Στὴν ἐποχή μας εἶναι δύσκολο νὰ δηλώνεις ὅτι εἶσαι χριστιανὸς καὶ ἀκόμα πιὸ δύσκολο νὰ τὸ ἀποδεικνύεις στοὺς σύγχρονους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι στὴν πλειονότητά τους περιφρονοῦν τὴν πίστη στὸν Θεὸ ἢ τὴ δέχονται χωρὶς νὰ ἀποδέχονται τὶς ὑποχρεώσεις τους, ποὺ ἀπορρέουν ἀπ’ αὐτή. Πιστεύουν χωρὶς νὰ ἐπηρεάζονται στὴ ζωή τους, χωρὶς νὰ τηροῦν τὶς ἐντολές. Βλέπουν τὸ ναὸ ὡς πολιτιστικὸ κέντρο καὶ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ ὡς ἐκδήλωση, ποὺ κάποτε τοὺς ἐντυπωσιάζει, ἀλλὰ τοὺς ἀφήνει τελικὰ ἀμετάβλητους. Μὲ ἄλλα λόγια τὴ θρησκεία τὴν ἔχουν τοποθετήσει στὸ περιθώριο, μακριὰ ἀπὸ τὰ καθημερινά τους ἐνδιαφέροντα. Καὶ ὅταν σὲ σπάνιες περιπτώσεις βρεθοῦν στὸ ναό, ἐκτελοῦν κάποια κοινωνική τους ὑποχρεώση, παρόμοια μὲ ἐκείνη, ὅταν πηγαίνουν στὸ δημαρχεῖο, γιὰ νὰ παρακολουθήσουν ἕνα πολιτικὸ γάμο!
Ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ εἶναι εὐρέως διαδεδομένη στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ γράμματα, τὶς τέχνες, τὶς ἐπιστῆμες καὶ τὸν πολιτισμό. Αὐτοὶ ποὺ πρῶτοι ἔπρεπε νὰ πιστεύουν καὶ νὰ προσφέρουν, τὰ ὅποια χαρίσματά τους στὸ νὰ ὁδηγοῦν τὸ λαὸ στὸ δρόμο τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, γίνονται τυφλοὶ ὁδηγοὶ καὶ τὰ ἀποτελέσματα εἶναι ἀποκαρδιωτικά. Ἐμποδίζουν τὴν πορεία τῶν ἄνθρωπων πρὸς τὴν πνευματικὴ πρόοδο. Ἔχει χαθεῖ πιὰ τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ ὁ ἀναγκαῖος προσανατολισμός.
Ὁ ψαλμωδὸς Δαβὶδ διατυπώνει ἕνα μεγάλο παράπονο γιὰ τὴν ἠθικὴ διαφθορὰ ὅλου τοῦ κόσμου, τὸ ὁποῖο ἐπαναλαμβάνει καὶ κάθε συνειδητὸς χριστιανὸς τῶν δύσκολων ἡμερῶν μας, ὅπου τὸ κακὸ καὶ ἡ ἐξαχρείωση διαδίδεται πολὺ πιὸ γρήγορα ἀπ’ ὅ,τι παλιότερα. Μεταφέρουμε ἐξῶ τοὺς τρεῖς πρώτους στίχους τοῦ 52ου ψαλμοῦ, σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Ἀθανάσιο Ἰ. Δεληκωστόπουλο, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στὴ γενικὴ διαφορὰ τοῦ κόσμου: «Ἕνας ἄφρων (ἀσεβής, ἁμαρτωλός, χωρὶς φρόνηση καὶ φόβο Θεοῦ, μωρὸς) εἶπε ἀπὸ μέσα του, στὴν καρδιά του (ποὺ εἶναι τὸ κέντρο τῆς διανοίας καὶ τῆς βουλήσεως): “Δὲν ὑπάρχει Θεὸς” (Αὐτὸς ὅμως καὶ οἱ ὅμοιοί τους διεφθάρησαν ἠθικὰ καὶ ἔγιναν μισητοὶ (ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς ἀνθρώπους γιὰ τά, σὲ τέτοιο βαθμό, ἄνομα ἔργα τους καὶ τὴν ἀνήθικη διαγωγή τους, ὥστε νὰ μὴ ὑπάρχει κανεὶς πλέον νὰ κάνει τὸ καλό. Ὁ Κύριος ἔσκυψε ψηλὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἔριξε τὸ βλέμμα του κάτω στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ δεῖ ἐὰν ὑπάρχει μεταξύ τους κανένας συνετός, ποὺ νὰ ἀναζητεῖ τὸν Θεό. Ὅλοι παρεξέκλιναν ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ συγχρόνως ἐξαχρειώθηκαν. Δὲν ὑπάρχει κανένας, ποὺ νὰ κάνει τὸ καλό. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας»1. Τὸ κακὸ καὶ ἡ ἐξαχρείωση διαδίδονται πολὺ εὔκολα καὶ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἔχουν καλὴ προαίρεση ἀντιμετωπίζουν πολλοὺς πειρασμούς, οἱ ὁποῖοι τελικὰ τοὺς ὁδηγοῦν στὴν ἁμαρτία. Οἱ ἄνθρωποι, ποὺ δὲν πιστεύουν στὸ Θεὸ ἢ ὅταν ἡ πίστη τους εἶναι λίγη, ἀσαφὴς καὶ χωρὶς θερμότητα, μοιάζουν μὲ τὸ ἀφηνιασμένο ἄλογο, ποὺ λύθηκε τὸ χαλινάρι καὶ ὁ ἀναβάτης ἔχει χάσει τὸν ἔλεγχο καὶ συχνὰ σέρνεται στὸ ἔδαφος. Τὸ θέαμα εἶναι φρικιαστικό.
