ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Β΄ Θεσ. γ΄ 6 – 18
6 Παραγγέλλομεν δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν ἣν παρέλαβον παρ᾿ ἡμῶν. 7 αὐτοὶ γὰρ οἴδατε πῶς δεῖ μιμεῖσθαι ἡμᾶς, ὅτι οὐκ ἠτακτήσαμεν ἐν ὑμῖν, 8 οὐδὲ δωρεὰν ἄρτον ἐφάγομεν παρά τινος, ἀλλ᾿ ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, νύκτα καὶ ἡμέραν ἐργαζόμενοι, πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί τινα ὑμῶν· 9 οὐχ ὅτι οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν, ἀλλ᾿ ἵνα ἑαυτοὺς τύπον δῶμεν ὑμῖν εἰς τὸ μιμεῖσθαι ἡμᾶς. 10 καὶ γὰρ ὅτε ἦμεν πρὸς ὑμᾶς, τοῦτο παρηγγέλλομεν ὑμῖν, ὅτι εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω. 11 ἀκούομεν γάρ τινας περιπατοῦντας ἐν ὑμῖν ἀτάκτως, μηδὲν ἐργαζομένους, ἀλλὰ περιεργαζομένους· 12 τοῖς δὲ τοιούτοις παραγγέλλομεν καὶ παρακαλοῦμεν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα μετὰ ἡσυχίας ἐργαζόμενοι τὸν ἑαυτῶν ἄρτον ἐσθίωσιν. 13 Ὑμεῖς δέ, ἀδελφοί, μὴ ἐκκακήσητε καλοποιοῦντες. 14 εἰ δέ τις οὐχ ὑπακούει τῷ λόγῳ ἡμῶν διὰ τῆς ἐπιστολῆς, τοῦτον σημειοῦσθε, καὶ μὴ συναναμίγνυσθε αὐτῷ, ἵνα ἐντραπῇ· 15 καὶ μὴ ὡς ἐχθρὸν ἡγεῖσθε, ἀλλὰ νουθετεῖτε ὡς ἀδελφόν. 16 Αὐτὸς δὲ ὁ Κύριος τῆς εἰρήνης δῴη ὑμῖν τὴν εἰρήνην διὰ παντὸς ἐν παντὶ τρόπῳ. Ὁ Κύριος μετὰ πάντων ὑμῶν. 17 Ὁ ἀσπασμός τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου, ὅ ἐστι σημεῖον ἐν πάσῃ ἐπιστολῇ· οὕτω γράφω. 18 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν.
Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ
6 Σᾶς παραγγέλλομεν δέ, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ μὴ ἔχετε στενὰς σχέσεις, ἀλλὰ νὰ ἀποχωρίζεσθε σεῖς ἀπὸ κάθε ἀδελφόν, ποὺ συμπεριφέρεται ἄτακτα καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσιν, τὴν ὁποίαν καὶ αὐτοὶ ποὺ ἀτακτοῦν παρέλαβον ἀπὸ ἡμᾶς. 7 Τί δὲ μὲ τὸ παράδειγμά μας καὶ τὴν διδασκαλίαν μας σᾶς παρεδώκαμεν ἡμεῖς, δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ σᾶς εἴπω. Διότι μόνοι σας γνωρίζετε, πῶς πρέπει νὰ μᾶς μιμῆσθε, ἐπειδὴ δὲν ἀτακτήσαμεν μεταξύ σας καὶ δὲν σᾶς ἐδώκαμεν ἀφορμὴν νὰ ὑποθέσετε, ὅτι ζῶμεν εἰς βάρος τῶν ἄλλων. 