Ὁ κοινὸς ἑορτασμὸς προϋποθέτει κοινήν πίστιν! Ὑφίσταται; – 2ον

Share:

Γράφει ὁ κ. Λέων Μπράνγκ, Δρ. Θεολογίας, Ἀντιπρόεδρος ΠΕΘ

2ον – Τελευταῖον

Γ. α) Λύτρωσις εἰς τὸν Παπισμὸν- Προτεσταντισμὸν

  Ὅπως εἴδαμε ἤδη παραπάνω, σύμφωνα μὲ τὴν “ἀνώτερη” θεολογία τοῦ Παπισμοῦ, τὴ σχολαστικὴ θεολογία, ἡ παρακοὴ τῶν πρωτοπλάστων καὶ ἡ ἀποστροφὴ τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους τους πρέπει νὰ θεωρεῖται ὡς καθαρὰ δικαστικὴ ὑπόθεση. Δὲν ἀγγίζει τὴν ἀνθρώπινη φύση[9]. Ἄρα καὶ ἡ σωτηρία γίνεται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἀντιληπτή. Καὶ αὐτὴ περιγράφεται ὡς δικαστικὴ διαδικασία μέσα στὸ πλαίσιο τῆς προσβολῆς τοῦ Θεοῦ, τῆς τιμωρίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴ συνέχεια τῆς ἱκανοποίησης τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν προσβολὴ αὐτή. Τὸ ἀποτέλεσμα: ὁ Θεὸς ξεπερνάει τὰ ἐμπόδια ποὺ ἔχει μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ χαρίζει πάλι τὰ ἐπὶ πλέον δῶρα ποὺ τοῦ εἶχε στερήσει. Τελικά, τὸ μόνο ποὺ ἔχει σημασία εἶναι ἡ ἀποπληρωμὴ ἐκείνου ποὺ χρεωστοῦσε ὁ ἄνθρωπος στὸν Θεό. Ἄρα ἡ ἀξία τῶν παθῶν καὶ τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ ἐντοπίζεται σύμφωνα μὲ τὴν πεποίθηση αὐτὴ ἀποκλειστικὰ στὸ δεδομένο, ὅτι ἀποτελοῦν τὸ ἀπαραίτητο ἀντίτιμο ποὺ εἶχε νὰ δώσει ὁ ἄνθρωπος, προκειμένου νὰ ἀρθεῖ ἡ τιμωρία. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἄρσης τῆς τιμωρίας ἀποτελεῖ ἑπομένως ἁπλῶς μία φυσικὴ συνέχεια. Ἀφοῦ δόθηκε τὸ ἀντίτιμο καὶ μάλιστα μὲ τρόπο πού, λόγῳ τῆς θυσίας τοῦ Θεανθρώπου, ὑπερβαίνει ἀσύγκριτα τὴν ἀρχικὴ προσβολή, ὁ Θεὸς τῶν Παπικῶν παρέχει τὴν ἀνάσταση ὄχι μόνο στὸν Χριστὸ ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους.

  Ἑπομένως τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν παπικὴ θεολογία δὲν βρίσκεται σὲ ὑπαρξιακὴ σχέση μὲ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Συμπερασματικὰ μπορεῖ νὰ λεχθεῖ: Ἐφόσον δὲν ὑπάρχει οὐσιαστικὸ πρόβλημα στὴ φύση, δὲν χρειάζεται καμία ἀποθεραπεία τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ὅλα ἐκτελοῦνται στὴν σφαῖρα τῆς ἠθικῆς. Ὅπως σὲ ἕνα μικρὸ παιδί: Κάνει κάτι κακὸ καὶ τοῦ στεροῦμε κάτι ὡς τιμωρία. Ἔπειτα, ὅταν ἐπανέρχεται ἡ συμφιλίωση μαζί του, τοῦ τὸ χαρίζουμε πάλι. Τὸ ἴδιο πράττει καὶ ὁ Θεὸς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ Του. Συμφιλιώνεται μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ χαρίζει πάλι τὴν ἀθανασία. Τὸ βασικὸ εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τῆς ψυχικῆς ἰσορροπίας τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς νὰ μπορέσει νὰ συμφιλιωθεῖ πάλι μὲ τὸν ἄνθρωπο.

