Λεωνίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας

Share:

 

 

ΠΑΠΑΦΛΕΣΑΣ (ΜΑΝΙΑΚΙ 1825) – ΛΟΧΑΓΟΣ ΚΑΤΟΥΝΤΑΣ ΝΙΚ. (ΚΥΠΡΟΣ 1974):

ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ Η ΔΡΑΣΗ – ΑΔΑΜΑΣΤΗ  Η ΕΥΤΟΛΜΙΑ

  Του Ευάγγελου Γριβάκου, Αντιστρατήγου ε.α. – Νομικού

  Ο Παπαφλέσσας και ο Κατούντας υπήρξαν δύο στρατιωτικοί ηγήτορες που έδρασαν σε διαφορετικές εποχές και  υπό  διαφορετικές συνθήκες.  Εν τούτοις, η πολεμική τους δράση έχει να  αποκαλύψει  πολλά κοινά   σημεία, όπως το υψιπετές φρόνημα, η αγάπη και  πίστη   προς την Πατρίδα και την  Ελευθερία, το παράτολμο θάρρος  στην μάχη και, κυρίως, η ανυποχώρητη  εμμονή  στην εκτέλεση της αποστολής τους. Και όλα αυτά δεν είναι θεωρητικά κατασκευάσματα, είναι πραγματικά γεγονότα με συνάφεια που αβίαστα  οδηγεί πίσω, στην εποχή της μάχης των Θερμοπυλών, το 480 π.Χ  και τα  κατορθώματα  του Σπαρτιάτη βασιλέα Λεωνίδα του Α΄. Και για να αποδειχθεί   των λόγων το αληθές, παρατίθενται κατωτέρω χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την Μάχη  στο Μανιάκι και την «Μάχη της Κερύνειας», στην Κύπρο, σύμφωνα με  περιγραφές αυθεντικές και αξιόπιστες.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ (ΔΙΚΑΙΌΣ) ΠΑΠΑΦΛΕΣΑΣ ( 1789 – 1825). Στις 11 Φεβρ 1825, ο Ιμπραήμ Πασάς της Αιγύπτου, σε συμμαχία με τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ και  στρατό πολυάριθμο εκπαιδευμένο κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, αποβιβάζεται και καταλαμβάνει το κάστρο της Μεθώνης. Στην Ελλάδα μαίνονταν ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος και ικανοί  οπλαρχηγοί,  όπως ο  Κολοκοτρώνης, Δεληγιανναίοι,  Νοταραίοι κλπ ήταν φυλακισμένοι και άλλοι παραμερίστηκαν όπως οι Γεώργ. Καραϊσκάκης, Αναστ. Καρατάσος, Κίτσος Τζαβέλας κλπ. Η κυβέρνηση του  Γ. Κουντουριώτη, αναθέτει την αρχιστρατηγία στον Υδραίο Πλοίαρχο Κυριάκο  Σκούρτη, καταφανώς αδαή στα περί του πολέμου  ξηράς. Στις 7 Απρ. 1825 οι Έλληνες ηττήθηκαν  στην θέση Κρεμμύδια, βόρεια της Πύλου και στη συνέχεια, ο Ιμπραήμ κατέλαβε  την Σφακτηρία, το Παλαιόκαστρο, το Νεόκαστρο (Πύλο) και έγινε  κύριος σχεδόν ολόκληρης της Δυτικής Μεσσηνίας. Για αντιμετώπιση της κατάστασης η κυβέρνηση αναθέτει  την ηγεσία της εκστρατείας κατά του Ιμπραήμ στον υπουργό των Εσωτερικών και της Αστυνομίας Γρηγόριο Δικαίο Φλέσσα ή Παπαφλέσσα (1789-1825), ο οποίος, μέσω Ναυπλίου, Τρίπολης και Λεονταρίου, έφθασε στο χωριό Δράινα (του σημερινού Δημου Μεσσήνης)   με  δύναμη 1.300 μαχητών και  στις 16 Μαΐου ανέβηκε στο χωριό Μανιάκι (υψόμ. 582μ.), καταλαμβάνοντας τα γύρο υψώματα. Η αμυντική αυτή  τοποθεσία  ήταν πολύ  ευάλωτη και εκτεθειμένη  στις εχθρικές επιθέσεις, κυρίως του Ιππικού. Στις παραινέσεις των οπλαρχηγών που  του υπενθύμιζαν    τον υπερβολικό  όγκο των εχθρικών δυνάμεων, ο Παπαφλέσας αδιαφορούσε και  αρνιόταν  να αλλάξει γνώμη για αλλαγή της τοποθεσίας  σε υψηλότερα και ασφαλέστερα μέρη. Σε σχετική, μάλιστα, συνομιλία του με τους έμπιστους οπλαρχηγούς του, Φλέσσα, Κεφάλα και Παπαγιώργη, που του θύμιζαν την δύναμη των Αιγυπτίων, είπε : «Εγώ  δεν ήλθα εδώ για να μετρήσω τον στρατό του Ιμπραήμ απ’ τα ψηλώματα αλλά να τον βρώ και να τον σταματήσω στο Μανιάκι, για να σωθεί ο Μωριάς. Καθίστε (λοιπόν) εδώ μαζί μου κι΄ας αποθάνωμεν [….]. Αλλά, αν νικηθώμεν, θα αδυνατίσωμε την δύναμιν του εχθρού (ο οποίος) πολλήν δύναμιν θα χάσει και την μάχη μας θα την ονομάσουν ιστορικώς « Λεωνίδειον μάχην» (Φωτάκος, Βίος  Παπαφλέσσα, 1868}. Από  αυτή την  απάντηση  εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο Παπαφλέσσας αδιαφορούσε (όπως ακριβώς και οι Λεωνίδας και Κατούντας) για την πληθώρα  των αντιπάλων του αφού είχε αποφασίσει  για την ζωή του, αρκεί να έφερνε εις πέρας την αποστολή του. Στις 20 Μαΐου 1825, τα λεφούσια   του Ιμπραήμ (6.000 άνδρες, με Ιππικό και 3 κανόνια ) επιτέθηκαν στο Μανιάκι.. Αρχικά αποκρούσθηκαν αλλά κατά την σύντομη διακοπή της μάχης πολλοί Έλληνες λιποτάκτησαν και έμειναν μόνο 300. Εν τούτοις, ο Παπαφλέσσας επέμενε να διατηρήσουν  τις θέσεις τους, παρά τις πιεστικές περί αντιθέτου εκκλήσεις των οπλαρχηγών. Στην επανάληψη, τα κύματα των Οθωμανών κατέκλυσαν τα πρόχειρα οχυρώματα ( ταμπούρια) των Ελλήνων και μετά από μάχη σώμα με σώμα τους σκότωσαν  όλους, μαζί και τον Παπαφλέσσα. Τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο «σκηνικό» μάχης εξελίχθηκε όπως και    με τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, με μια  διαφορά. Ο μεν ασεβής Ξέρξης απέκοψε την κεφαλή του   Λεωνίδα και την περιέφερε τρόπαιο στα στρατεύματα του, ο δε Ιμπραήμ τίμησε τον Παπαφλέσσα   με το γνωστό «φίλημά» του στο πεδίο της μάχης και με την φράση : « Ήταν αληθινό παλικάρι. Αν οι Έλληνες είχαν 10 σαν και αυτόν, θα είχαν κερδίσει  την επανάσταση. Θα προτιμούσα να χάναμε άλλους τόσους και να τον πιάναμε ζωντανό» (!!).

