Ὁ ἀγωνιστὴς Θεολόγος
Γράφει ὁ κ. Παῦλος Ἀθ. Παλούκας, Ἐπίτ. Σχολικός Σύμβουλος Δ.Ε
«Ὕπνος τοῖς δικαίοις ὁ θάνατος.
Μᾶλλον δέ πρός κρείττονα ζωήν ἐπιδημία»
(Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Εἰς Βαρλαάμ τόν Μάρτυρα, 1, ΕΠΕ 7, 238-PG 31, 484)
Στίς 15 Ἀπριλίου 2023, ἡμέρα Μ. Σαββάτου (βαθύτατα συμβολικό), ἐκοιμήθη ὁ λίαν ἀγαπητός συνάδελφος, φίλος καί συντοπίτης μου (Ἠπειρώτης), ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, καί στίς 20 τοῦ ἰδίου μηνός ἐτελέσθη ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία στόν περικαλλέστατο Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου (Καρέα), ὅπου ἐκκλησιαζόταν μετά τῆς συζύγου του Εὐαγγελίας. Συγγενεῖς, συνάδελφοι, φίλοι καί γνωστοί συμπροσευχηθήκαμε γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του καί τόν προπέμψαμε στό αἰώνιο ταξίδι του, ἀπό τόν χῶρο τῆς φθορᾶς σ’ αὐτόν τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς αἰωνιότητας.
Ὁ μεταστάς εἶδε τό φῶς τοῦ ἡλίου, τό ἔτος 1935, στό χωριό Πλαίσιο Φιλιατῶν Θεσπρωτίας, ἀπό φτωχούς ἀγρότες ἀλλά τίμιους καί εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Γεώργιο καί τήν Ὄλγα.
Ἀπό τό λίκνο, ἀκόμη, διαφάνηκαν ἡ ταλαιπωρία καί οἱ δυσκολίες, τίς ὁποίες θά ὑποστεῖ, ἰδιαίτερα στά παιδικά καί ἐφηβικά του χρόνια, ὅπως τό ὅτι ἔμεινε ὀρφανός πατρός, ἄπορος καί πτωχός, ὡς καί πυροπαθής (ἀφοῦ οἱ Γερμανοί τό 1941 κάψανε τό σπίτι του). Μέσα σ’ αὐτές τίς ἀντίξοες συνθῆκες, τόν κουνάρησε, τόν μεγάλωσε καί τόν ἀνέθρεψε ἡ χήρα ἡρωίδα μητέρα του, πού θυσίασε τή ζωή της γιά τό μοναχοπαίδι της.
Σύν τῷ χρόνῳ παραμερίστηκαν τά ἐμπόδια καί φοίτησε στό Δημοτικό τοῦ χωριοῦ του καί στό Γυμνάσιο Παραμυθιᾶς, ὅπου διέμενε καί σιτιζόταν στό ἐκεῖ μαθητικό οἰκοτροφεῖο τῆς Ἱεράς Μητροπόλεως Παραμυθιᾶς, ἐντελῶς δωρεάν.
Ἡ ἀγάπη του γιά τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία τόν ὤθησε νά σπουδάσει τήν ἐπιστήμη τῆς Θεολογίας στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, μέ ὑποτροφία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Παραμυθιᾶς, καί στά τελευταῖα τῶν σπουδῶν του τόν βοήθησε τό τότε ἵδρυμα (ἄς τό ποῦμε), τοῦ πατριώτη «Δραγούμη».
Ἀργότερα, σταδιοδρόμησε ὡς θεολόγος καθηγητής στήν Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση. Εἴτε ὡς ἀναπληρωτής εἴτε ὡς κανονικά διορισμένος ὑπηρέτησε σέ σχολεῖα τῆς Ἠπείρου καί τῶν Ἀθηνῶν (λ.χ. στό Μαράσλειο).
Ὁ Εὐάγγελος ἦταν πραγματικός ἀγωνιστής τῆς ζωῆς καί αὐτοδημιούργητος. Ἄς τόν μιμηθοῦν σ’ αὐτό οἱ ἐπερχόμενες γενιές.
Ἐπειδή κατεῖχε πολύ καλά τήν ἐκπαιδευτική νομοθεσία, ἀξιοποιήθηκε, πολλάκις, ἀπό τό ΥΠΕΠΘ καί πρόσφερε τίς ὑπηρεσίες του (ἐκτός σχολείου) στόν διοικητικό τομέα (γραφεῖα Δ/νσεων καί Ἐπιθ/σεων). Ἀπέσπασε δέ τόν ἔπαινο καί τήν ἐκτίμηση τῶν προϊσταμένων του.
Ὑπῆρξε, κατά κοινήν ὁμολογίαν, σωστός παιδαγωγός καί ἄξιος ὀρθόδοξος θεολόγος, γιατί πονοῦσε, πράγματι, γιά τήν ἑλληνορθόδοξη παιδαγωγία τῶν ἑλληνοπαίδων. Γι’ αὐτό ἀπέσπασε τόν σεβασμό, τήν ἐκτίμηση καί τήν ἀγάπη ὅλων, μαθητῶν καί γονέων, ἀλλά καί συναδέλφων ἄλλων εἰδικοτήτων.