  Μὲ τὸ δεδομένο αὐτὸ σχεδὸν ἀποκλειστικὴ βαρύτητα στὴ σωτηρία ἀποκτάει ἡ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ μὲ αὐτὴν δίνεται τὸ ἀντίτιμο γιὰ τὴν προσ­βολὴ τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους τῶν πρωτοπλάστων. Ἔτσι ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ποὺ μέχρι τὴν ἐμφάνιση τῆς σχολαστικῆς θεολογίας ἀποτελοῦσε  σύμβολο νίκης καὶ ζωῆς προοδευτικὰ χάνει αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικά.

  Ἐδῶ βλέπετε αὐτὸν τὸν Σταυρὸ θριάμβου, ὅπως ὀνομάζεται. Ἐκφράζει τὴν περίοδο τῆς ρομανικῆς τέχνης (ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου μέχρι τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 13ου αἰώνα). Ὁ Ἐσταυρωμένος παρουσιάζεται ὡς ὁ ἀπομακρυσμένος Θεός, ὁ ὁποῖος βρίσκεται μὲν στὸ Σταυρό, ἀλλὰ ἔχει ξεπεράσει τὸ θάνατο καὶ ἀπεικονίζεται χωρὶς πόνους. Ὁ Σταυρὸς τῆς ρομαντικῆς τέχνης ἀποτελεῖ σύμβολο θριάμβου, νίκης καὶ ζωῆς. Αὐτὸς ὁ Σταυρὸς ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸ σταυρὸ ποὺ φέρει τὴν λυγισμένη ἀπὸ τὸν πόνο μορφὴ τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ τονίζεται ἔτσι ἡ ἐκ μέρους τοῦ Χριστοῦ πλήρης ἐξόφληση τοῦ χρέους τῆς ἀνθρωπότητας πρὸς τὸν Θεὸ-Πατέρα. Βλέπουμε τὸν Ἐσταυρωμένο τῆς γοτθικῆς τέχνης (ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 12ου μέχρι τὸ τέλος τοῦ 15ου αἰώνα). Μὲ τὴ γοτθικὴ τέχνη εἰσάγεται ἕνας Θεὸς μὲ ἐντονότατους πόνους στὸ Σταυρό. Ἡ ἐντύπωση αὐτὴ ἐνισχύεται ἀκόμα περισσότερο μὲ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὰ τέσσερα στὰ τρία καρφιά. Δηλαδὴ τὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου δὲν παρουσιάζονται πιὰ τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο, τὸ κάθε ἕνα περασμένο ἀπὸ ἕνα καρφί, ἀλλὰ τώρα τὰ πόδια τοποθετοῦνται τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο, καρφωμένα μὲ ἕνα μόνο καρφί, καὶ ἔτσι τὸ σῶμα τοῦ Ἐσταυρωμένου παρουσιάζεται ἀκόμα πιὸ βασανισμένο, λυγισμένο ἀπὸ τὸν φρικτὸ πόνο[10].