Πολλοὶ θεωροῦν τὴν πίστη ὡς μία ὡραία ἰδέα, ποὺ ἀσφαλίζει τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ κάνει τίποτα. Δὲν τὸν ἐμποδίζει νὰ ἁμαρτάνει. Δὲν πείθεται ἀπὸ τὴ φωνὴ τῆς πίστης. Ἡ πίστη ὡστόσο δὲν εἶναι εὔκολα λόγια, ἀλλὰ πράξεις καὶ συνέπεια στὶς ἐντολές. Εἶναι συμμόρφωση στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ὅσιος γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος ἔλεγε σχετικά: «Ἐμεῖς δίνουμε πίστη στοῦ κόσμου τὶς συμβουλὲς περισσότερο παρὰ στὰ προστάγματα τοῦ Θεοῦ. Πιστεύουμε στὰ λόγια τοῦ κόσμου περισσότερο παρὰ στὶς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀληθινὴ πίστη ποτὲ δὲν βρίσκεται χωρισμένη ἀπὸ τὰ καλὰ ἔργα. Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη ποὺ σώζει, ἡ ὀλιγοπιστία εἶναι πίστη ἀτελής, ψυχρὴ καὶ πολλὲς φορὲς τελείως γυμνὴ ἀπὸ τὰ καλὰ ἔργα, ἄρα νεκρή»[2].
Ὅσοι εἶναι καλοπροαίρετοι καὶ ἐπιθυμοῦν τὸ σύνδεσμό τους μὲ τὴν Ἐκκλησία πρέπει νὰ εἶναι πολὺ προσεκτικοὶ ἀπέναντι στοὺς ἄθεους καὶ ἀσεβεῖς. Νὰ τοὺς ἐπισημαίνουν εὔκολα καὶ νὰ τοὺς κλείνουν τὴν πόρτα τῆς ἐπικοινωνίας. Νὰ γνωρίζουν τὶς προθέσεις τους καὶ νὰ ἀντιδροῦν, ὅταν εἶναι σὲ θέση καὶ μποροῦν, γιατί συχνὰ ἐμφανίζονται ὡς σπουδαῖοι, ἱκανοὶ καὶ ὀρθοφρονοῦντες. Εὔκολα ἐντυπωσιάζουν τὸ λαὸ καὶ τοῦ δημιουργοῦν τὴν ψευδαίσθηση ὅτι εἶναι εἰλικρινεῖς καὶ ἀγωνίζονται γιὰ τὸ καλό του καὶ μάλιστα ἀνιδιοτελῶς. Τὸ ἐνδιαφέρον τους στοχεύει στὴν ἄμβλυνση τῆς συνείδησης τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ ὅσιος Φιλόθεον ἔλεγε: «Στὶς ἡμέρες μας περισσότερο ἀπὸ ἄλλοτε παρουσιάστηκαν ἄνθρωποι νὰ μιλοῦν διεστραμμένα, νὰ ἀρνοῦνται τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ νὰ χλευάζουν ὅλα τὰ πιστευόμενα. Ἄνθρωποι παμπόνηροι. Ἀγωνίζονται οἱ ἀσεβεῖς αὐτοὶ νὰ καταργήσουν τὴν πίστη στὸ Χριστό. Κάθε ἄλλο ὅμως σύστημα πλὴν τοῦ χριστιανικοῦ εἶναι αὐτοκατάκριτο καὶ καταγέλαστο. Ἂν κάποιος τοὺς ρωτήσει, γιατί ἐργάζονται μὲ τόσο ζῆλο γιὰ τὸν ἀφανισμὸ τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἀπαντοῦν ὅτι ἔχουν σκοπὸ νὰ φωτίσουν τοὺς ἀνθρώπους. Ποιὸν δὲ φωτισμὸ πῆραν αὐτοὶ ἀπὸ τὴν ἀπιστία τους φανερώνει ἡ ζωὴ τους»[3].
Πρεσβ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΤΑΤΣΗΣ
Παραπομπές:
1. Τὸ ψαλτήριον σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση, Ἀθήνα 2004, σελ. 255. 2. Ὁσίου Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου, Ἀφυπνιστικὰ σωτήρια μηνύματα, Θεσ/νίκη 2025, σελ. 60. 3. Ὅπ. παρ., σελ. 60-61.