Ὅταν, λοιπόν, ὀρθοπόδησε καί βρισκόταν σέ καλή οἰκονομική κατάσταση καί θέση, ἀποφάσισε νά δημιουργήσει «τήν κατ’ οἶκον ἐκκλησίαν» (Ρωμ. 16, 5), δηλαδή οἰκογένεια.
Νυμφεύεται, λοιπόν, τήν Εὐαγγελία Τσαγκαρλῆ, ἀπό τή Βέρροια Ἠμαθίας, τήν κατά πάντα ἄξια σύζυγό του, αὐτήν πού ἀπέβη «ἡ δόξα τοῦ ἀνδρός» (Α’ Κορ. 11, 8), κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο.
Ἡ Εὐαγγελία, ἐξαίρετη συνάδελφος μέ τίτλους: Δρ Θεολογίας καί Mr Φιλολογίας, διακρίθηκε ὡς ἡ πιστή, ἐνάρετη, ἰδανική καί ἀφοσιωμένη σύζυγος, πού γνώριζε νά κάνει εὐτυχισμένο τόν ἄνδρα της, τόν ὁποῖο καί διακόνησε μέχρι τήν κοίμησή του, μέ πνεῦμα ἀγάπης, ἀφοσίωσης καί θυσίας.
Τόν Εὐάγγελο κοσμοῦσαν πολλές ἁγνές ἀρετές, ὅπως: ἡ βαθιά καί ἀκράδαντη πίστη στόν Τριαδικό Θεό καί τό ἀπολυτρωτικό του ἔργο, τό ὁποῖο συνεχίζεται μέσα στήν Ἐκκλησία, γι’ αὐτό καί ἦταν φιλακόλουθος, πάντοτε παρών στή Θ. Λατρεία, ἐξομολογοῦνταν καί κοινωνοῦσε τακτικά, καί γενικά ζοῦσε μυστηριακή, πνευματική ζωή, κατά Χριστόν ζωή, μαζί μέ τήν ἐξαίρετη σύζυγό του Εὐαγγελία.
Τόν διέκρινε, ἐπίσης, ἡ ἀγάπη στίς ἑλληνορθόδοξες ἀξίες καί τά ἑλληνορθόδοξα ἤθη καί ἔθιμα.
Στό πρόσωπό του διακρίναμε καί τό κατά Χριστόν ἦθος, πού τό συγκροτοῦσαν ἀρετές ὅπως: ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη πρός τόν πάσχοντα, ἀναγκεμένο καί πονεμένο συνάνθρωπο, ἡ ταπείνωση, ἡ σεμνότητα, ἡ ἁγνότητα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ἡ πιστότητα στή συζυγία, ἡ βαθιά καί οὐσιαστική κοινωνικότητα, οἱ ἀγῶνες καί ἡ ἀγωνία του γιά τή χριστιανική πίστη, τή διατήρηση καί ἐπικράτηση τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν καί ἀρχῶν στήν κοινωνία μας κ.ἄ.
Τή χριστιανική του πίστη τή συνεδύασε, σέ ὅλη του τή ζωή, μέ πράξεις καί ἔργα, γιά νά μή εἶναι «νεκρά», κατά τόν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο (2, 17), ἀφοῦ μάλιστα ἀναβαπτιζόταν κάθε τόσο, μέ τίς ἐπισκέψεις του στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου «γέμιζε» τίς πνευματικές του «μπαταρίες» καί μετέφερε σέ μᾶς, πού δέν ἐπισκεπτόμασταν τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, τίς πνευματικές του ἐμπειρίες, στά γραφεῖα τῆς Πανελλήνιας Ἕνωσης Θεολόγων (Π.Ε.Θ.), ὅπου οἱ συναντήσεις μας καί οἱ συζητήσεις μας ἦταν τακτικές καί συχνές.
Δραστηριοποιήθηκε, λοιπόν, καί διακρίθηκε στήν Π.Ε.Θ., στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί στήν εὐρύτερη κοινωνία ὡς ἀκολούθως:
• Ὡς μέλος δραστήριο τῆς Π.Ε.Θ. καί σέ Διοικητικά Συμβούλια αὐτῆς.
• Ὡς ἀρθρογράφος, βιβλιοπαρουσιαστής, κ.λπ. σέ ἀξιόλογα περιοδικά, ὅπως αὐτό τῆς Π.Ε.Θ., μέ τίτλο «Κοινωνία», καί στό «Ὀρθοδοξία καί Παιδεία»˙ ἀκόμη καί στήν ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἦταν τακτικός συνεργάτης.
• Ἰδιαίτερη ἀγάπη εἶχε σέ θέματα Κανονικοῦ Δικαίου καί τῆς ἐπακριβοῦς ἐφαρμογῆς του. Γι’ αὐτό ἀγωνίσθηκε γιά τήν ἀποκατάσταση ἀδικιῶν στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως π.χ. τήν ἐπαναφορά τῶν ἐκδιωχθέντων παρανόμως 12 Μητροπολιτῶν στή δεκαετία τοῦ ’70.