  Ὁ Λούθηρος ἀπὸ τὴν πλευρά του στὴν πάλη ἐναντίον τοῦ Ρωμαίου Ποντίφικα τοποθετεῖ δίπλα στὸν ἄτεγκτο Θεὸ τῆς λατινικῆς παράδοσης, ὁ ὁποῖος ζητεῖ τὴν ἱκανοποίηση γιὰ τὴν προσβολή Του καὶ τὴ λαμβάνει πλήρως μὲ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ θυσία Του, τὸν δικό του Θεό, ὁ ὁποῖος ἐπίσης προσβάλλεται, ἀλλὰ ἱκανοποιεῖται ὄχι ἁπλῶς μὲ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ μὲ τὴ θυσιαστική ἀγάπη Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι ὁ Λούθηρος δὲν μένει μόνο στὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ στὸ Σταυρό, ἀλλὰ ζωγραφίζει μὲ ἔντονα χρώματα τὴ διακινδύνευση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία κατ’ ἐξοχὴν φανερώνει τὴν ἀγάπη Του πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Πῶς ὅμως ἐννοεῖ τὴν διακινδύνευση τοῦ Χριστοῦ; Ἑρμηνεύοντας ὁ Λούθηρος τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ στὸν Σταυρὸ «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατὶ με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46) καταλήγει νὰ πεῖ: οἱ σταυρωτές του, ὅταν τοῦ ἔλεγαν μὲ σαρκασμό, ὅτι «πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, ρυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν· εἶπε γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμι υἱὸς» (Ματθ. 27,43) τοῦ ἔλεγαν μὲ ἄλλα λόγια ὅτι ἀνήκει στὴν κόλαση, ὅτι δὲν εἶναι ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἔχει αἰωνίως καταδικαστεῖ.  Τελικὰ κλόνισαν στὸν Χριστὸ τὴν πίστη στὸν Πατέρα. Καὶ γι’ αὐτὸ ἔκραζε παρομοίως μὲ ἕνα κλονισμένο τὸ «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατὶ με ἐγκατέλιπες;»[11]. Ὄχι μόνο στὰ μάτια τοῦ κόσμου καὶ τῶν μαθητῶν «ἀλλὰ καὶ στὰ ἴδια τὰ δικά του μάτια ὁ Χριστὸς εἶδε τὸν ἑαυτὸ ἀπολυμένο, ἐγκαταλελειμμένο ἀπὸ τὸν Θεό, αἰσθάνθηκε στὴν συνείδησή του καταραμένος ἀπὸ τὸν Θεό, στὸ βάσανο τῶν κολασμένων ποὺ αἰσθάνονται τὴν αἰώνια ὀργὴ τοῦ Θεοῦ …»[12]. Στὴ λουθηρανὴ δικαίωση ὑφίσταται πιὰ μόνο ἕνα ἔργο, ἐκεῖνο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος τὸ προσφέρει στὴ θέση ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Λουθήρου γιὰ τὸ solus Christus – μόνο ὁ Χριστὸς[13]. Στὴ δική του ἐκδοχὴ ὁ Χριστὸς δὲν ἀναλαμβάνει ἁπλῶς τὴν πληρωμὴ τῶν ποινῶν τῶν ἁμαρτιῶν ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ὁ ἴδιος κατεβαίνει στὸν πυθμένα τῆς κόλασης, γιὰ νὰ ἐπιτελέσει αὐτὴ τὴν πληρωμὴ μὲ ἀπόλυτη συνέπεια. Καὶ εἶναι ἀναγκαῖο αὐτὸ γιὰ τὸν Λούθηρο, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν καλεῖται νὰ προσφέρει κανένα ἔργο. Ὅλα πρέπει νὰ ἐπιτελοῦνται ἀπὸ τὸν Χριστό.

  Ἔτσι ἡ Ἀνάσταση, τόσο στὸν Παπισμὸ, ὅσο καὶ στὸν Προτεσταντισμὸ ὑποβαθμίζεται, σχεδὸν ἐξαφανίζεται. Γι’ αὐτὸ ἡ δυτικῆς ἔμπνευσης εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου παρουσιάζει τὸν Χριστὸ μὲ ἕνα λάβαρο νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν τάφο. Ἀπεικονίζει μία ἱστορικὴ στιγμὴ χωρὶς προεκτάσεις γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος[14]. Μάλιστα, ἐὰν ἀκριβολογοῦμε, οὔτε αὐτὴν τὴν ἱστορικὴ στιγμὴ ἀπεικονίζει σωστά. Διαστρέφει τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Τόσο στὴν Ἁγία Γραφὴ, ὅσο καὶ στὴν ὑμνολογία μας, ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ πιστὰ τὴν περιγραφὴ τῶν Ἁγίων Εὐαγγελίων, πουθενὰ δὲν γίνεται λόγος γιὰ κάποιον πού εἶδε τὸν Χριστὸ νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν τάφο. Ἀντίθετα ὑπογραμμίζεται σύμφωνα μὲ τὴν περιγραφὴ ποὺ δίνει τὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, ὅτι ὕστερα ἀπὸ μεγάλη σεισμικὴ δόνηση ἕνας ἄγγελος, κατεβαίνοντας ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀπομάκρυνε τὸν λίθο ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ τάφου, ὁ ὁποῖος ἦταν κενός.[15]  Ἔτσι καὶ ἡ ὑμνολογία ὑπογραμμίζει τὰ παράλληλα σημεῖα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου μὲ τὴ Γέννησή Του[16] καὶ τονίζει μ’ αὐτό ὅτι ἔγινε κεκλεισμένου τοῦ μνημείου, ὅτι κανεὶς δὲν ἀντιλήφθηκε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, οὔτε οἱ στρατιῶτες ποὺ φύλασσαν τὸν τάφο. Ἑπομένως ἡ δυτικὴ εἰκόνα τῆς Ἀνάστασης, ἡ ὁποία δυστυχῶς εἶναι εὐρέως διαδεδομένη καὶ στοὺς Ὀρθόδοξους, παρουσιάζοντας τὸν Χριστὸ νὰ ἐξέρχεται θριαμβευτικὰ ἀπὸ τὸν τάφο καὶ τοὺς στρατιῶτες πεσμένους κάτω ἀπὸ τὸν φόβο τους, εἶναι ἀφενὸς ἀνιστόρητη καὶ ἀφετέρου διαστρέφει θεολογικὰ τὴν ἱστορικὴ στιγμὴ αὐτοῦ τοῦ ὕψιστου γεγονότος τοῦ Χριστιανισμοῦ ποὺ ἔγινε μέσα σὲ ἀπόλυτη σιωπή. Ὡς ἱστορικὴ στιγμὴ ἡ δυτικὴ εἰκόνα τῆς ἀνάστασης ἐκφράζει ἁπλῶς μία συνέχεια χωρὶς οὐσιαστικὴ σημασία γιὰ τὴν σωτηρία. Ἐπιβεβαιώνει ὅτι ὁ Θεὸς ἀναίρεσε τὴν τιμωρία. Ὁ Λούθηρος ἐπὶ πλέον συνδέει μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς δικαίωσης τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴν ἁμαρτία. Διότι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος κατέβει σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψή του μέχρι τὸν πυθμένα τοῦ Ἅδη, προκειμένου νὰ πληρώσει γιὰ τὴν κάθε ἁμαρτία τοῦ κάθε πιστοῦ, μὲ τὴν Ἀνάστασή Του φανερώνει, ὅτι αὐτὸ ἔχει ὄντως ἐπιτελεστεῖ. Ταυτόχρονα ὅμως ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ παρέχει γιὰ τὸν Γερμανὸ μεταρρυθμιστὴ καὶ τὴν ἐγγύηση τῆς τελικῆς ἀφαίρεσης τῆς ἁμαρτίας. Τὸ ὑλικὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο ταυτίζεται μὲ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου διαλύεται στὸν τάφο καὶ κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία θὰ ἀντικατασταθεῖ μὲ νέο ἀναστημένο σῶμα[17].

