὴν Ἑλληνο-Τουρκικὴ ἰσορροπία δυνάμεων καὶ στὸ Κυπριακό. Χρειάζεται ἑπομένως προσοχὴ καὶ σωστὴ ἰσορροπία στὶς σχέσεις φιλίας μὲ τὴ Ρωσία, ποὺ εἶναι σύμφωνες καὶ μὲ τὰ αἰσθήματα τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ.
Πηγή: Ἐφημερὶς «Τὸ Παρόν», 11.07.2021.