8 Οὔτε ἐλάβαμεν ἀπὸ κανένα τὰ μέσα τῆς συντηρήσεώς μας δωρεὰν καὶ χωρὶς πληρωμήν, ἀλλὰ ἐπρομηθεύθημεν αὐτὰ μὲ κόπον καὶ μὲ μόχθον καὶ εἰργαζόμεθα νύκτα καὶ ἡμέραν διὰ νὰ μὴ ἐπιβαρύνωμεν κανένα ἀπὸ σᾶς. 9 Ὑπεβλήθημεν δὲ εἰς τὴν κοπιαστικὴν αὐτὴν ἐργασίαν, ὄχι διότι δὲν εἴχαμεν δικαίωμα νὰ ζητήσωμεν ἀπὸ σᾶς τὴν συντήρησίν μας, ἀλλὰ διὰ νὰ δώσωμεν τὸν ἑαυτόν μας παράδειγμα διὰ νὰ μᾶς μιμῆσθε. 10 Διότι καὶ ὅταν ἤμεθα πλησίον σας, αὐτὴν τὴν παραγγελίαν σας ἐδίδαμεν, ὅτι δηλαδή, ἐὰν κανεὶς δὲν θέλῃ νὰ ἐργάζεται, δὲν πρέπει οὐδὲ νὰ τρώγῃ. 11 Καὶ τώρα ἐπαναλαμβάνομεν τὴν παραγγελίαν ταύτην, διότι ἀκούομεν, ὅτι μερικοὶ συμπεριφέρονται μεταξύ σας ἄτακτα καὶ δὲν ἐργάζονται καμμίαν ἐργασίαν, ἀλλὰ περιεργάζονται τὰς ξένας ὑποθέσεις. 12 Παραγγέλλομεν δὲ εἰς τοὺς τοιούτους καὶ τοὺς παρακαλοῦμεν μὲ τὸ κῦρος καὶ τὴν ἐξουσίαν, ποὺ μᾶς δίδει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, νὰ ἐργάζωνται ἥσυχα καὶ εἰρηνικὰ καὶ νὰ τρώγουν τὸ ψωμί, ποὺ θὰ κερδίζουν μὲ τὸν κόπον των. 13 Σεῖς ὅμως, ἀδελφοί, μὴ ἀποκάμνετε πράττοντες τὸ καλὸν καὶ πρὸς αὐτούς. 14 Ἐὰν δὲ κανεὶς δὲν ὑπακούῃ εἰς τὸν λόγον μας, ποὺ σᾶς γράφομεν μὲ τὴν ἐπιστολὴν αὐτήν, σημαδεύετε τοῦτον καὶ μὴ τὸν συναναστρέφεσθε μὲ οἰκειότητα, διὰ νὰ ἐντραπῇ καὶ διορθωθῇ. 15 Καὶ μὴ τὸν θεωρῆτε ὡς ἐχθρόν, ἀλλὰ συμβουλεύετέ τον ὡς ἀδελφόν. 16 Εἴθε δὲ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον πηγάζει ἡ εἰρήνη, νὰ σᾶς δώσῃ τὴν εἰρήνην μόνιμον καὶ ἀσφαλισμένην μὲ κάθε τρόπον, ὥστε νὰ μὴ ἀπομείνῃ μεταξύ σας οὐδὲ ἡ παραμικρὰ ἀφορμὴ διαμάχης ἢ ταραχῆς. Εἴθε ὁ Κύριος νὰ εἶναι μὲ ὅλους σας. 17 Ο ἐγκάρδιος χαιρετισμός, ποὺ ἐπισφραγίζει τὴν ἐπιστολήν, ἐγράφη μὲ τὸ ἰδικόν μου χέρι τοῦ Παύλου, καὶ αὐτὸ εἶναι σημεῖον εἰς κάθε ἐπιστολήν μου, ὅτι πράγματι αὐτὴ εἶναι ἰδική μου. Ἔτσι συνηθίζω νὰ γράφω. 18 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ εἴθε νὰ εἶναι μὲ ὅλους σας. Ἀμήν.
