ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Β΄ Τιμ. β΄ 11-19
11 Πιστὸς ὁ λόγος· εἰ γὰρ συναπεθάνομεν, καὶ συζήσομεν· 12 εἰ ὑπομένομεν, καὶ συμβασιλεύσομεν· εἰ ἀρνούμεθα, κἀκεῖνος ἀρνήσεται ἡμᾶς· 13 εἰ ἀπιστοῦμεν, ἐκεῖνος πιστὸς μένει· ἀρνήσασθαι ἑαυτὸν οὐ δύναται. 14 Ταῦτα ὑπομίμνησκε, διαμαρτυρόμενος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μὴ λογομαχεῖν εἰς οὐδὲν χρήσιμον, ἐπὶ καταστροφῇ τῶν ἀκουόντων. 15 σπούδασον σεαυτὸν δόκιμον παραστῆσαι τῷ Θεῷ, ἐργάτην ἀνεπαίσχυντον, ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. 16 τὰς δὲ βεβήλους κενοφωνίας περιΐστασο· ἐπὶ πλεῖον γὰρ προκόψουσιν ἀσεβείας, 17 καὶ ὁ λόγος αὐτῶν ὡς γάγγραινα νομὴν ἕξει· ὧν ἐστιν Ὑμέναιος καὶ Φιλητός, 18 οἵτινες περὶ τὴν ἀλήθειαν ἠστόχησαν, λέγοντες τὴν ἀνάστασιν ἤδη γεγονέναι, καὶ ἀνατρέπουσι τήν τινων πίστιν. 19 ὁ μέντοι στερεὸς θεμέλιος τοῦ Θεοῦ ἕστηκεν, ἔχων τὴν σφραγῖδα ταύτην· ἔγνω Κύριος τοὺς ὄντας αὐτοῦ· καὶ ἀποστήτω ἀπὸ ἀδικίας πᾶς ὁ ὀνομάζων τὸ ὄνομα Κυρίου.
Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ
11 Τὸ ὅτι δὲ οἱ πιστοὶ θὰ ἀπολαύσουν αἰώνιον καὶ ἔνδοξον σωτηρίαν, εἶναι λόγος ἀξιόπιστος. Διότι, ἐὰν ἀπεθάναμεν μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν διὰ τοῦ βαπτίσματος καὶ διὰ τῶν θλίψεων, ποὺ ὑποφέρομεν δι’ αὐτόν, μαζί του καὶ θὰ ζήσωμεν εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν. 12 Ἐὰν δεικνύωμεν ὑπομονήν, τότε καὶ θὰ βασιλεύσωμεν μαζὶ μὲ αὐτόν. Ἐὰν τὸν ἀρνούμεθα, καὶ ἐκεῖνος θὰ μᾶς ἀρνηθῇ. 13 Ἐὰν ἡμεῖς δεικνύωμεν ἀπιστίαν, ἐκεῖνος μένει πιστὸς εἰς ὅσα ὑπόσχεται. Δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀρνηθῇ τὸν ἑαυτόν του καὶ νὰ ἀθετήσῃ τοὺς λόγους του. 14 Ταῦτα ὑπενθύμιζε εἰς τοὺς πιστοὺς καὶ ἐξόρκιζέ τους ἐνώπιον τοῦ Κυρίου νὰ μὴ λογομαχοῦν, πρᾶγμα ποὺ δὲν ὠφελεῖ εἰς τίποτε, ἀλλὰ φέρει καταστροφὴν εἰς τοὺς ἀκούοντας. 15 Προσπάθησε νὰ παραστήσῃς τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὸν Θεόν δοκιμασμένον καὶ τέλειον ἐργάτην, ποὺ δὲν τὸν ἐντροπιάζει τὸ καλοφτιαγμένον ἔργον του, καὶ διδάσκει ὀρθῶς τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. 16 Ἀπόφευγε δὲ τοὺς λόγους, ποὺ εἶναι φωνὲς ἀδειανὲς ἀπὸ οὐσιαστικὸν περιεχόμενον καὶ βεβηλώνουν τὴν ἁπλότητα τῆς ἀληθείας. Διότι αὐτοί, ποὺ κηρύττουν καὶ ἀκολουθοῦν τοὺς λόγους αὐτούς, θὰ προχωρήσουν εἰς μεγαλύτερον βαθμὸν ἀσεβείας. 17 Καὶ ἡ διδασκαλία των θὰ ἐξαπλωθῇ σὰν γάγγραινα. Δύο δὲ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ψευδοδιδασκάλους εἶναι ὁ Ὑμέναιος καὶ ὁ Φιλητός, 18 οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν ἔξω ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν λέγοντες, ὅτι ἔχει γίνει πλέον ἡ ἀνάστασις, καὶ ἀνατρέπουν τὴν πίστιν μερικῶν. 19 Ὁ στερεὸς ὅμως θεμέλιος, τὸν ὁποῖον ἐστηριξεν ὁ Θεός, ἡ Ἐκκλησία δηλαδή, ποὺ κρατεῖ τὴν θείαν ἀλήθειαν, στέκει ἀκλόνητος καὶ ἔχει αὐτὴν τὴν σφραγῖδα καὶ ἐπιγραφήν· Ἐγνώρισεν ὁ Κύριος ἐκείνους, ποὺ εἶναι ἰδικοί του· καί· Ἂς ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ ἀδικίαν καθένας, ποὺ ὀνομάζει καὶ ὁμολογεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Λκ. ιη΄ 2-8