Γ. β) Λύτρωσις εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν

  Σύμφωνα μὲ ὅσα ἐκθέσαμε παραπάνω γιὰ τὴ κατανόηση τῆς λύτρωσης στὴ δυτικὴ θεολογία θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρεῖται παρωδία ὁ λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι ὁ Χριστὸς στὸν Σταυρὸ «κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα» (Ματθ. 27,50), ὅπως ἐπίσης τὸ χωρίο τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου, ὅπου ὁ Χριστὸς «κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα» (Ἰω. 19,30). Καὶ οἱ δύο περιγραφὲς μᾶς δίνουν μὲ σαφήνεια τὸ ἑκούσιο τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου, τὸ μυστήριο τῆς κένωσης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὰ δύο γεγονότα ποὺ μᾶς λέει ἡ Ἁγία Γραφὴ προϋποθέτουν ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἔπαθε τὸ Θάνατο ἀλλὰ τὸν ἐνήργησε. Διότι εἶναι ἀδύνατο γιὰ ἕνα ἄνθρωπο στὸ Σταυρὸ νὰ φωνάξει δυνατὰ καὶ ἔπειτα νὰ πεθάνει. Στὸ σταυρὸ πεθαίνει κανεὶς ἀπὸ ἀσφυξία, ἀπὸ ἔλλειψη ὀξυγόνου, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ συμβαδίζει μὲ δυνατὴ φωνή. Ἐπίσης σὲ περίπτωση ὄρθιας στάσης τὸ κεφάλι πέφτει ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ θανάτου. Ἄρα ὁ Χριστὸς σύμφωνα καὶ μὲ τὶς δύο περιγραφὲς ἐνήργησε τὸ θάνατο. Ἄρα ὁ θάνατος τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ὄντως ὕψιστο μυστήριο. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ τὸν ἐκλαμβάνει καὶ ἡ ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας. Μερικὰ δείγματα μόνο ἀπὸ τὸν ἐπιτάφιο θρῆνο: «Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος…», «Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης Χριστέ …» κ.ἄ. Θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς, ὅτι τὸ μεγάλο θαῦμα ἐδῶ εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἀνάσταση ἐπακολουθεῖ ὡς φυσικὴ συνέπεια.

