Τοῦ κ. Γεωργίου Κούβελα
3ον
Ἡ Ὑποθήκη ποὺ μᾶς ἄφησαν οἱ ἐπαναστατημένοι Ἕλληνες, ὅταν θέσπισαν στὸ Σύνταγμα τῆς Τροιζήνας, τὸ περίφημο Ἄρθρο γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴ Γλώσσα: «Ἂν καὶ ὅλας τὰς θρησκείας καὶ γλώσσας δέχεται ἡ Ἑλλάς, καὶ τὰς τελετὰς καὶ τὴν χρῆσιν αὐτῶν κατ᾽ οὐδένα τρόπον δὲν ἐμποδίζει, τὴν Ἀνατολικὴν ὅμως τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν καὶ τὴν σημερινὴν γλῶσσαν μόνας ἀναγνωρίζει ὡς ἐπικρατούσας θρησκείαν καὶ γλῶσσαν τῆς Ἑλλάδος».
Ἡ Ὑποθήκη – Ἱκεσία πρὸς τὴν Θεοτόκο τοῦ Ἠλία Μηνιάτη, ὁ ὁποῖος µὲ δάκρυα στὰ µάτια τὴν 25η Μαρτίου 1688 Τὴν παρακαλεῖ νὰ δεῖ τὰ δάκρυα τῶν Πιστῶν, νὰ ἀκούσει τὶς φωνές τους καὶ νὰ χαρίσει στὸ ἀγωνιζόµενο Ἔθνος τῶν Ἑλλήνων τὴν Ἀπολύτρωση: «…Καὶ ἂν ἐτοῦται αἱ φωναὶ δὲν Σὲ παρακινοῦσιν εἰς σπλάγχνος, ἂς Σὲ παρακινήσωσιν ἐτοῦτα τὰ πικρὰ δάκρυα, ὁποὺ µᾶς πέφτουν ἀπὸ τὰ ὄµµατα. Ἀλλ᾽ ἀνίσως καὶ ἐτοῦτα δὲν φθάνουσιν, ἂς Σὲ παρακινήσωσιν αἱ φωναὶ καὶ αἱ παρακλήσεις τῶν Ἁγίων σου, ὁποὺ ἀκαταπαύστως φωνάζουσιν ἀπὸ ὅλα τὰ µέρη τῆς τρισαθλίου Ἑλλάδος. Φωνάζει ὁ Ἀνδρέας ἀπὸ τὴν Κρήτην. Φωνάζει ὁ Σπυρίδων ἀπὸ τὴν Κύπρον. Φωνάζει ὁ Ἰγνάτιος ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν. Φωνάζει ὁ Διονύσιος ἀπὸ τὰς Ἀθήνας. Φωνάζει ὁ Πολύκαρπος ἀπὸ τὴν Σµύρνην. Φωνάζει ἡ Αἰκατερίνη ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν. Φωνάζει ὁ Χρυσόστοµος ἀπὸ τὴν Βασιλεύουσαν πόλιν καὶ δείχνοντάς Σου τὴν σκληροτάτην τυραννίδα τῶν ἀθέων Ἀγαρηνῶν, ἐλπίζουσιν ἀπὸ τὴν ἄκραν Σου εὐσπλαγχνίαν τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους τὴν Ἀπολύτρωσιν…»!
Ἡ Ὑποθήκη τοῦ Μεγαλοεθνομάρτυρα Ἀθανασίου Διάκου, ποὺ εἶπε στὸν Τύραννο τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου του: «Πᾶτε κι ἐσεῖς κι ἡ πίστη σας μουρτάτες νὰ χαθῆτε. Ἐγὼ Γραικὸς γεννήθηκα, Γραικὸς θὲ ν᾽ ἀποθάνω».
Ἡ Ὑποθήκη ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός. Τὴν περιγράφει μὲ θαυμαστὸ τρόπο ὁ ἐθνικὸς ποιητὴς τῆς Κύπρου Βασίλης Μιχαηλίδης στὸ ἐπικὸ ποίημά του μὲ τίτλο 9η Ἰουλίου 1821, ὅπου περιγράφει καὶ τὸ διάλογο τοῦ Τυράννου μὲ τὸ θρυλικὸ Ἀρχιεπίσκοπο Κυπριανό:
«Ἔχω στὸ νοῦ μου Πίσκοπε, νὰ σφάξω, νὰ κρεμμάσω.
Κι ἂν ἠμπορῶ που τοὺς Ρωμιοὺς τὴν Κύπρο νὰ παστρέψω
κι ἀκόμα ἂν ἠμπόρεια τὸν κόσμο νὰ γυρίσω,
ἔθεν νὰ σφάξω τοὺς Ρωμιοὺς ψυχιὴν νὰ μὲν ἀφήσω».
Καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἐθνομάρτυρα Κυπριανοῦ:
«Σφάξε μας οὕλους κι ἂς γενῆ τὸ γαῖμα μας αὐλάκιν, | κάμε τὸν κόσμο μακελειὸν καὶ τοὺς Ρωμιοὺς τραούλλια | ἅμμα ξέρε πὼς ἴλαντρον ὄντας κοπῆ καβάκιν | τριγύρου του πετάσσονται τριακόσια παραπούλια»!
Καὶ ὁ Κυπριανὸς κατέληξε:
«Ἡ Ρωµιοσύνη ἐν φυλὴ συνότζιαιρη τοῦ κόσµου| κανένας δὲν εὑρέθηκε γιὰ νὰ τὴν ἰξιλίψει| γιατὶ σσιέπει την που τάψη ὁ Θεός µου| ἡ Ρωµιοσύνη ἐννὰ χαθεῖ, ὄντας ὁ κόσµος λείψει»!
Ἡ Ὑποθήκη ποὺ μᾶς ἄφησαν οἱ Ἐπαναστατημένες Ἑλληνίδες, ἀπαντώντας στὴν ἀπορία τῶν ξένων, γιατί ἀγωνιστήκατε καὶ θυσιαστήκατε: «Ὁ τοῦ Χριστοῦ Ἔρως καὶ ἡ πρὸς τὴν Πατρίδα Ἀγάπη μᾶς ὁδήγησαν Ἀπόφασιν νὰ λάβημεν νὰ ζήσωμεν Χριστιανοὶ Ἐλεύθεροι, εἰδεμὴ νὰ χαθῶμεν»! Καὶ ὅταν ρωτοῦσαν τὴν ἀνώνυμη, γιατί δὲν παίρνεις Τοῦρκο γιὰ ἄντρα νὰ σ᾽ ἀρματώσει στὸ φλουρὶ καὶ στὸ μαργαριτάρι, ἀπαντοῦσε: «Κάλλιο νὰ ἰδῶ τὸ αἷμα μου τὴ γῆς νὰ κοκκινίσει, παρὰ νὰ ἰδῶ τὰ μάτια μου Τοῦρκος νὰ τὰ φιλήσει»!
Ἡ Ὑποθήκη ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ Σπυρίδων Τρικούπης, μιλώντας τὴν 3η Ὀκτωβρίου 1864 στὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων ἀποτίοντας καὶ αὐτὸς –ἐκ µέρους τῆς Ἐθνικῆς Ἀντιπροσωπίας– φόρο τιµῆς στὶς θυσίες τῶν Ἑλλήνων καὶ στὸ Μαρτύριο τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε´: «Ἀπατῶνται κύριοι, µεγάλην ἀπάτην, ὅσοι νοµίζουσι, ὅτι ἐν τῷ Συντάγµατι τῆς 3ης Σεπτεµβρίου ἐγράφη τὸ πρῶτον ἡ Ἀνεξαρτησία. Ἡ Ἀνεξαρτησία ἐγράφη τὸ 1821. Καὶ θέλετε νὰ σᾶς εἴπω ποίαν ἡµέραν; Ἐγράφη κατὰ τὴν ἡµέραν, καθ᾽ ἣν ὁ µέγας Ποιµενάρχης τῶν Ὀρθοδόξων Λαῶν, ἐξερχόµενος ἀπὸ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἐκρεµάσθη ἁγιάζων καὶ ἁγιαζόµενος καὶ τρώγων ἀκόµη τὸν Ἅγιον Ἄρτον καὶ πίνων ἀκόµη τὸ Ἅγιον Αἷµα τοῦ Κυρίου. Ἐκείνη τὴν ἡµέρα ἐγράφη τὸ δόγµα τῆς Ἀνεξαρτησίας. Καὶ θέλετε νὰ σᾶς πῶ ποῦ ἐγράφη; Ἐν ταῖς καρδίαις µας. Καὶ διὰ ποίας ὕλης ἐγράφη; Διὰ τοῦ αἵµατος τοῦ Γρηγορίου. Τοιαύτη γραφή, κύριοι, εἶναι ἀδύνατον ποτέ νὰ ἐξαλειφθεῖ»!