![]()
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Λκ. ιθ’ 12-28
12 Εἶπεν οὖν· ἄνθρωπός τις εὐγενὴς ἐπορεύθη εἰς χώραν μακρὰν λαβεῖν ἑαυτῷ βασιλείαν καὶ ὑποστρέψαι. 13 καλέσας δὲ δέκα δούλους ἑαυτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς δέκα μνᾶς καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· πραγματεύσασθε ἐν ᾧ ἔρχομαι. 14 οἱ δὲ πολῖται αὐτοῦ ἐμίσουν αὐτόν, καὶ ἀπέστειλαν πρεσβείαν ὀπίσω αὐτοῦ λέγοντες· οὐ θέλομεν τοῦτον βασιλεῦσαι ἐφ᾿ ἡμᾶς. 15 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐπανελθεῖν αὐτὸν λαβόντα τὴν βασιλείαν, καὶ εἶπε φωνηθῆναι αὐτῷ τοὺς δούλους τούτους οἷς ἔδωκε τὸ ἀργύριον, ἵνα ἐπιγνῷ τίς τί διεπραγματεύσατο. 16 παρεγένετο δὲ ὁ πρῶτος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου προσειργάσατο δέκα μνᾶς. καὶ εἶπεν αὐτῷ· 17 εὖ, ἀγαθὲ δοῦλε! ὅτι ἐν ἐλαχίστῳ πιστὸς ἐγένου, ἴσθι ἐξουσίαν ἔχων ἐπάνω δέκα πόλεων. 18 καὶ ἦλθεν ὁ δεύτερος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου ἐποίησε πέντε μνᾶς. 19 εἶπε δὲ καὶ τούτῳ· καὶ σὺ γίνου ἐπάνω πέντε πόλεων. 20 καὶ ἕτερος ἦλθε λέγων· κύριε, ἰδοὺ ἡ μνᾶ σου, ἣν εἶχον ἀποκειμένην ἐν σουδαρίῳ. 21 ἐφοβούμην γάρ σε, ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρὸς εἶ· αἴρεις ὃ οὐκ ἔθηκας, καὶ θερίζεις ὃ οὐκ ἔσπειρας, καὶ συνάγεις ὅθεν οὐ διεσκόρπισας. 22 λέγει αὐτῷ· ἐκ τοῦ στόματός σου κρινῶ σε, πονηρὲ δοῦλε. ᾔδεις ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρός εἰμι ἐγώ, αἴρων ὃ οὐκ ἔθηκα, καὶ θερίζων ὃ οὐκ ἔσπειρα, καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισα· 23 καὶ διατί οὐκ ἔδωκας τὸ ἀργύριόν μου ἐπὶ τὴν τράπεζαν, καὶ ἐγὼ ἐλθὼν σὺν τόκῳ ἂν ἔπραξα αὐτό; 24 καὶ τοῖς παρεστῶσιν εἶπεν. ἄρατε ἀπ᾿ αὐτοῦ τὴν μνᾶν καὶ δότε τῷ τὰς δέκα μνᾶς ἔχοντι. 25 καὶ εἶπον αὐτῷ· κύριε, ἔχει δέκα μνᾶς. 26 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι παντὶ τῷ ἔχοντι δοθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. 27 πλὴν τοὺς ἐχθρούς μου ἐκείνους, τοὺς μὴ θελήσαντάς με βασιλεῦσαι ἐπ᾿ αὐτούς, ἀγάγετε ὧδε καὶ κατασφάξατε αὐτοὺς ἔμπροσθέν μου. 28 Καὶ εἰπὼν ταῦτα ἐπορεύετο ἔμπροσθεν ἀναβαίνων εἰς Ἱεροσόλυμα.
Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ
12 Εἶπε λοιπόν· κάποιος ἄνθρωπος καταγόμενος ἀπὸ λαμπρὸν καὶ ὑψηλὸν γένος ἐπῆγεν εἰς μακρυνὴν χώραν διὰ νὰ λάβῃ βασιλείαν καὶ ὕστερα νὰ ἐπιστρέψῃ. (Εἶναι φανερὸν ὅτι οὐδεὶς ἄλλος εἶναι εὐγενέστερος τοῦ Κυρίου, τόσον διὰ τὴν θείαν προαιώνιον γέννησιν αὐτοῦ ὡς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅσον καὶ διὰ τὴν βασιλικὴν καταγωγὴν αὐτοῦ ὡς ἀνθρώπου. Ὄντως δὲ παραλαβὼν ὁ Κύριος τὴν ἐν οὐρανοῖς βασιλείαν διὰ τῆς ἀναλήψεως αὐτοῦ, μέλλει μετὰ χρόνον πολὺν νὰ ἐπιστρέψῃ ἔνδοξος κατὰ τὴν δευτέραν αὐτοῦ παρουσίαν). 13 Ἀφοῦ δὲ ἐκάλεσε δέκα δούλους ἰδικούς του, τοὺς ἔδωκε δέκα χρυσὰ ἑκατοντάδραχμα, ἤτοι ἀπὸ ἐν ἑκατοντάδραχμον εἰς τὸν καθένα, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἐμπορευθῆτε μὲ τὸ κεφάλαιον αὐτό, ἕως ὅτου ἔλθω. (Ἐν τῷ μεταξὺ τουτέστιν ἐμπιστεύεται ὁ Κύριος εἰς πάντας τοὺς πιστοὺς χαρίσματα καὶ τάλαντα διάφορα, διὰ νὰ χρησιμοποιήσουν αὐτὰ ἐπ’ ἀγαθῷ ἑαυτῶν καὶ τοῦ πλησίον, καὶ ἐπιφυλάσσεται νὰ ζητήσῃ λόγον διὰ τὸν καθένα μας, ὅταν θὰ ἐπανέλθῃ κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν του). 14 Οἱ δὲ συμπολῖται του (οἱ Ἰουδαῖοι τουτέστιν) ἐμίσουν αὐτὸν (τὸν Ἰησοῦν) καὶ ἀπέστειλαν ἐπιτροπὴν ἐξ ἀντιπροσώπων ἀπὸ πίσω του καὶ ἔλεγαν· Δὲν θέλομεν αὐτὸν νὰ γίνῃ βασιλεύς μας. (Αὐτὴ ἦτο καὶ εἶναι ἡ περὶ τοῦ Ἰησοῦ εὐχὴ τῶν ἀπίστων Ἰουδαίων πρὸς τὸν Θεόν). 15 Καὶ ὅταν αὐτὸς ἐπανῆλθεν, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν βασιλείαν, εἶπε νὰ τοῦ φωνάξουν τοὺς δούλους αὐτούς, εἰς τοὺς ὁποίους ἔδωκε τὰ χρήματα, διὰ νὰ μάθῃ τί ὁ καθένας των μὲ τὸ ἐμπόριόν του ἐκέρδησε. 16 Ἦλθε δὲ ὁ πρῶτος καὶ εἶπε· Κύριε, τὸ ἑκατοντάδραχμόν σου καὶ ὄχι ἡ ἰδική μου ἐργασία ἐκέρδησε δέκα ἀκόμη ἑκατοντάδραχμα. 17 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ κύριος· εὖγε, καλέ μου δοῦλε, διότι εἰς τὸ ἐλάχιστον ποσὸν τοῦ ἑνὸς ἑκατονταδράχμου δὲν ἀδιαφόρησες, ἀλλ’ ἐδείχθης πιστὸς εἰς ὅ,τι σοῦ παρήγγειλα. Λάβε τώρα πλησίον μου τιμὴν καὶ δόξαν βασιλικὴν καὶ ἔχε μονίμως ἐξουσίαν ἐπὶ δέκα πόλεων τοῦ βασιλείου μου. 18 Καὶ ἦλθεν ὁ δεύτερος καὶ εἶπε· Κύριε, τὸ ἑκατονταδραχμόν σου ἔβγαλε κέρδος ἄλλα πέντε ἑκατοντάδραχμα. 