  Βλέπουμε τὸν Κύριο ποὺ ἕνωσε τὴν θεία Του φύση μὲ τὴν ἀνθρώπινη νὰ προσλαμβάνει, νὰ λαμβάνει ἐπὶ πλέον τὰ ἀδιάβλητα πάθη, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς πτώσης τῶν πρωτοπλάστων. Τὰ ἐνεργεῖ ὅποτε καὶ ὅπου κρίνει, δηλαδὴ μόνο μὲ τὴ θέλησή Του καὶ ὄχι ἀναγκαστικὰ ὁ Κύριος πεινοῦσε, διψοῦσε, κουραζόταν καὶ τελικὰ μόνο μὲ τὴ θέλησή Του, προκειμένου νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ ἔσχατο σημεῖο τῆς κατάπτωσής του, τὴν κατάσταση τοῦ θανάτου, ὁ Κύριος ἀπέθανε[18]. Συνεπῶς, ὅσα ἐκτίθενται ἀπὸ πλευρᾶς δυτικῆς θεολογίας, παπικῆς καὶ προστεσταντικῆς, περὶ ἀναγκαστικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐντελῶς ἀνεδαφικά.

  Ἡ Ὀρθοδοξία ἐπιμένει στὴν ὀντολογικὴ πλευρὰ τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Ὄντως ὁ Κύριος «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»[19], ἀνέλαβε βέβαια τίς ἁμαρτίες ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ταυτόχρονα θανάτωσε καὶ τὸ «σῶμα τῆς ἁμαρτίας»[20], «διὰ τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ»[21], τὴν ἔχθρα ποὺ οἱ ἄνθρωποι μὲ τὶς ἁμαρτίες τους εἶχαν δημιουργήσει πρὸς τὸν Θεὸ[22]. Τὰ λόγια ποὺ ἐκφωνεῖ θριαμβευτικὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος στὸν Κατηχητικό του Λόγο καὶ μαζί του τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας σὲ ὅλους τούς αἰῶνες τὴ νύκτα τῆς Ἀναστάσεως γιὰ τοὺς Παπικοὺς δὲν ἔχουν κανένα νόημα, ἀλλὰ μαρτυροῦν σύμφωνα μὲ τὰ δικά τους δεδομένα μία διαστρέβλωση τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἐκ μέρους τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Λόγος αὐτὸς φανερώνει τὸν θάνατο ὡς ἁπτὴ πραγματικότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, τὴν ὁποία καταργεῖ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν κάθοδο στὸν Ἅδη καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Περιγράφονται πέρα γιὰ πέρα ὑπαρξιακὲς καταστάσεις. Καταστρέφεται, καταλύεται, ἐξαφανίζεται ὁ θάνατος καὶ ὁ Ἅδης. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ ἠθικὲς κατηγορίες καὶ δικανικοὺς ὅρους. Δὲν ἀναιρεῖται ἁπλῶς μία τιμωρία. Κυριαρχεῖ ἀπόλυτα ἡ καινὴ διάσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσης ποὺ ἔχει ἀναδυθεῖ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ: «Ἀνέστη Χριστὸς καὶ ζωὴ πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστὸς καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπὶ μνήματος. Χριστὸς γὰρ ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο»[23].