2 Λέγων· κριτής τις ἦν ἔν τινι πόλει τὸν Θεὸν μὴ φοβούμενος καὶ ἄνθρωπον μὴ ἐντρεπόμενος. 3 χήρα δὲ ἦν ἐν τῇ πόλει ἐκείνῃ, καὶ ἤρχετο πρὸς αὐτὸν λέγουσα· ἐκδίκησόν με ἀπὸ τοῦ ἀντιδίκου μου. 4 καὶ οὐκ ἠθέλησεν ἐπὶ χρόνον· μετὰ δὲ ταῦτα εἶπεν ἐν ἑαυτῷ· εἰ καὶ τὸν Θεὸν οὐ φοβοῦμαι καὶ ἄνθρωπον οὐκ ἐντρέπομαι, 5 διά γε τὸ παρέχειν μοι κόπον τὴν χήραν ταύτην ἐκδικήσω αὐτήν, ἵνα μὴ εἰς τέλος ἐρχομένη ὑποπιάζῃ με. 6 εἶπε δὲ ὁ Κύριος· ἀκούσατε τί ὁ κριτὴς τῆς ἀδικίας λέγει· 7 ὁ δὲ Θεὸς οὐ μὴ ποιήσῃ τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ τῶν βοώντων πρὸς αὐτὸν ἡμέρας καὶ νυκτός, καὶ μακροθυμῶν ἐπ᾿ αὐτοῖς; 8 λέγω ὑμῖν ὅτι ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν αὐτῶν ἐν τάχει. πλὴν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;
Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ
2 Καὶ τοὺς εἶπε· Ἦτο κάποιος δικαστὴς εἰς μίαν πόλιν, ποὺ δὲν ἐφοβεῖτο τὸν Θεόν, ἀλλ’ οὔτε ἐντρέπετο καὶ κανένα ἄνθρωπον. 3 Ἦτο δὲ εἰς τὴν πόλιν ἐκείνην μία χήρα, καὶ ἤρχετο εἰς αὐτὸν καὶ τοῦ ἔλεγε· Κάμε δικαίαν κρίσιν καὶ προστάτευσέ με ἀπὸ αὐτόν, μὲ τὸν ὁποῖον εὑρίσκομαι εἰς δίκην, διότι μὲ ἀδικεῖ. 4 Καὶ δὲν ἤθελεν ἐπὶ ἀρκετὸν χρόνον ὁ δικαστὴς νὰ ἀποδώσῃ τὸ δίκαιον εἰς τὴν χήραν. Μετὰ ταῦτα ὅμως, ἐπειδὴ ἐπέμενεν ἡ χήρα, εἶπε μέσα του· Ἂν καὶ δὲν φοβοῦμαι τὸν Θεὸν καὶ δεν ἐντρέπομαι κανένα ἄνθρωπον, 5 ὅμως μόνον καὶ μόνον ἐπειδὴ μοῦ παρέχει ἐνόχλησιν ἡ χήρα αὐτή, θὰ τῆς ἀποδώσω τὸ δίκαιον, διὰ νὰ μὴ μὲ ἐνοχλῇ καὶ μὲ πιέζῃ μὲ τὸ νὰ ἔρχεται ἑξακολουθητικῶς ἕως ὅτου λάβῃ τέλος ἡ ὑπόθεσίς της. 6 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος· Ἀκούσατε καὶ προσέξατε καλῶς, τί λέγε ὁ κριτὴς ὁ ἄδικος. 7 Αἳ λοιπόν, ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἀποδώσῃ τὸ δίκαιον καὶ δὲν θὰ κάμῃ τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν του, ποὺ διὰ τῶν προσευχῶν των φωνάζουν εἰς αὐτὸν ἡμέραν καὶ νύκτα καὶ ἀναβάλλει διὰ τὸ καλόν τους νὰ κάμῃ τὴν κρίσιν; 8 Σᾶς διαβεβαιῶ, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ κάμῃ γρήγορα τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν του καὶ θὰ τιμωρήσῃ ἐκείνους, ποὺ τοὺς ἀδικοῦν. Ἀλλ’ ὅμως ὅταν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου διὰ νὰ κάμῃ κρίσιν καὶ νὰ ἀποδώσῃ δικαιοσύνην, θὰ εὕρῃ ἄραγε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνθρώπους, ποὺ νὰ ἔχουν τὴν ἐπίμονον καὶ ἀκατάβλητον αὐτὴν πίστιν, ὥστε νὰ μὴ ἀποκάμνουν προσευχόμενοι;

ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ
Στίς 8 Φεβρουαρίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὸν ἅγιο μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο τὸν Στρατηλάτη. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ρωμαίου Αὐγούστου Λικινίου 320 μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὰ Εὐχάϊτα τῆς Γαλατίας, ἀλλὰ ζοῦσε στὴν Ἡράκλεια τῆς Μαύρης θάλασσας. Εἶχε ἰδιαίτερο κάλλος τόσο στὴν ψυχὴ ὅσο καὶ στὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ ὁ λόγος του ἦταν ἰδιαίτερα δυνατός. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ Λικίνιος ἔστειλε ἀνθρώπους στὴν Ἡράκλεια νὰ τὸν φέρουν στὴν Νικομήδεια, ὅπου ἔμενε, γιὰ νὰ συνομιλήσουν παρ᾽ ὅτι γνώριζε ὅτι ἦταν χριστιανός. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἐμήνυσε στοὺς ἀπεσταλμένους ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Λικίνιος θὰ ἔπρεπε νὰ πάη στὴν Ἡράκλεια, φέρνοντας μαζί του καὶ τοὺς ψεύτικους θεούς του. Ὁ Λικίνιος ὅταν ἔφτασε στὴν πόλη διέταξε τὸν ἅγιο Θεόδωρο νὰ θυσιάση στὰ εἴδωλα. Ὁ ἅγιος ὅμως ζήτησε νὰ τοὺς πάρη κατ᾽ ἀρχὰς στὸ σπίτι του νὰ τοὺς λατρεύση. Παίρνοντάς τους ἀφοῦ τοὺς κομμάτιασε ἐμοίρασε τὸν χρυσὸ καὶ τὸ ἀσήμι στοὺς πτωχούς. Ἔτσι ὅταν τὴν ἑπόμενη μέρα εἶδαν τὴν κεφαλὴ τοῦ εἰδώλου τῆς θεᾶς Ἀρτέμιδας νὰ τὴν κρατάη κάποιος πτωχὸς ὁδήγησαν τόν ἅγιο Θεόδωρο σὲ φοβερὰ βασανιστήρια. Ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν καὶ ἀπὸ τὰ τέσσερα ἄκρα τοῦ σώματος τὸν κτύπησαν ἀνελέητα σὲ ὅλο τὸ σῶμα του μὲ νεῦρα βοδιοῦ, ἐνῶ τόν λαιμό του μὲ μολυβδένιες σφαῖρες. Ὕστερα ἔτριψαν τὶς πληγὲς μὲ σπασμένα κεραμίδια καὶ τὸν ἔβαλαν στὴν φυλακή. Ὅταν τὸν ἔβγαλαν, ἐκάρφωσαν σὲ ἕνα σταυρὸ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του καὶ τοῦ ἐπέρασαν ἀπὸ τὸ κρυφὸ μέρος τοῦ σώματός του ἕως τὰ ἐντόσθια μία περόνη, τοξεύοντάς τον ταυτόχρονα μὲ βέλη. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ὅμως ἐκράτησε στὴν ζωὴ τὸν ἅγιο Θεόδωρο παρ᾽ ὅλα τὰ φρικτὰ βασανιστήρια. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ μεγάλος ἀριθμὸς εἰδωλολατρῶν ἐπίστευσε. Βλέποντας ὁ Λικίνιος τὴν δύναμη καὶ τὴν πίστη τοῦ ἁγίου Θεοδώρου διέταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν καὶ ἔτσι ἔλαβε ὁ μακάριος τὸ ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Στρατολογίᾳ ἀληθεῖ Ἀθλοφόρε, τοῦ οὐρανίου στρατηγὸς βασιλέως, περικαλλὴς γεγένησαι Θεόδωρε· ὅπλοις γὰρ τῆς πίστεως, παρετάξω ἐμφρόνως, καὶ κατεξωλόθρευσας, τῶν δαιμόνων τὰ στίφη, καὶ νικηφόρος ὤφθης ἀθλητής· ὅθεν σὲ πίστει ἀεὶ μακαρίζαμεν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Μαρτύρων ἡ καλλονή, καί τῆς Ἐκκλησίας, ἀπροσμάχητος βοηθός· χαίροις δωρημάτων, θησαύρισμα τῶν θείων, Θεόδωρε τρισμάκαρ ἡμῶν ἀντίληψις.




