Του κ. Παναγιώτου Κατραμάδου
Ο ΙΕ΄ Κανών αναφέρει:
«Όσα ορίστηκαν για τους πρεσβυτέρους και επισκόπους και Μητροπολίτες, πολύ περισσότερο αρμόζουν και για τους Πατριάρχες. Ώστε εάν πρεσβύτερος η επίσκοπος η μητροπολίτης τολμήσει να αποστεί από την κοινωνία με τον οικείο Πατριάρχη και δεν αναφέρει το όνομα αυτού, όπως έχει ορισθεί και είναι διατεταγμένο κατά τη Θεία Λειτουργία, πριν από συνοδική κρίση και τελεσίδη καταδίκη, δημιουργεί σχίσμα. Αυτόν ορίζει η Αγία Σύνοδος (δηλ. η Πρωτοδευτέρα) να αποξενωθεί από την ιερωσύνη, εάν και μόνο ελεγχθει γι’ αυτήν την παράβαση. Αυτά θεσμοθετούνται και ορίζονται για εκείνους που με πρόφαση κάποιες παραβάσεις («εγκλήματα») απομακρύνονται από τους οικείους επισκόπους και δημιουργούν σχίσμα και διασπούν την ενότητα της Εκκλησίας. Όσοι όμως εξαιτίας κάποιας αίρεσης, η οποία είναι κατεγνωσμένη από Αγίες Συνόδους η Πατέρες απομακρύνονται από την κοινωνία με τον επίσκοπό τους, επειδή εκείνος κηρύττει δημόσια την αίρεση και απροκάλυπτα («γυμνή τη κεφαλή») διδάσκει αυτή στην Εκκλησία, αυτοί όχι μόνο δεν υπόκεινται σε κανονικό επιτίμιο, επειδή αποτειχίστηκαν από την κοινωνία με τον κατ’ όνομα επίσκοπο πριν από συνοδική απόφαση, αλλά αξιώνονται την τιμή που αρμόζει στους ορθοδόξους. Όχι επισκόπους αλλά ψευδοεπισκόπους και ψευδοδιδασκάλους κατήγγειλαν και δεν κατάτμησαν με σχίσμα την ενότητα της Εκκλησίας, αλλά έσπευσαν να σώσουν την Εκκλησία από σχίσματα και διαιρέσεις».
Εις ποίον αναφέρεται η διακοπή;
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στην «Ερμηνεία» που ακολουθεί τον παρόντα κανόνα διευκρινίζει ότι δεν διακόπτει ο πρεσβύτερος την κοινωνία με τον Πατριάρχη, αλλά ο κανόνας ορίζει ο πρεσβύτερος να εφαρμόζει τον κανόνα προς τον επίσκοπό του, ο επίσκοπος προς τον μητροπολίτη (καθώς τότε υπήρχε το μητροπολιτικό σύστημα) και μόνο ο μητροπολίτης προς τον πατριάρχη. Το ίδιο λέει και ο Βαλσαμών «τις του οικείου ποιμένος καταγνώσηται». Επομένως διακόπτει κανείς μνημόνευση μόνο εκείνου στον οποίο υπάγεται.