  Στὴν Ὀρθοδοξία ἀμέσως μὲ τὴ ταφὴ τοῦ ἄχραντου σώματος τοῦ Κυρίου ἀρχίζει ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν θάνατο. Αὐτὸ φανερώνεται, τόσο μὲ τὴν ὑμνογραφία[24], ὅσο καὶ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως. Ἔτσι συμπυκνωμένα ὅλο τὸ νόημα τῆς Ἀναστάσεως μᾶς δίνεται μὲ τὸ βασικὸ χαρμόσυνο πασχαλινὸ ὕμνο τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, Θανάτῳ Θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος»[25]. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ἡ καθαρὰ δογματικὴ ὀρθόδοξη Εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἀπεικονίζει στὸ κέντρο τὸν Ἀναστημένο Χριστὸ μὲ ἀστραφτερὰ ἐνδύματα περιλουσμένο ἀπὸ φωτεινὴ δόξα. Γι’ αὐτὸ καί, ἐνῶ βασικὰ ἀπεικονίζει τὴν κάθοδο στὸν Ἅδη, δικαίως φέρει τὸν τίτλο ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ. Συμπλέκονται ἑπομένως τὰ δύο γεγονότα, ὅπως γίνεται ἀκριβῶς καὶ στὴν ὑμνογραφία, ἀλλὰ κυρίαρχος εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς Ἀνάστασης[26]. Σημαντικὸ εἶναι, στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ νὰ φαίνονται καθαρὰ τὰ σημάδια ἀπὸ τὰ καρφιά, ὥστε νὰ ἐπιβεβαιώνεται ἔτσι, ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τὸ ἕνα χέρι κρατάει τὸν Ἀδὰμ καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τὴν Εὔα, τοὺς γενάρχες τῆς ἀνθρωπότητας, καὶ τοὺς ἀνασηκώνει ἀπὸ τὰ μνήματα. Μαζί τους μέσα στὸ φῶς τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ ἀπεικονίζονται καὶ οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ στὸ σκοτάδι βρίσκονται οἱ «συντετριμμένες», δηλ. οἱ βγαλμένες ἀπὸ τὴ θέση τους πόρτες τοῦ Ἅδη. Καὶ κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς πόρτες, ποὺ εἶναι πεσμένες ἡ μία πάνω στὴν ἄλλη σὲ σχῆμα σταυροῦ, βρίσκεται ὁ καταπλακωμένος διάβολος, ὁ ὁποῖος ἁλυσοδεμένος ταυτίζεται μὲ τὸ θάνατο καὶ τὸν Ἅδη, ἀφοῦ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ θανάτου. Ὅπως διαπιστώνουμε, αὐτὴ ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως ἀποδίδει μὲ πιστότητα τὸ κεντρικὸ ἀναστάσιμο τροπάριο, τὸ «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, Θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος».

Ἐπίλογος: Δικαίωσις τῆς στάσεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

  Ὅλα αὐτὰ φανερώνουν τὴ διαμετρικὴ ἀντίθεση τῆς παπικῆς καὶ προτεσταντικῆς  Δύσεως καὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, τὸ ἀγεφύρωτο χάσμα ποὺ ἄνοιξε ἀνάμεσα στὶς δύο παραδόσεις. Πῶς, ἄλλωστε, νὰ συμβιβαστεῖ ἡ καθαρὰ ἀνθρωποκεντρικὴ παράδοση, ὁ φανταστικὸς θεὸς τῆς ἀνθρώπινης ἐπινόησης, στὸν ὁποῖο ἔχει καταλήξει ἡ «χριστιανικὴ» Δύση, μὲ τὴν θεανθρωποκεντρικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας; Καὶ ἐφόσον αὐτὴ εἶναι ἡ σημερινὴ πραγματικότητα, ἡ καθιέρωση ἑνὸς συνεορτασμοῦ ὄχι μόνο δὲν ἔχει τίποτε νὰ προσφέρει, ἀλλὰ ἀντίθετα κρύβει μεγάλους κινδύνους. Ἄρα δικαιώνονται πλήρως οἱ Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖοι Ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καθιέρωσαν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα μόνο γιὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι γιὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μαζὶ μὲ τοὺς αἱρετικούς.

Σημειώσεις:

[9] Στὴν ἐπίσημη «Κατήχηση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας» (Ἑλληνικὴ ἔκδοση ἀπὸ τὶς «Ἐκδόσεις Κάκτος – Libreria Editrice Vaticana», Ἀθήνα 1996.) πού ἐγκρίθηκε ἀπὸ τὸν Πάπα Ἰωάννη Παῦλο Β΄ στὶς 25 Ἰουνίου 1992 ὁρίζεται ἡ ἁμαρτία ὡς ἑξῆς: «Ἡ ἁμαρτία εἶναι σφάλμα κατὰ τῆς λογικῆς, τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς σωστῆς συνειδήσεως· εἶναι ἔλλειψη ἀληθινῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον, ἐξαιτίας μίας διεστραμμένης προσηλώσεως σὲ ὁρισμένα ἀγαθά». Στὴ συνέχεια ὑπάρχει μόνο μία ἀμυδρὴ ἀναφορὰ στὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου: «Τραυματίζει τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου καὶ προσβάλλει τὴν ἀνθρώπινη ἀλληλεγγύη» (ἄρ. 1849, σ. 569).

[10] Βλ. τὴν παρουσίαση τοῦ χριστιανικοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Σταύρωσης στὴν τέχνη στὸ https://de.wikipedia.org/wiki/Kreuz_(Christentum).

[11] Στὸ ἴδιο, σ. 44. Ὁ Vogelsang στηρίζει τὶς θέσεις αὐτὲς στὰ χωρία ἀπὸ τὴν ἔκδοση τῆς Βειμάρης: Martin Luthers Werke, ὅπ. παρ. τόμ. 2, σ. 692, καὶ τόμ. 5, σ. 618 καὶ 621.