19 Εἶπε δὲ ὁ κύριος καὶ εἰς τὸν δοῦλον τοῦτον· Καὶ σὺ λάβε ἐξουσίαν ἐπὶ πέντε πόλεων τοῦ βασιλείου μου. 20 Καὶ ἄλλος δοῦλος ἦλθε καὶ εἶπε· Κύριε, ἰδοὺ τὸ ἑκατοντάδραχμόν σου, τὸ ὁποῖον εἶχα δεμένον καὶ φυλαγμένον εἰς μανδήλιον. 21 Καὶ τὸ ἐφύλαττον δεμένον, διότι σὲ ἐφοβούμην, ἐπειδὴ εἶσαι ἄνθρωπος δύσκολος καὶ ἀπαιτητικός. Παίρνεις σὰν νὰ ἦτο ἰδικόν σου ἐκεῖνο, ποὺ δὲν τὸ ἔβαλες σύ, ἀλλὰ τὸ ἔβαλαν ἐκεῖ ἄλλος, εἰς τὸν ὁποῖον καὶ ἀνήκει. Καὶ θερίζεις τὸ χωράφι, τὸ ὁποῖον δὲν ἔσπειρες· καὶ μαζεύεις ἀπὸ ἀλώνι, εἰς τὸ ὁποῖον δὲν ἐσκόρπισες καὶ δὲν ἐλίχνισες αὐτά, ποὺ παίρνεις. Ἀπαιτεῖς δηλαδὴ ἐκεῖνα, διὰ τὰ ὁποῖα δὲν ἐκοπίασες σύ, ἀλλ’ ἐκοπίασαν ἄλλοι καὶ σὺ τὰ εὑρίσκεις ἕτοιμα. 22 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ κύριος· Ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ στόματός σου θὰ σὲ κρίνω καὶ θὰ σὲ καταδικάσω, κακὲ δοῦλε. Διότι, ὅπως ὠμολόγησες, ἐγνώριζες, ὅτι εἶμαι ἄνθρωπος δύσκολος καὶ σκληρός, ποὺ παίρνω ὅ,τι δὲν ἔβαλα καὶ θερίζω ὅ,τι δὲν ἔσπειρα, καὶ μαζεύω ἀπ’ ἐκεῖ ὅπου δὲν ἐσκόρπισα εἰς τὸ ἀλῶνι, διὰ νὰ λιχνισθῇ εἰς τὸν ἀέρα. 23 Ἀφοῦ λοιπὸν μὲ ἤξερες τέτοιον, διατὶ δὲν ἔβαλες τὸ χρῆμα μου εἰς τὴν τράπεζαν, ὅπου καὶ περισσότερον ἀσφαλισμένον θὰ ἦτο, ἀλλὰ καὶ ἐγὼ ὅταν θὰ ἠρχόμην, θὰ τὸ εἰσέπραττον ἀπὸ ἐκεῖ μὲ τὸν τόκον του; 24 Καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ παρέστεκαν ἐκεῖ, εἶπε· Πάρετε ἀπὸ αὐτὸν τὸ ἑκατοντάδραχμον καὶ δώσατέ το εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει κερδήσει τὰ δέκα ἑκατοντάδραχμα. 25 Καὶ εἶπαν πρὸς αὐτὸν ἐκεῖνοι· Κύριε, αὐτὸς ἔχει δέκα ἑκατοντάδραχμα. 26 Ἐκτελέσατε τὴν διαταγήν μου καὶ δώσατε τὸ ἑκατοντάδραχμον εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει τὰ δέκα. Διότι σᾶς λέγω, εἰς καθένα, ὁ ὁποῖος ἔχει πίστιν καὶ προθυμίαν καὶ ἐργατικότητα καὶ ηὔξησε τὰ χαρίσματα, ποὺ τοῦ ἐδόθησαν, θὰ δοθῇ τιμὴ καὶ ἀμοιβὴ καὶ χαρίσματα ἀκόμη περισσότερα καὶ μεγαλύτερα· ἀπὸ ἐκεῖνον δὲ ποὺ δὲν ἔχει ἐπιμέλειαν καὶ προθυμίαν καὶ παρημέλησε τὰ δοθέντα εἰς αὐτὸν χαρίσματα, θὰ ἀφαιρεθῇ καὶ θὰ παρθῇ ἀπὸ αὐτὸν καὶ τὸ ὀλίγον χάρισμα, τὸ ὁποῖον κατακρατεῖ παραμελημένον καὶ ἀκαλλιέργητον. 