Πότε εφαρμόζεται η διακοπή;
Ο Άγιος Νικόδημος λέει «όταν οι εν λόγω επίσκοποι είναι αιρετικοί και κηρύττουν με παρρησία την αίρεσή τους». Ο Ιωάννης Ζωναράς ερμηνεύει ως εξής: «εάν ο πατριάρχης η ο μητροπολίτης η ο επίσκοπος είναι αιρετικός και αυτός κηρύττει δημόσια την αίρεση και γυμνή τη κεφαλή -άφοβα και με παρρησία- διδάσκει τα αιρετικά δόγματα, όσοι αποσχίζονται από αυτόν, όποιοι αν είναι, όχι μόνον δεν θα είναι άξιοι τιμωρίας, αλλά αξίζουν και τιμή ως ορθόδοξοι, καθώς χωρίζονται από την κοινωνία με αιρετικούς». Ο μέγας κανονολόγος και Πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών σημειώνει ότι η περίπτωση αφορά, όταν «για αίρεση χωρίσει κανείς τον εαυτό του από τον επίσκοπο η τον μητροπολίτη η τον πατριάρχη, επειδή στην Εκκλησία διδάσκει ανερυθρίαστα διδασκαλίες εντελώς αλλότριες από το ορθό δόγμα» και συμπληρώνει στη συνέχεια ότι αυτοί αποσχίζονται «από τους διδάσκοντες αιρετικές διδασκαλίες και είναι όντως προφανώς αιρετικοί. Εάν όμως κρυφά και με συστολή κατ’ ιδίαν λέγονται τα περί της αιρέσεως από αυτόν, επειδή αμφιβάλλει, δεν οφείλει κάποιος να αποσχισθεί πριν από συνοδική καταδίκη». Ο Αλέξιος Αριστηνός λακωνικά εμμένει στο ότι η απομάκρυνση πρέπει να είναι «για αίρεση κατεγνωσμένη από Σύνοδο η Αγίους Πατέρες».
Οι προϋποθέσεις αυτές φανερώνουν τη δυσκολία εφαρμογής του κανόνα, όμως ο κανόνας αποσκοπεί στο να μη δημιουργούνται συνεχώς διαιρέσεις και φατρίες στην Εκκλησία με πρόφαση ότι κάποιος είναι αιρετικός. Αυτό αποδεικνύεται από το ότι ο κανόνας έχει περιορίσει αυστηρά και μόνο σε αυτήν την κατηγορία την αιτία διακοπής της μνημόνευσης. Χαρακτηριστικό είναι ότι παρά τα βαρέα αμαρτήματα που μπορεί να έχει ο επίσκοπος ο κανόνας απαγορεύει με ποινή καθαίρεσης την απόσχιση από αυτόν. Η λέξη «εγκλήματα», που χρησιμοποιείται για τα βαρέα αμαρτήματα, ερμηνεύεται από τον Άγιο Νικόδημο ως «πορνεία, ιεροσυλία και άλλα», ο Ζωναράς εκτός από αυτά αναφέρει την «χειροθεσίαν επί χρήμασι», δηλ. σιμωνία, και ο Βαλσαμών «των κανόνων αθετήσεις». Επομένως, ακόμα και όλους τους κανόνες να καταπατήσει ένας επίσκοπος, εάν δεν υπάρξει συνοδική καταδίκη, δεν μπορεί κάποιος να διακόψει την κοινωνία μαζί του.
Επιπλέον παρατηρούμε, ακόμα και στην περίπτωση που ο επίσκοπος είναι όντως αιρετικός, αλλά κρυφά, ο κανόνας δεν υποχρεώνει στην διακοπή του μνημοσύνου. Η λογική που διέπει όλο τον κανόνα είναι ότι σε κάθε περίπτωση πρέπει να προτιμάται η κανονική διαδικασία, δηλ. να συνέλθει Σύνοδος, η οποία θα εξετάσει το ζήτημα. Ειδάλλως οδηγείται η Εκκλησία σε ένα σύστημα όπου καθένας θα λαμβάνει το δίκαιο στα χέρια του.
Πότε πληρούνται αι προϋποθέσεις;
Το έμμεσο παράδειγμα που παραθέτει ο Βαλσαμών καθιστά σαφές το πότε εφαρμόζεται ο κανόνας: «η καταγραφή αυτών (δηλ. όσων ο ίδιος εξηγεί) ίσως βοηθήσει κατά όσων ισχυρίζονται ότι δεν πράξαμε καλά με το να αποσχισθούμε από το θρόνο της παλαιάς Ρώμης πριν να καταδικαστούν αυτοί ως κακοφρονούντες». Ο Βαλσαμών εδώ υποστηρίζει ότι η διακοπή με τους παπικούς είναι περίπτωση απολύτως δικαιολογημένη. Αυτό δεν είναι μόνο απόδειξη ότι οι παπικοί θεωρούνται αιρετικοί από τότε (διότι κάποιοι οικουμενιστές σήμερα το αμφισβητούν), αλλά όσον αφορά το θέμα μας, καθίσταται αντιληπτό ότι η μόνη αποκλειστικά δικαιολογημένη εφαρμογή του κανόνα γίνεται για ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις κατεγνωσμένης αιρέσεως, όπως με το filioque.