[12] Erich Vogelsang, Der angefochtene Christus bei Luther, Berlin und Leipzig 1932, σ. 45. Στηρίζεται στὰ χωρία ἀπὸ τὴν ἔκδοση τῆς Βειμάρης: Martin Luthers Werke, ὅπ. παρ. τόμ. 5, σ. 603 καὶ 605.

[13] Γιὰ τὸ solus Christus βλ. καὶ Jin Ho Kwon, Christus pro nobis. Eine Untersuchung zu Luthers Passions- und Osterpredigten bis zum Jahr 1530, Berlin 2008, σ. 164-166.

[14] Χαρακτηριστικὰ ὁ Ἰω.-Χαρ. Βράνος ἐπισημαίνει σχετικὰ τὸ ἑξῆς: «Ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἢ καλύτερα ἡ θρησκευτικὴ αὐτὴ ζωγραφιὰ ἀπεικονίζει μία ἱστορικὴ στιγμή. Δὲν ἀγκαλιάζει τὸ νόημα τῆς Ἀνάστασης στὸ σύνολό της, σὰν Ἀνάσταση τῆς ἀνθρωπότητας» (Θεωρία ἁγιογραφίας, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 225).

[15] «Καὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας· ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ προσελθών ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ» (Ματθ. 28, 2).

[16] «Φυλάξας τὰ σήμαντρα σῷα Χριστέ, ἐξηγέρθης τοῦ τάφου, ὁ τὰς κλεῖς τῆς Παρθένου μὴ λυμηνάμενος ἐν τῷ τόκῳ σου, καὶ ἀνέωξας ἡμῖν, Παραδείσου τὰς πύλας.»

[17] gutenberg.spiegel.de

[18] Βλ. σχετικὰ τὴν ἐξαιρετικὴ μελέτη τοῦ μακαριστοῦ π. Βασιλείου Ε. Βολουδάκη, Ὁ Χριστὸς “Ἀνθρώπων ἐπέκεινα”, Ἀθήνα 1990.

[19] Ἰω. 1, 29.

[20] Ρωμ. 6, 6.

[21] Ἐφ. 2, 16.

[22] Τονίζει ὁ ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος στὸν Ε΄ λόγο του «Εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους»: «Ὁ θάνατος αὐτοῦ, φησί, τὴν ἔχθραν ἀπέκτεινεν, ἔτρωσε καὶ ἀπώλεσεν, οὐχ ἑτέρῳ ἐπιτάξας, οὐδ’ ἐνεργήσας μόνον, ἀλλὰ καὶ παθῶν. Οὐκ εἶπε, Λύσας, οὐκ εἶπεν, Ἀνελών, ἀλλ’, ὃ πάντων σφοδρότερον ἦν, Ἀποκτείνας, ὥστε μηκέτι αὐτὴν ἀναστῆναι.» Δηλ.: «Ὁ θάνατός του, λέγει, ἐθανάτωσε τὴν ἔχθραν, τὴν ἐπλήγωσε θανασίμως καὶ τὴν ἠφάνισεν, ὄχι μὲ τὸ νὰ προστάξη ἄλλον, οὔτε μὲ τὸ νὰ ἐνεργήση μόνον, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νὰ πάθη. Δὲν εἶπε, τὴν κατέλυσεν, οὔτε εἶπε, τὴν κατήργησεν, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι πιὸ σφοδρὸ ἀπὸ ὅλα, τὴν ἐθανάτωσεν, ὥστε ποτὲ νὰ μὴ ἀναστηθῆ αὐτὴ» (MIGNE, Patrologia Graeca 62,40).

[23] Ἀναφερόμενος ὁ Ἅγιος στὴ νέκρωση τοῦ θανάτου διασαλπίζει:  «Ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς τοῦ Σωτῆρος ὁ θάνατος. Ἔσβεσεν αὐτόν, ὁ ὑπ’ αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐσκύλευσε τὸν ἅδην ὁ κατελθών εἰς τὸν ἅδην. Ἐπίκρανεν αὐτόν, γευσάμενον τῆς σαρκὸς αὐτοῦ», γιὰ νὰ συνεχίσει λίγο παρακάτω: Ὁ Ἅδης «ἐπικράνθη. Καὶ γὰρ κατηργήθη … ἐνεπαίχθη … ἐνεκρώθη … καθῃρέθη … ἐδεσμεύθη. Ἔλαβε σῶμα, καὶ Θεῷ περιέτυχεν. Ἔλαβε γῆν, καὶ συνήντησεν οὐρανῷ. Ἔλαβεν ὅπερ ἔβλεπε καὶ πέπτωκεν ὅθεν οὐκ ἔβλεπε. Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; Ποῦ σου, ἅδη, τὸ νεῖκος; …» (MIGNE, Patrologia Graeca 59, 721-724).