27 Ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐχθρούς μου ἐκείνους, ποὺ δὲν ἠθέλησαν νὰ βασιλεύσω ἐπ’ αὐτῶν, φέρετέ τους ἐδῶ καὶ κατασφάξατέ τους ἐμπρός μου. Ρίψατέ τους εἰς τὸν αἰώνιον θάνατον, τοῦ ὁποίου προαναγγελία καὶ προεικόνισις ὑπῆρξεν ἡ ἐπὶ τοῦ Τίτου πανωλεθρία τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τῶν Ἰουδαίων. 28 Καὶ ἀφοῦ εἶπε ταῦτα, ἐξηκολούθει νὰ προχωρῇ πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ νὰ ἀναβαίνῃ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
![]()
ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΕΙΡΗΝΑΡΧΟΣ
Στίς 28 Νοεμβρίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν μνήμη τοῦ Ἁγίου μάρτυρα Εἰρηνάρχου καί τῶν σύν αὐτῷ ἑπτά Ἁγίων γυναικῶν. Ὁ ἅγιος μάρτυς Εἰρήναρχος καταγόταν ἀπό τήν Σεβάστεια καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ. Σέ νεαρή ἡλικία ἔγινε δήμιος κάτω ἀπό τίς προσταγές τοῦ ἄρχοντα τῆς πόλεως Μάξιμου. Ἔτσι ὑπηρετοῦσε στά βασανιστήρια καί στούς διωγμούς κατὰ τῶν χριστιανῶν. Ἐκείνη τήν περίοδο στήν Σεβάστεια βασανιζόντουσαν γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἑπτά χριστιανές. Βλέποντας ὁ ἅγιος Εἰρήναρχος τήν παρρησία καί τό ἀνδρεῖο φρόνημα αὐτῶν τῶν γυναικῶν φωτίστηκε ἡ ψυχή του ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ὁμολόγησε μπροστά στόν ἄρχοντα Μάξιμο μέ θάρρος ὅτι εἶναι καί αὐτός χριστιανός. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁδηγήθηκε σέ φρικτά βασανιστήρια, στήν ἀρχή τόν ἔριξαν στήν λίμνη Σεβάστεια, ἐπειδή ὅμως μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἐβγῆκε ζωντανός ὁ ἄρχοντας διέταξε νά τόν ρίξουν σέ ἀναμμένη κάμινο ἀλλά καί πάλι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τόν διαφύλαξε ζωντανό καί ἔτσι ἀποκεφαλίστηκε μαζί μέ τόν πρεσβύτερο Ἀκάκιο, ὁ ὁποῖος τόν εἶχε βαπτίσει καί ἀξιώθηκαν καί οἱ δύο τούς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.
Ἀπολυτίκιον
(Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.)
Εἰρήνης τὸν πρύτανιν, ὁμολογήσας πιστῶς, τῆς πλάνης τὸν τάραχον, κατέλιπες νουνεχῶς, θεόφρον Εἰρήναρχε, ὅθεν δι’ ὕδατος τε, καὶ πυρὸς ὡς διῆλθες, ἔβης τροπαιοφόρος, πρὸς οὐράνιον λῆξιν, εἰρήνην καὶ σωτηρίαν, πάσιν αἰτούμενος.
Μεγαλυνάριον
Τῆς εἰρηνοδώρου μαρμαρυγῆς, Εἰρήναρχε μάκαρ, εἰσδεξάμενος τήν αὐγήν, υἱός φωτός ὤφθης, περιφανῶς ἀθλήσας· διό ταῖς σαῖς πρεσβείαις ἡμᾶς διάσῳζε.