Εις τι αποσκοπεί η διακοπή;
Οι ερμηνευτές δεν αναφέρουν ότι με την διακοπή απέφυγαν οι αποτειχισμένοι κάποιο μολυσμό, αλλά έπραξαν κατ’ αυτόν τον τρόπο, επειδή αναγνώρισαν ότι η διδασκαλία είναι καταδικασμένη. Είναι άξιοι επαίνου όχι επειδή κρατήθηκαν καθαροί, αλλά διότι «ελευθέρωσαν την Εκκλησία από το σχίσμα και την αίρεση» (Άγιος Νικόδημος), «απήλλαξαν την Εκκλησία από σχίσματα» (Ζωναράς) και «απήλλαξαν αυτήν από τη διαίρεση» (Βαλσαμών). Από αυτά δεν τονίζεται μόνο ότι προϋποτίθεται το προφανές της αιρέσεως, αλλά και το επικείμενο του σχίσματος.
Ποίαι πρέπει να είναι αι επόμεναι κινήσεις;
Ακόμη και όταν δικαίως διακόπτουν το μνημόσυνο δεν πρέπει επ’ ουδενί να «πήξουν θυσιαστήριο», δηλαδή να δημιουργήσουν δικό τους Εκκλησιαστικό σώμα, διότι υπάρχει πλήθος κανόνων που επιβάλλει την καθαίρεση. Επιπροσθέτως σύμφωνα με τον 11ο κανόνα της Συνόδου της Καρθαγένης οφείλουν να αναγγείλουν την διαφωνία τους η καταγγελία τους στους πλησιοχώρους επισκόπους, ώστε να κινηθούν οι διαδικασίες για την συνοδική εξέταση του ανακύψαντος ζητήματος.
Συμπέρασμα
Από όλα τα παραπάνω συνάγεται τελικώς ότι: α) μοναδικός δικαιολογημένος λόγος εφαρμογής της διακοπής κοινωνίας είναι συγκεκριμένη αίρεση, β) η αίρεση αυτή πρέπει να είναι καταδικασμένη από Σύνοδο η από τους εγκρίτους Πατέρες της Εκκλησίας, γ) η διακοπή γίνεται μόνο προς την άμεση αρχή στην οποία κάποιος υπάγεται, γ) η επισκοπική αυτή αρχή (Επίσκοπος, Αρχιεπίσκοπος, Μητροπολίτης, Πατριάρχης) θα έχει τέτοια χαρακτηριστικά, ώστε να είναι «προφανώς» αιρετική, δ) επίσης η αρχή αυτή πρέπει οπωσδήποτε να κηρύττει απροκάλυπτα και να διδάσκει άνευ προσωπικής αμφιβολίας την αίρεση, ε) η διδασκαλία αυτή να γίνεται προς την Εκκλησία, στ) δεν μπορεί να γίνει επίκληση με αφορμή άλλες παραβάσεις κανόνων, ζ) ο κανόνας με βεβαιότητα είναι δυνητικός στην περίπτωση που δεν πληρούνται τα (δ) και (ε), η) να υπάρχει επικείμενο σχίσμα, θ) να μη «πήξουν θυσιαστήριο» όσοι διακόπτουν το μνημόσυνο και ι) να ενημερώσουν τους πλησιοχώρους επισκόπους.
Τέλος να σημειώσουμε αφενός ότι η Πρωτοδευτέρα Σύνοδος δεν είναι Οικουμενική Σύνοδος και αφετέρου ότι πολλοί και έγκριτοι υποστηρίζουν ότι ο ΙΕ Κανόνας δεν είναι σε καμία περίπτωση υποχρεωτικός.
Συναισθάνεται κανείς λοιπόν ότι το ζήτημα της διακοπής του μνημοσύνου είναι ένα πολυσύνθετο ζήτημα και γι’ αυτό οφείλει κανείς να το αντιμετωπίζει «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης» καθώς η ευθύνη είναι τεραστία.