Γράφει ὁ Σεβ. Πειραιῶς Σεραφείμ
Ἐπειδὴ γράφησαν κακεντρεχῆ σχόλια γιὰ τὸ «ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΑΟ» διδακτικὸ κείμενο τῆς Ἁγιωτάτης μας Ἐκκλησίας μὲ θέμα τὴν καύση τῶν νεκρῶν, διευκρινίζομε τὴν ἰσχύουσα πραγματικότητα γι’ αὐτὸ τὸ πολὺ εὐαίσθητο θέμα. ‘‘Σήμερα πλανᾶται ἀπὸ κερδοσκόπους ἡ ψευδὴς εἰκόνα, ὅτι δῆθεν ἡ ἀποτέφρωση γίνεται μὲ ἁπλὴ καύση τοῦ σώματος στὴν πυρά. Ὅπως σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις γινόταν στὴν ἀρχαιότητα. Αὐτὸ εἶναι ἀναληθές. Κατὰ τὴν σύγχρονη διαδικασία τῆς – κατ’ εὐφημισμὸν – «ἀποτέφρωσης», μετὰ ἀπὸ τὴν καύση τοῦ νεκροῦ σὲ κλίβανο ὁ ἀνθρώπινος σκελετὸς ρίχνεται σὲ ἠλεκτρικὸ σπαστήρα (μίξερ, cremulator). θρυμματίζεται καὶ μετατρέπεται σὲ σκόνη. Εἰδικότερα ἡ ἀποτέφρωση διεξάγεται σὲ δύο φάσεις: α) Στὴν πρώτη φάση ὁ νεκρὸς εἰσέρχεται σὲ κλίβανο καὶ μετὰ τὴν καύση τοῦ σώματός του δὲν ἀπομένει ἡ τέφρα, ἀλλὰ ὁ ἀνθρώπινος σκελετός. Ὅ,τι δηλαδὴ θὰ ἀπέμενε καὶ μετὰ τὴν ταφὴ στὸ κοιμητήριο. Ἐνίοτε, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς καύσης, ὁ ὑπάλληλος τοῦ ἀποτεφρωτηρίου ἀνοίγει τὸν κλίβανο καὶ μὲ σιδερένια ἐργαλεῖα σπάει τὰ ὀστᾶ τοῦ νεκροῦ σὲ μικρότερα τμήματα. β) Στὴν δεύτερη φάση συλλέγονται τὰ ὀστᾶ ἀπὸ τὸν κλίβανο καὶ ρίχνονται σὲ μίξερ (σπαστήρα ὀστῶν, cremulator). Τὸ μίξερ κονιορτοποιεῖ τὸν σκελετὸ καὶ τὸν μετατρέπει σὲ σκόνη. Ἡ σκόνη συλλέγεται σὲ δοχεῖο («τεφροδόχο») καὶ παραδίδεται στοὺς οἰκείους τοῦ νεκροῦ. Ἑπομένως, ὅταν σήμερα γίνεται λόγος γιὰ «ἀποτέφρωση», δὲν κυριολεκτεῖται ὁ ὅρος. Οὔτε οἱ συγγενεῖς παραλαμβάνουν τὴν «τέφρα» τοῦ νεκροῦ ἀπὸ τὸ ἀποτεφρωτήριο. Αὐτὸ πού παραλαμβάνουν δὲν εἶναι τὸ προϊόν τῆς καύσης (τέφρα, στάχτη), ἀλλὰ ἡ σκόνη (τρίμματα) ἀπὸ τὰ ὀστᾶ, τὰ ὁποῖα ρίχθηκαν σὲ σπαστήρα ὀστῶν (μίξερ) μετὰ τὴν καύση. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, ἡ σύγχρονη «ἀποτέφρωση νεκρῶν» δὲν διαφέρει καὶ πολὺ ἀπὸ τὴν «ἀνακύκλωση ἀπορριμμάτων». Εἶναι σαφὲς ὅτι, τουλάχιστον γιὰ τὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας μας, αὐτὴ ἡ διαδικασία μηχανικοῦ ἀφανισμοῦ τοῦ σώματος δὲν τιμᾶ τὸν νεκρό. Ἡ Ἐκκλησία ἀρνεῖται ὅτι εἶναι ἀξιοπρεπὲς γιὰ τὸν κεκοιμημένο ἄνθρωπο νὰ καεῖ σὲ κλίβανο καὶ νὰ θρυμματισθεῖ σὲ μίξερ. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν διαχείριση τῆς «τέφρας», ἡ νομοθεσία (νόμος 4368/2016 ἄρθρο 92. ΦΕΚ Α΄ 21/201.6) τὴν ὑποβιβάζει στὴν κατηγορία τῶν ἰδιωτικῶν ἀπορριμμάτων. Ἡ μετέπειτα τύχη τῆς «τέφρας» ἀποτελεῖ ἰδιωτικὴ ὑπόθεση τῶν συγγενῶν, χωρὶς κρατικὸ ἔλεγχο προστασίας τοῦ περιβάλλοντος καὶ τῆς δημόσιας ὑγείας (π.χ. τροφικῆς ἁλυσίδας). Ἐπιτρέπεται στοὺς συγγενεῖς (ἐὰν θέλουν νὰ ἀποφύγουν τὰ ἔξοδα φύλαξης τῆς τεφροδόχου σὲ κοιμητήριο ἢ ἀποτεφρωτήριο) νὰ σκορπίσουν τὴν «τέφρα», εἴτε ἐλεύθερα στὴν θάλασσα, εἴτε σὲ περιοχὴ ἐκτὸς σχεδίου πόλης (ἀδιάφορο ἂν εἶναι κατοικημένη ἢ καλλιεργούμενη), εἴτε νὰ ρίξουν τὴν τεφροδόχο στὴν θάλασσα ὑπὸ τὸν ὅρο ὅτι τὸ σκεῦος μπορεῖ νὰ διαλυθεῖ στὸ νερό. Δὲν προβλέπεται κανένας ἔλεγχος ἀπὸ κρατικὴ ἢ δημοτικὴ ὑπηρεσία πρὸς διασφάλιση τῆς δημόσιας ὑγείας καὶ ἀπόκειται στὴν νομιμοφροσύνη καὶ εὐαισθησία τῶν συγγενῶν, ἐὰν καὶ πῶς θὰ τηρήσουν τὶς παραπάνω ἐπιλογὲς τοῦ νόμου. Πρακτικά, δηλαδή, μετὰ ἀπὸ τὴν παράδοση τῆς τεφροδόχου στὴν οἰκογένεια τοῦ νεκροῦ, ἡ τύχη της ἀγνοεῖται ἀπὸ τὸ Κράτος. Ὅλα τὰ παραπάνω δὲν εἶναι εὐρέως γνωστὰ στὴν πλειοψηφία τῆς Ἑλληνικῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία γίνεται δέκτης συνθημάτων ἢ διαφημίσεων περὶ τῆς δῆθεν ἀξιοπρεποῦς λύσης τῆς ἀποτέφρωσης, ἀλλὰ προφανῶς ἀγνοεῖ τὴν βιαιότητα καὶ ἐχθρότητα πρὸς τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ἡ ὁποία ἐπιδεικνύεται κατὰ τὴν σύγχρονη διαδικασία ἀποτέφρωσης. Ἀξιοσημείωτο δέ, εἶναι ὅτι κάποιοι ψυχολόγοι θεωροῦν πώς ἡ σύγχρονη μέθοδος ἀποτέφρωσης ἀποτελεῖ σὲ ἐπίπεδο φαντασιακὸ ἕνα ἰσοδύναμο τῆς αὐτοκτονίας. Ἀσφαλῶς ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού δὲν ἀποδέχονται τὴν κοινὴ Πίστη καὶ Ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ἢ ἐπιλέγουν κατὰ τὸ δοκοῦν ποιοὺς Κανόνες καὶ Παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας θὰ ἀκολουθοῦν. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία σέβεται τὴν ἐλευθερία τῆς ἐπιλογῆς τους νὰ παραδοθοῦν στὴν πυρά, εἴτε ἐπιθυμοῦν Κηδεία, εἴτε ὄχι, παρόμοια καὶ ἐκεῖνοι ὀφείλουν νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ἐλευθερία τῆς Ἐκκλησίας νὰ μὴ ὑποχρεωθεῖ νὰ τελέσει Ἐξόδιο Ἀκολουθία γιὰ κάποιον, πού ἀποφάσισε νὰ μὴ ἀνήκει καθόλου ἢ νὰ ἀνήκει ἐπιλεκτικὰ στὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἀπορρίπτει ὁρισμένες ἀπὸ τὶς παραδόσεις Της, ὅπως τὴν ταφή. Διαφορετικὴ εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τῆς Ἐκκλησίας πρὸς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀκούσια ἢ μαρτυρικὰ (π.χ. στὶς καταστροφικὲς πυρκαγιὲς) γνώρισαν τέτοιο σκληρὸ θάνατο καὶ φυσικὰ τίποτα καὶ κανεὶς δὲν θὰ μπορέσει νὰ «ἐμποδίσει» τὸν Θεό, στὴν Δευτέρα Παρουσία, νὰ ἀναστήσει τοὺς ἀνθρώπους, τόσο ἀπὸ τὰ ὀστᾶ, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν τέφρα τους. Πρέπει, ὅμως, νὰ κατανοήσουν ὅλοι, ἀκόμη καὶ ἐὰν δὲν εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἢ «ἀρνοῦνται τὴν ἀθανασία» ἢ ψάχνουν τρόπους ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ «ἀνώδυνου» χειρισμοῦ τοῦ θανάτου, ὅτι ἡ ἀπανθράκωση τοῦ σώματος καὶ ἡ σύνθλιψή του ἀποτελοῦν ἐκδήλωση πού κατ’ οὐσίαν «βεβηλώνει» τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» πλασμένος. Τὰ νεκρὰ σώματα δὲν εἶναι ἀπορρίμματα! Δὲν εἶναι ἄχρηστα ἀντικείμενα, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ παραδοθοῦν στὴν φωτιὰ καὶ στὸν θρυμματισμό, δηλαδὴ σὲ ἕνα βίαιο ἀφανισμό. Ἡ Ἐκκλησία ἀρνεῖται τὴν καύση, ἐπειδὴ ἀρνεῖται τὸ ἀμετάκλητο ἀνθρώπινο τέλος καὶ τὴν βία πρὸς τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο. Εἶναι τραγικὸ νὰ καῖμε καὶ νὰ κονιορτοποιοῦμε ὅ,τι ἔχει ἀληθινὴ ἀξία. Ἡ Ἐκκλησία ἐπιλέγει καὶ ἐφαρμόζει τὴν ταφή, διότι σέβεται τὸ σῶμα τοῦ κεκοιμημένου ἀνθρώπου, ἔχει πίστη καὶ ἐλπίδα στὸ αἰώνιο μέλλον καὶ ἀναθέτει στὴν φύση τὴν εὐθύνη τῆς φθορᾶς τοῦ φυσικοῦ παρόντος τοῦ ἀνθρώπου.’’ Ἐν Πειραιεῖ τῇ 9ῃ Δεκεμβρίου 2019.
Ἡ ἀλήθεια διὰ τὴν λεγομένην καῦσιν τῶν νεκρῶν