• Συνέβαλε στήν ὀργάνωση καί πραγματοποίηση Πανελληνίων Συνεδρίων ἤ καί Ἡμερίδων τῆς Π.Ε.Θ.
• Συμμετεῖχε πάντοτε σέ θεολογικά καί παιδαγωγικά συνέδρια, πού ὀργάνωναν καί πραγματοποιοῦσαν ὁ Τομέας Ἐπιστημόνων «Μ. Βασίλειος», τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ο ΣΩΤΗΡ», ἡ Χριστιανική Ἕνωση Ἐκπαιδευτικῶν Λειτουργῶν (Χ.Ε.Ε.Λ.) προσκείμενη στήν Ἀδελφότητα ἡ «ΖΩΗ» καί ἄλλοι.
• Συνέβαλε στή διοργάνωση ἐκδρομῶν ἀπό τήν Π.Ε.Θ., σέ πνευματικούς, μνημειακούς καί μοναστηριακούς χώρους (λ.χ. Ἁγίους Τόπους, Κωνσταντινούπολη, Μοναστήρια κ.ἄ.), μέ πνευματικό ὄφελος ἀλλά καί οἰκονομική ὠφέλεια στό ταμεῖο τῆς Π.Ε.Θ..
• Δραστηριοποιήθηκε στήν «ΕΝΩΣΗ ΒΟΡΕΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ» (Θρακῶν, Μακεδόνων καί Ἠπειρωτῶν), γιά ἀνάδειξη θεμάτων ἐθνικοπατριωτικοῦ περιεχομένου καί ἐνδιαφέροντος.
Ἐπίσης, στή ΣΦΕΒΑ, μαζί μέ τόν μακαριστό Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης, ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟ, πού ἀγωνιζόταν γιά τά δίκαια καί τά δικαιώματα τῆς Βορείου Ἠπείρου καί τῶν Ἑλλήνων πού διαμένουν ἐκεῖ.
• Σχετίστηκε πολύ μέ τούς ἁγνούς ἀγωνιστές, ὅπως μέ τον μακαριστό ἐπίσκοπο Αὐγουστῖνο Καντιώτη, τόν καθηγητή Κανον. Δικαίου, ἀείμνηστο Κων/ῖνο Μουρατίδη καί μέ ἄλλους ἱερωμένους καί λαϊκούς, καί συμμετεῖχε σέ ἀγῶνες καί διαμαρτυρίες γιά θέματα ἀντιχριστιανικά, ἐθνικά, ἠθικά κ.ἄ., ὅπως λ.χ. τό αὐτόματο διαζύγιο, ὁ πολιτικός γάμος (ὑποχρεωτικός), τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καί ἡ διατήρηση τοῦ ὀρθόδοξου χαρακτήρα του καί ἄλλα πολλά.
• Ἔκανε ὁμιλίες, διαλέξεις καί κηρύγματα σέ αἴθουσες καί σέ ἱερούς ναούς.
• Τό σπίτι του, πολλάκις, γινόταν τόπος ἐπίσκεψης καί συνάντησης ἀγωνιστῶν Μητροπολιτῶν καί λαϊκῶν, καί, μετά ἀπό προσεκτικές συζητήσεις, παίρνονταν ἀποφάσεις γιά ἀγῶνες καί διαμαρτυρίες πάνω σέ φλέγοντα ἐκκλησιαστικά, ἐθνικοθρησκευτικά καί ἠθικοκοινωνικά θέματα.
• Καί ἄλλα πολλά ἐποίησε, πού δεν μποροῦμε, γιά λόγους εὐνοήτους, νά τά ἀπαριθμήσουμε τώρα, ἀλλά τά γνωρίζει ὁ Θεός, πού τόν διακονοῦσε, καί Ἐκεῖνος θά τόν ἀνταμείψει «ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ» (Ματθ. 7, 22).
«Διαμάντης» ἦταν τό ὄνομά του καί πράγματι ἀναδείχτηκε ἕνα πνευματικό διαμάντι στή ζωή του.
Ἔζησε, ὅπως θά ἔλεγε ὁ ἀρχαῖος λόγιος: «ἁλισκόμενος τοῖς ἄλλοις».
Ὁ ὑπογράφων, προσωπικά, ἀλλά καί ὁλόκληρη ἡ οἰκογένεια τῆς Π.Ε.Θ. σέ ἀποχαιρετοῦμε, πεφιλημένε μας Εὐάγγελε, μέ τήν ἐλπίδα τῆς πίστης μας πώς καί πάλι θά συναντηθοῦμε «ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς Αἰωνιότητος», διότι, καθώς λέγει καί ὁ δικός μας νομπελίστας ποιητής, Ὀδυσσέας Ἐλύτης: «ἡ ἐπαύριο τῆς ζωῆς μας, θἆναι πάλι ζωή», καί, «τό Πάσχα τοῦ Θεοῦ!».
Πεφιλημένε μας συνάδελφε καί φίλε, καλό Παράδεισο καί ἔστω ἡ μνήμη σου αἰωνία!