[24] Γιὰ τὸν τάφο τοῦ Κυρίου καταθέτει ἡ πασχάλιος ἡμερονύκτιος ἀκολουθία: «Ὡς ζωηφόρος, ὡς παραδείσου ὡραιότερος ὄντως, καὶ παστάδος πάσης βασιλικῆς (δηλ. ἀπὸ κάθε βασιλικὸ παλάτι) ἀναδέδεικται λαμπρότερος, Χριστέ, ὁ τάφος σου, ἡ πηγὴ τῆς ἡμῶν Ἀναστάσεως».

[25] ἀναλύεται ἔπειτα ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ὑμνολογία. Αὐτὴ π.χ. μᾶς τονίζει: «Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ Ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν Ἅδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος …», ἢ «Κατῆλθες ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς καὶ συνέτριψας μοχλοὺς αἰωνίους, κατόχους πεπεδημένων, Χριστέ, καὶ τριήμερος ὡς ἐκ κήτους Ἰωνᾶ ἐξανέστης τοῦ τάφου». Μᾶς ἐκθέτει ἡ ὑμνολογία σὲ βάθος τὸν θρίαμβο τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ θανάτου, μᾶς εἰσάγει σὲ μία ἀξεπέραστη χαρά: «Ἀναστάσεως ἡμέρα, λαμπρυνθῶμεν λαοί, Πάσχα, Κυρίου Πάσχα, ἐκ γὰρ θανάτου πρὸς ζωὴν καὶ ἐκ γῆς πρὸς οὐρανὸν Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμᾶς διεβίβασεν, ἐπινήκιον ἄδοντες».

[26] Εἶναι προφανές, ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία διακρίνει σαφῶς τὰ δύο γεγονότα, ὅτι ὁ Χριστὸς κατέβηκε μὲ τὴν ἑνωμένη μὲ τὴ θεότητα ψυχὴ στὸν Ἅδη, ἐνῶ τὸ σῶμα Του, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἑνωμένο μὲ τὴ θεότητα, παρέμεινε στὸν τάφο. Τὸ ὑπογραμμίζει περίτρανα ἡ ὑμνογραφία (Βλ. ἐνδεικτικὰ ἀπὸ τὴν πασχάλιο ἡμερονύκτιο ἀκολουθία τὸν ὕμνο: «Ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν ἅδου δὲ μετὰ ψυχῆς, ὡς Θεός, ἐν παραδείσῳ δὲ μετὰ ληστοῦ, καὶ ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες, Χριστέ, μετὰ Πατρὸς καὶ Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὁ ἀπερίγραπτος»), τὰ συγγράμματα  τῶν Ἁγίων Πατέρων (βλ. λ.χ. τὸν Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου), ἀλλὰ καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου: «ὅτι καὶ Χριστός …, θανατωθείς μὲν σαρκί, ζωοποιηθείς δὲ πνεύματι· ἐν ᾧ καὶ τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθείς ἐκήρυξεν, ἀπειθήσασι πότε, ὅτε ἀπεξεδέχετο ἡ τοῦ Θεοῦ μακροθυμία ἐν ἡμέραις Νῶε κατασκευαζομένης κιβωτοῦ, εἰς ἥν ὀλίγαι, τουτ’ ἔστιν ὀκτὼ ψυχαί, διεσώθησαν δι’ ὕδατος» (Α΄ Πέτρ. 3, 18-20). Μὲ τὸ χωρίο αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος σαφέστατα κηρύττει τὴν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ψυχὴ στὸν Ἅδη καὶ τὸν εὐαγγελισμὸ ἐκεῖ τῶν ψυχῶν τῶν κεκοιμημένων.

orthros.eu

 

Ὁ κοινὸς ἑορτασμὸς προϋποθέτει κοινήν πίστιν! Ὑφίσταται; – 1ον

  Next Article

Σύγχρονοι Λειτουργίαι τοῦ Ἁγ. Ἰακώβου – 1ον