Ἡ Ὑποθήκη τοῦ Κυριάκου Μάτση. Εἶναι ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ὁ Ἥρωας στὸν Χάρτινγκ, ὅταν τὸν πίεζε νὰ τοῦ δώσει χρήματα, παράσημα καὶ δῶρα, γιὰ νὰ προδώσει τὸ Διγενῆ καὶ τὴν Ε.Ο.Κ.Α.: «Οὐ περὶ χρημάτων τὸν ἀγῶνα ποιούμεθα κ. Χάρτινγκ, ἀλλὰ περὶ Ἀρετῆς»! Ναί, κύριοι τῆς Εὐρώπης, ναί, κύριοι τῆς Ἀμερικῆς, ναί, κύριοι τῆς Ρωσίας, στὴ σημερινὴ κρίση ποὺ σᾶς μαστίζει καὶ ποὺ μᾶς μαστίζει, ἐμεῖς «οὐ περὶ χρημάτων τὸν ἀγῶνα ποιούμεθα, ἀλλὰ περὶ Ἀρετῆς»!
Ἡ Ὑποθήκη – Διάγγελμα τοῦ Τάσου Παπαδόπουλου ποὺ ἀπηύθυνε πρὸς ὅλους ἐκείνους τοὺς ἀνθέλληνες καὶ τοὺς Ἕλληνες ποὺ μᾶς πίεζαν νὰ δεχθοῦμε τὸ Σχέδιο – Πλεκτάνη Ἀνάν: «… Δὲν μπορῶ νὰ ἀποδεχθῶ καὶ νὰ ὑπογράψω τὸ Σχέδιο Ἀνάν, ὅπως, τελικά, διαμορφώθηκε. Παρέλαβα Κράτος διεθνῶς ἀναγνωρισμένο. Δὲν θὰ παραδώσω «Κοινότητα» χωρὶς δικαίωμα λόγου διεθνῶς καὶ σὲ ἀναζήτηση κηδεμόνα. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἔναντι κενῶν, παραπλανητικῶν, δῆθεν, προσδοκιῶν. Ἔναντι τῆς ἀνεδαφικῆς ψευδαίσθησης ὅτι ἡ Τουρκία θά τηρήσει τίς δεσμεύσεις της». Ἀκοῦστε τώρα κι ἕνα παρασκήνιο: Ὁ Τάσος Παπαδόπουλος πιέζετο νὰ πεῖ Ναί. Ἄλλωστε μὲ τὸ Ναὶ ἦσαν ὁ τότε πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδας, ἡ τότε Ἀντιπολίτευση τῆς Ἑλλάδας καὶ βέβαια ὅλοι οἱ ξένοι. Ὅμως ὁ Παπαδόπουλος δὲν ὑπέκυψε: Προσευχήθηκε, ζήτησε τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔκλαψε, καὶ εἶπε τελικὰ Ὄχι! Εἶναι τὸ Ὄχι τῶν Ἑλλήνων ποὺ λέμε στοὺς ξένους, ἀλλὰ καὶ στοὺς νενοθευμένους Ἕλληνες, ὅταν μᾶς πιέζουν.
Καὶ τελειώνουμε μὲ τὴν Ὑποθήκη μιᾶς μεγάλης Ἑλληνίδας. Γι᾽ αὐτὴ τὴν Ὑποθήκη θὰ σᾶς μιλήσω στὸ τέλος. Τώρα σᾶς παρακαλῶ νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε μὲ δυὸ λόγια νὰ σᾶς πῶ ἐπιγραμματικὰ τί ἐπισημαίνω στὰ τρία πονήματά μου:
Στὸ Πόνημά μου Γεννήθηκα στὴν Κύπρο τὴν 1η τ᾽ Ἀπρίλη 1955 ἐπισημαίνω τοὺς ἀγῶνες μας γιὰ τὴν Ἐθνικὴ Δικαίωση τῆς Μαρτυρικῆς Κύπρου. Γιὰ νὰ γίνει ἐπιτέλους ἡ Κύπρος Μία, Ἑνιαία, Κυρίαρχη, Ἐλεύθερη καὶ Περήφανη.
Τὸ πόνημά μου Ἡ Μαρτυρικὴ Ρωμιοσύνη τὸ ἀφιερώνω στοὺς ὅπου Γῆς μαχητὲς τῆς Λευτεριᾶς, Ἕλληνες καὶ Φιλέλληνες, ποὺ ἀγωνίστηκαν, ἀγωνίζονται καὶ θὰ ἀγωνίζονται γιὰ τὰ Ἱερὰ Δίκαια τῆς Μαρτυρικῆς Ρωμιοσύνης, ὥστε νὰ μὴ πλαστογραφεῖται ἡ ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, ὥστε νὰ μὴν πλαστογραφεῖται ἡ ἱστορία τῆς Ἑλληνικωτάτης Μακεδονίας μας.
Αἱ Ὑποθῆκαι τῆς Ρωμιοσύνης* – 1ον
Αἱ Ὑποθῆκαι τῆς Ρωμιοσύνης* – 2ον