 

ΛΟΧΑΓΟΣ (ΚΔ) ΚΑΤΟΥΝΤΑΣ ΝΙΚ (1943 -1974). Αποφοίτησε από την ΣΣΕ το 1967. Κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 ήταν Διοικητής του 31 Λόχου Καταδρομών (ΛΚΔ) της 33 Μοίρας Καταδρομών (ΜΚΔ),  με έδρα το Μπέλλα-Παϊς Κυρήνειας. Το πρωί της 22ας Ιουλίου διετάχθη να μεταβεί με τον Λόχο του στον Αγ. Γεώργιο Κερύνειας προς υποστήριξη του κλονιζόμενου λόγω της εχθρικής απόβασης  251 ΤΠ (Διοικητής ο Αντισ/ρχης Παύλος Κουρούπης, αγνοούμενος). Καθώς κινούνταν προς τα εκεί, συνάντησε οπλίτες του Τάγματος που  ανεξέλεγκτοι υποχωρούσαν. Κάποιοι από αυτούς τον συμβούλευσαν να φύγει, διότι « οι Τούρκοι ήταν πάρα πολλοί και δεν θα μπορούσε να τους συγκρατήσει». Τότε ο Κατούντας τους φώναξε  επιτιμητικά :  «Εγώ σας ρώτησα πού είναι οι Τούρκοι, όχι πόσοι είναι  οι Τούρκοι (!!). Εσείς να φύγετε, εγώ θα μείνω με τους άντρες μου να τους αντιμετωπίσω» .  Απάντηση «καρμπόν», ολόιδια με εκείνη του Παπαφλέσα στο Μανιάκι. Στιγμές ανυπέρβλητου ηρωισμού, καταυγασμένες από Θεία νάματα. Ο Παπαφλέσας  «ζωντάνεψε» στην Κύπρο και ο Κατούντας πολεμάει στο ίδιο  ταμπούρι με τον Παπαφλέσα.  Εν τω μεταξύ ο εχθρός συνέχισε να κινείται προς Κερύνεια. Ο Κατούντας δεν υποχωρεί αλλά συνεχίζει πεισματικά να επιβραδύνει τον εχθρό. (Το αυτό, άλλωστε, έκαναν ο Λεωνίδας και ο Παπαφλέσσας. Απέκρουαν τις επιθέσεις του εχθρού, παραμένοντας ακλόνητοι στις θέσεις τους). Τελικά εξαναγκάζεται να αναδιπλωθεί σε μια χαράδρα κοντά στο Τ/Κ χωριό Τέμπλος, αφού η Κυρήνεια είχε ήδη πέσει και βοήθεια δεν φαίνονταν από  πουθενά.  Αβοήθητος, λοιπόν, και αυτός, όπως και οι άλλοι δύο, για να επωμισθεί την δική του μοίρα και την τύχη  των καταδρομέων του. Σχέδιο του ήταν  με το επερχόμενο  σκότος  να διαφύγει προς τις φίλιες γραμμές, αλλά αγνοούσε  ότι είχε περικυκλωθεί από τον  εχθρό.

Και τότε παίρνει την μεγάλη απόφαση. Διατάσσει τους  άντρες του να φύγουν για να σωθούν και τους δηλώνει ότι θα τους καλύψει ο ίδιος, μόνος του. ( Είδαμε παραπάνω ότι το ίδιο έκαναν και οι Λεωνίδας και Παπαφλέσας). Οι άνδρες, παρά τις αντιρρήσεις τους, αποχωρούν και διασώζονται. Ο τελευταίος που αποχώρησε  ήταν ο Κύπριος αγγελιαφόρος  του Πάμπος Κυρίλλου που  θυμάται τον Κατούντα γαλήνιο να πολυβολεί κατά των          Τούρκων,  που είχαν ήδη  πλησιάσει. Πέρασε, έτσι, στην αιωνιότητα, δίνοντας , με μια υπερβατική πράξη αλτρουισμού, την ζωή του,  λύτρο αντί πολλών. Μέχρι σήμερα θεωρείται αγνοούμενος, αλλά τέτοια λιονταρίσια ψυχή είναι αδύνατο να παραδόθηκε στον εχθρό.

Αυτοί, λοιπόν, εν ολίγοις, ήταν οι  δύο αδάμαστοι «Λεωνίδες» της νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, ο Παπαφλέσσας και ο Κατούντας , που άδραξαν τον στέφανο της τιμής και της δόξας από τις Θερμοπύλες και τον έφεραν μέχρι των ημερών μας, ως παρακαταθήκη των ιερών και οσίων της φυλής και της αδιάρρηκτης ενότητας του Έθνους.

Previous Article

10 χρόνια χωρίς τον αγωνιστή για τα δίκαια του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού Θοδωρή Βεζιάνη

Next Article

Ἅγ. Τύχων Πατριάρχης Μόσχας καὶ πασῶν τῶν Ρωσιῶν (19/01/1865 – 25/03/1925)